Περιορισμένη χαρακτηρίζεται η αγοραστική κίνηση στις λαϊκές αγορές του Ρεθύμνου, αφού σύμφωνα με τους παραγωγούς και τους εμπόρους, οι καταναλωτές επιλέγουν να προμηθεύονται μόνο τα απολύτως απαραίτητα και αυτά πάντα, σε μικρές ποσότητες. Η αύξηση των τουριστικών ροών στο Ρέθυμνο έχει οδηγήσει κλιμακωτά και στην αύξηση των επισκεπτών στις λαϊκές αγορές της πόλης, χωρίς ωστόσο αυτό να συνδυάζεται και με την άνοδο των πωλήσεων. Έλληνες και τουρίστες είναι αντιμέτωποι με τις ίδιες οικονομικές δυσκολίες, εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού αλλά και των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, και ως εκ τούτου σκέφτονται «διπλά» και «τριπλά» προτού προχωρήσουν σε κάποια αγορά.
Οι παραγωγοί αναφέρουν ότι η κατάσταση αυτή έρχεται να προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες δυσκολίες του κλάδου τους, καθώς σε σύγκριση με πέρυσι έχει διπλασιαστεί το κόστος παραγωγής και τα αδιάθετα προϊόντα στους πάγκους τους, τους δημιουργούν έναν επιπλέον «πονοκέφαλο». Προκειμένου να εξισορροπήσουν την κατάσταση έχουν επιλέξει να μειώσουν την παραγωγή τους και κατ’ επέκταση τα προϊόντα που διαθέτουν προς πώληση.
Από την πλευρά τους οι έμποροι, δηλώνουν σχετικά αισιόδοξοι με την πορεία της αγοραστικής κίνησης, αφού φαίνεται ότι τόσο οι Έλληνες, όσο και οι τουρίστες, προτιμούν να αγοράσουν βιοτεχνικά προϊόντα από τις λαϊκές αγορές και όχι από κάποιο κατάστημα λιανικού εμπορίου, με βασικό κίνητρο τη μεγάλη διαφορά στις τιμές.
Όπως επισημαίνουν και οι δύο πλευρές, οι καταναλωτές εξακολουθούν να εμπιστεύονται την ποιότητα και τις τιμές που βρίσκουν στις λαϊκές αγορές, ωστόσο η οικονομική τους δυνατότητα είναι τόσο επιβαρυμένη που δεν τους επιτρέπει παρά να ξοδεύουν ελάχιστα χρήματα. Προκειμένου μάλιστα να πετύχουν καλύτερες τιμές, επισκέπτονται τις λαϊκές μετά τις 12.00 το μεσημέρι, γνωρίζοντας ότι τα περισσότερα προϊόντα θα πωλούνται πλέον πιο φθηνά.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο των παραγωγών λαϊκής αγοράς Ρεθύμνου, κ. Μανώλη Σκαλίδη, η κίνηση τις τελευταίες εβδομάδες δεν είναι η αναμενόμενη, παρότι οι διάδρομοι των λαϊκών είναι σχεδόν πάντα, γεμάτοι. «Έχει πάρα πολύ κόσμο αλλά οι περισσότεροι δε ψωνίζουν, κάνουν απλά βόλτα. Οι τουρίστες που έχουν έρθει είναι πολύ φτωχοί και δεν ψωνίζει σχεδόν κανείς, ενώ όταν το κάνουν θα είναι σε μικρή ποσότητα. Οι Έλληνες από την άλλη, είναι εξαθλιωμένοι δυστυχώς».
Όπως πρόσθεσε, μιλώντας στα «Ρ.Ν.», οι περισσότεροι καταναλωτές έρχονται στις λαϊκές νωρίς το μεσημέρι, οπότε τα πράγματα διατίθενται πιο φθηνά, ενώ είναι λίγοι αυτοί που ψωνίζουν πλέον αποκλειστικά με βάση την ποιότητα των προϊόντων. «Δυστυχώς περνάνε δύσκολα οι Έλληνες, με την ακρίβεια στο ρεύμα, στο πετρέλαιο κ.λπ., δε μπορούν να ανταπεξέλθουν. Προτιμούν τα φθηνά πράγματα και δεν επιλέγουν με πρώτο κριτήριο την ποιότητα, όπως έκαναν παλιότερα».
Σύμφωνα με τον ίδιο μάλιστα, η υποτονική κίνηση έχει τεράστιο αντίκτυπο και στους ίδιους τους παραγωγούς, καθώς όπως ανέφερε, όλο αυτό είναι μια «αλυσίδα». «Έχουμε μειώσει την ποσότητα παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων μας, γιατί και εμείς περνάμε δύσκολα. Έχουμε αυξήσει τις τιμές ελάχιστα, γιατί προσπαθούμε να κρατήσουμε μια ισορροπία για να μπορέσει ο καταναλωτής να ψωνίζει, αλλά δε ξέρουμε ως πότε θα το κάνουμε αυτό. Δε μπορούμε εμείς οι παραγωγοί να απορροφούμε πλέον όλη την ανατίμηση», σχολίασε.
Λίγο καλύτερη ήταν η εικόνα που περιέγραψε ο πρόεδρος των εμπόρων λαϊκής αγοράς Ρεθύμνου, κ. Νίκος Δασκαλάκης, ο οποίος παραδέχθηκε ότι ενώ η τουριστική σεζόν φαινόταν εξ αρχής να μην ενισχύει τους τζίρους των εμπόρων, ωστόσο αυτό φαίνεται σταδιακά να αλλάζει. «Η κίνηση είναι πάρα πολύ ικανοποιητική, απ’ όταν ξεκίνησαν να έρχονται οι πρώτοι τουρίστες. Το πρώτο διάστημα υπήρχε κόσμος, αλλά δεν προχωρούσε σε αγορές. Τώρα έχει αρχίσει και βελτιώνεται αυτό και θεωρώ ότι και τους υπόλοιπους μήνες θα εξακολουθήσει να ισχύει ο ίδιος ρυθμός».
Ο ίδιος μάλιστα, κάλεσε όλους τους Έλληνες και ντόπιους καταναλωτές να επισκέπτονται και να στηρίζουν τις λαϊκές αγορές, αφού εκεί μπορούν να βρουν, όπως ανέφερε, ποιοτικά και φθηνά προϊόντα. «Ευτυχώς η αγοραστική κίνηση έχει βελτιωθεί, οι Έλληνες έρχονται και δείχνουν προτίμηση στα ντόπια προϊόντα. Εμείς εδώ ερχόμαστε κατευθείαν σε επαφή με τους πελάτες και ο κόσμος από την πλευρά του μπορεί να επισκεφθεί όλους τους πάγκους και να επιλέξει «ό,τι σηκώνει η τσέπη του». Στα βιοτεχνικά είδη υπάρχουν ποιοτικά και φθηνά προϊόντα, από μπλουζάκια, από παντελόνια, από παπούτσια, απ’ όλα. Τόσο οι Έλληνες, όσο και οι τουρίστες τα επιλέγουν αυτά, γιατί κάτι που θα βρεις σε μαγαζί με 15 ευρώ θα το πάρεις από τη λαϊκή 5 και 6 ευρώ», κατέληξε.