Αρχίζοντας το κεφάλαιο για πρόσωπα και θεσμούς που έχουν σχέση με τα ΑμεΑ, τιμώντας και την παγκόσμια ημέρα, έρχεται πρώτα στο νου μου ο Παύλος Βλαστός για τον οποίο τόσα μου μετέφερε ο επίσης αείμνηστος ανιψιός του Λεωνίδας Καούνης.
Αυτό που επαναλάμβανε με παράπονο ο αξέχαστος συμπολίτης ήταν η αγνωμοσύνη της πολιτείας σε μια τέτοια μορφή της Ελληνικής Λαογραφίας που με ελαττωματική όραση στο φως του λύχνου αποτύπωνε σπάνια στοιχεία λαϊκού πολιτισμού που με μεγάλο μεράκι συνέλεγε. Κι όμως ποτέ κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να εκδώσει το τόσο σημαντικό έργο του που ευτυχώς φυλάσσεται σε χειρόγραφα στο Ιστορικό μουσείο Κρήτης.
Ένα μόνο κεφάλαιο έχει εκδοθεί ο «Κρητικός Γάμος» που μας δίνει τόσα στοιχεία γύρω από το θέμα και παραμένει μοναδική έκδοση στο είδος της.
Από τις ιστορικές οικογένειες οι Βλαστοί. Ήταν μια αρχοντική στρατιωτική οικογένεια με ρίζες βαθιές στην Κωνσταντινούπολη και στη Χίο.
Η παράδοση αναφέρει πώς ένας Βλαστός ήταν ένα από τα δώδεκα αρχοντόπουλα, που έστειλε με τις οικογένειές τους, από την Πόλη ο βυζαντινός Αυτοκράτορας Αλέξιος Β’ Κομνηνός ο Πορφυρογέννητος (1180-1183), στην Κρήτη, προκειμένου να οργανώσουν την άμυνα του νησιού κατά των Αράβων και των πειρατικών επιδρομών. Μετά την κατάληψη του νησιού από τους Οθωμανούς το 1669, κλάδοι της οικογένειας διεσπάρησαν σε όλη τη Μεσόγειο. Όσοι απόγονοι των Βλαστών παρέμειναν στην Κρήτη, πρωτοστάτησαν στα αλλεπάλληλα απελευθερωτικά κινήματα του νησιού. Άλλα μέλη της οικογένειας μετανάστευσαν στη Χίο, απ’ όπου διέφυγαν μετά την καταστροφή του νησιού από τους Τούρκους το 1822, τη Δαλματία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Μασσαλία, όπου ακόμη και σήμερα διατηρείται το επώνυμο Βλαστός.
Από τους σημαντικότερους της οικογένειας Βλαστού,ήταν ο Παύλος Βλαστός, που θεωρείται ο πατέρας της λαογραφίας.
Γεννήθηκε στο Βυζάρι Αμαρίου, 29 προς 30 Ιανουαρίου 1836 και ήταν γιος του Γεωργίου Βλαστού και της Πελαγίας Σαουνάτσου.
Αξίζει να αναφέρουμε για τη μητέρα ότι ήταν κόρη του παπά-Γεωργίου Σαουνάτσου και της Μαρίας Βαρούχα.
Ο Παύλος ήταν ο πρωτότοκος. Τα άλλα αδέλφια του ονομάζονταν Πολυξένη, Γιάννης και Μαρία.
Ο πατέρας του Γεώργιος του δίδαξε τα πρώτα γράμματα μαζί με τον Χαράλαμπο Πετυχάκη. Η αρχοντική του καταγωγή όμως υποχρέωνε σε καλύτερες σπουδές. Έτσι βρέθηκε να θητεύει στους ονομαστούς δασκάλους της εποχής του που ήταν ο Κωνσταντίνος Χατζής, ο Ιωάννης Ψαρουδάκης και ο Παρθένιος Περίδης.
Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και στην Ελληνική σχολή και το 1853 διορίζεται από την εφορία Ρεθύμνης ως βοηθός του δημοδιδασκάλου Κωνσταντίνου Ψαρουδάκη από τους επιφανέστερους μουσικοδιδασκάλους. Πλάι σ’ αυτόν το σπουδαίο δάσκαλο ο Παύλος διδάχτηκε τη βυζαντινή παρασημαντική.
Το 1858 διορίζεται αριστερός ψάλτης στον μητροπολιτικό ναό. Αυτή όμως ήταν η πρώτη βαθμίδα της μετέπειτα σημαντικής πορείας του. Στο μεταξύ έχει καταφέρει πλάι στους σημαντικότερους μουσικοδιδασκάλους της εποχής του να γίνει ο σημαντικότατος.
Συλλέκτης λαογραφικού υλικού
Εφοδιασμένος με γνώσεις και με πηγαίο ενθουσιασμό, σε ηλικία μόλις 24 χρονών, το 1860, συνέλαβε τη μεγαλεπήβολη ιδέα της περισυλλογής και μελέτης όλων των δημοτικών τραγουδιών της Κρήτης, κατόπιν προτροπής του πατέρα του, Γεωργίου Βλαστού, όπως αναφέρει ο ίδιος σε σχετική αφιέρωσή του:«…διότι Συ πρώτος, μεταξύ των άλλων πατριωτικών διδαγμάτων Σου, μοι ενέπνευσες την ιδέαν της περισυλλογής των τοιούτων πατρίων μαργαριτών…».
Με την έναρξη της επανάστασης του 1866 ο Βλαστός πηγαίνει στην Αθήνα και συνεργάζεται με τη Κεντρική υπέρ των Κρητών επιτροπή για την περίθαλψη των προσφύγων. Στο τέλος της επανάστασης επιστρέφει στο νησί του συνεχίζοντας τη συγγραφή βυζαντινής μουσικής με το ψευδώνυμο Θαλήτας. Παράλληλα συνεργάζεται με το μουσικό περιοδικό της εποχής «Φόρμιγγα».
Αν και καλλιτεχνική φύση ήξερε πως πρώτα από όλα είχε καθήκον να ασκεί κάποιο επάγγελμα, ώστε να ζει χωρίς δυσκολίες. Βρίσκει να τον ενδιαφέρει το εμπόριο και αναπτύσσει επαγγελματική δράση στον τομέα αυτό.
Ο έρωτας του με τη Νουριγιέ Κάντζη και η φυγή στην Αθήνα
Κι ήρθε ο έρωτας να αναστατώσει τη ζωή του. Το 1873 ερωτεύτηκε την Τουρκοπούλα Νουριγιέ Κάντζη.
Ο θυελλώδης έρωτάς τους έγινε αφορμή να περάσουν μεγάλες φουρτούνες που αντιμετώπισαν με θάρρος, χάρις στο αίσθημα που τους έδινε μεγάλη ψυχική αντοχή. Σ’ αυτήν αφιέρωσε ο Παύλος, το μακροσκελές ποίημα «Νουριγιέ η Καντζοπούλα» που αναφέρει μεταξύ άλλων:
Θεέ μου και δώσ’ μου λογισμό
και γνώση στο κεφάλι
ν’ αρχίσω να διηγηθώ
μ’ απόφαση μεγάλη.
Να διηγηθώ απόφαση
επιμονή κι ανδρεία
όχι ανδρός παλικαριού
αλλά μιαν ιστορία
μιας νέας μιας χανούμισσας
μιας καλομαθημένης
μιας κόρης πλουσιότατης
και καλαναθρεμμένης.
Τούρκισσα ήτο στη γενιά
μα χριστιανή στους τρόπους
και ζήλευε από μικρή
τους ευγενείς ανθρώπους.
Από μικρή αναθρέφετο
στα χάδια στα κανάκια
είχε το πρόσωπο γλυκό
είχε σγουρά μαλλάκια…
Ο έρωτάς τους φαινόταν καταδικασμένος, αφού τους χώριζαν τόσες αντίξοες συνθήκες. Βέβαια οι γονείς και οι συγγενείς της που ήταν κρυφοχριστιανοί δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση για τον γάμο του Παύλου με τη Νουριγιέ, αλλά είχαν το φόβο των άλλων Τούρκων που σίγουρα θα αντιδρούσαν βίαια για να αποτρέψουν αυτό το συμπεθεριό. Ήταν πολύ βαρύ για την εποχή να γίνει ένας τέτοιος γάμος.
Η Νουριγιέ έμενε στις Πρασές κοντά στον αδελφό της μητέρας της που ήταν μπέης στην περιοχή.
Οι μόνοι σύμμαχοι του έρωτά της ήταν η υπηρέτριά της η Μαγδαληνή αλλά και ο ιερέας του χωριού.
Όταν τέθηκε το θέμα της θρησκείας η Τουρκοπούλα δεν είχε καμιά αντίρρηση να γίνει χριστιανή και να ομολογήσει δημόσια τον έρωτά της. Αυτό όμως ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Έτσι το ζευγάρι αναγκάστηκε να πάρει τη μεγάλη απόφαση βλέποντας πως η απαγωγή ήταν η μόνη λύση.
Κι ένα βράδυ η κοπέλα τακτοποίησε τα στρωσίδια της, έτσι ώστε να φαίνεται πως κοιμάται, έδεσε τα σεντόνια για να κατέβει από το παράθυρο κι έτρεξε να βρει τον αγαπημένο της που την περίμενε με ένα ναυλωμένο καΐκι. Έφυγαν για την Αθήνα.
Όταν πια πέρασαν ώρες η υπηρέτρια Μαγδαληνή υποκρίθηκε πως την ψάχνει. Δεν άργησαν όλοι βλέποντας τα στρωσίδια να καταλάβουν τι έγινε.
Η αναστάτωση που ακολούθησε, μόλις μαθεύτηκε το γεγονός, μύριζε μπαρούτι.
Έτσι ο πατέρας της Νουριγιέ αναγκάστηκε να κατέβη στο λιμάνι και να κάψει δημόσια την προίκα της κόρης του για να «ρίξει στάχτη στα μάτια» των άλλων Τούρκων που ζητούσαν εδώ και τώρα να πληρώσει το ζευγάρι με αίμα την αποκοτιά του.
Στην Αθήνα ο Παύλος, με τη Μαρία του όπως ήταν τώρα το χριστιανικό όνομα της Νουριγιέ, αν και απολάμβανε τον έρωτά του δεν έπαψε να συμμετέχει σε πατριωτικές οργανώσεις, καθώς η επανάσταση του 1878 βρισκόταν στο φόρτε της.
Επιστροφή στο Ρέθυμνο
Με τη μεσολάβηση του Φωτιάδη πασά, γενικού διοικητή Κρήτης ο Παύλος και η Μαρία επιστρέφουν στο Ρέθυμνο και το 1881 ο Βλαστός εκλέγεται για πρώτη φορά και μάλιστα παμψηφεί πληρεξούσιος της επαρχίας Αμαρίου και αργότερα διοικητικός σύμβουλος του τμήματος Ρεθύμνης μέχρι το 1885.
Οι ταραχές που ακολουθούν και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει τον υποχρεώνουν να επιστρέψει στην Αθήνα. Επιστρέφει μόνιμα την ίδια μέρα με τον πρίγκιπα Γεώργιο. Ήταν 9 Δεκεμβρίου 1898.
Πολυγραφότατος, από τους σοφούς της εποχής του, δεν σταμάτησε να γράφει στο φως του λύχνου πάντα τις λαογραφικές του μελέτες.
Κι όταν σιγά-σιγά έχανε την όρασή του μέχρι που τυφλώθηκε με μια δική του πατέντα κατάφερε να συνεχίσει το έργο του.
Δουλεύοντας με μεθοδικό και επιστημονικό τρόπο, μας άφησε τόμους χειρόγραφους, με πολυτιμότατο λαογραφικό υλικό, το οποίο συγκέντρωσε από τη μια άκρη της Κρήτης μέχρι την άλλη. Το υλικό αυτό παραμένει ανέκδοτο σχεδόν στο σύνολό του. Πρόλαβε να εκδώσει μονάχα το κλασικό πια βιβλίο του: «Ο Γάμος εν Κρήτη» και να κάνει μερικές δημοσιεύσεις σε κάποιες εφημερίδες.
Επίσης έζησε την προσπάθεια κάποιων κύκλων από την Ελλάδα (κυρίως της άρχουσας τάξης) αλλά και κύκλων του εξωτερικού, να «εκμοντερνίσουν», «εξευρωπαϊσουν», «εκδυτικίσουν» την ταλαιπωρημένη Ελλάδα.
Συνδυάζοντας μεθοδολογικά την επιτόπια έρευνα με τη μελέτη των παλαιότερων και σύγχρονών του γραπτών πηγών, ο Π. Βλαστός συγκέντρωσε πλήθος πληροφοριών, σχετικών όχι μόνο με τον λαϊκό πολιτισμό, αλλά και τη γεωλογία της νήσου, τη βοτανική, την ιστορία, την αρχαιολογία και τη φιλολογία. Το υλικό αυτό αποθησαυρίστηκε σε ένα εντυπωσιακό αρχείο 94 χειρόγραφων τόμων, εκ των οποίων οι 41, περίπου 26.000 σελίδες, περιλαμβάνουν τη λαογραφική ύλη. Η συλλογή του Βλαστού συμπληρώνεται από μουσική και ποιήματα της λόγιας παράδοσης, εκκλησιαστικά μέλη, εμβατήρια και θουρίους, τραγούδια και χορούς από την υπόλοιπη Ελλάδα και την Ευρώπη, σχολικά άσματα και δικά του στιχουργήματα.
Έχοντας έμφυτο το μικρόβιο του ερευνητή, ο Βλαστός διέτρεξε απ’ άκρου εις άκρον την Κρήτη – τις επαρχίες Μεραμπέλλου, Λασιθίου, Τεμένους, Μαλεβιζίου, Γορτύνης, Αμαρίου, Αγίου Βασιλείου, Αποκορώνου και Σφακίων. Κατά την περιήγησή του κατέγραψε πάνω από 400 δημοτικά τραγούδια – της τάβλας, της αγάπης, του γάμου, νανουρίσματα, κάλαντα, ηρωικά, ρίμες, παραλογές – αλλά και πάσης φύσεως έθιμα, δοξασίες και εκδηλώσεις του φυσικού, πνευματικού και κοινωνικού λαϊκού βίου.
Η πολύτιμη κληρονομιά που άφησε στον λαό της Κρήτης, αλλά και ευρύτερα στους Έλληνες, ο Παύλος Βλαστός τον κατατάσσει στη χορεία των μεγάλων συλλογέων παραδοσιακών τραγουδιών του 19ου και 20ου αιώνα, μαζί με τον Σιγάλα, τον Παχτίκο και τον Ψάχο. Η αναβίωση των μουσικών του καταγραφών από τον Δημήτρη Σγουρό μας… πήγε ένα βήμα πίσω (!), αφού επεξέτεινε τη γνώση μας για την κρητική μουσική κατά μισό αιώνα νωρίτερα, από τις αρχές του 20ου αιώνα, στα μέσα του 19ου.
Κοινό στοιχείο και των δύο, η πηγαία αγάπη τους για την Κρήτη και τον λαϊκό της πολιτισμό, η αφομοίωση των δεδομένων της Κρητικής παράδοσης και η μετουσίωση τους σε δημιουργική έκφραση. Αυτόν τον μυσταγωγικό βιωματικό μετασχηματισμό περιγράφει και ο Νίκος Καζαντζάκης στην Αναφορά στον Γκρέκο: «Διάβαζα συναξάρια, άκουγα παραμύθια, έπαιρνε τ’ αφτί μου κουβέντες κι όλα μεταμορφώνουνταν και παραμορφώνουνταν μέσα μου… αργότερα πολύ, όταν άρχισα να γράφω τραγούδια και μυθιστορήματα, κατάλαβα πως η μυστική αυτή κατεργασία λέγεται δημιουργία…».
Αυτό που δεν εξηγείται είναι η αδιαφορία των πνευματικών ταγών να αφήσουν το μνημειώδες αυτό έργο σε χειρόγραφα που φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο.
Κι αν έλειπε η άοκνη εποπτεία της πρώην προϊσταμένης του Ιστορικού Αρχείου κυρίας Ζαχαρένιας Σημαντηράκη αρκετό από το υλικό αυτό θα είχε καταληστευθεί.
Απόσπασμα από την εισήγηση Λεωνίδα Καούνη
Όταν έχουν πάρει το δρόμο για το τυπογραφείο αντιγραφές εξ αντιγραφών, είναι εντελώς απαράδεκτο και αφορμή για αιώνια τύψη να μην έχει εκδοθεί έστω και μέρος του αρχείου αυτού.
Ενός αρχείου που από θαύμα σώθηκε όπως είχαμε αναφέρει με βάση τις αφηγήσεις του αείμνηστου Λεωνίδα Καούνη ανιψιού του Παύλου Βλαστού. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από εισήγηση του αξέχαστου συμπολίτη λογίου σε συνέδριο που είχε γίνει για τον Παύλο Βλαστό.
«Ο Βλαστός πεθαίνοντας χωρίς παιδιά άφησε το βάρος ενός τόσο πολύτιμο πνευματικού έργου στους δύο πρωτανηψιούς του και μοναδικούς κληρονόμους. Τον πατέρα μου Εμμανουήλ Καούνη και Γεώργιο Βλαστό.
Ο πατέρας μου με υπέρμετρο ζήλο ανέλαβε και διαφύλαξε τη συλλογή δεδομένου ότι ο Βλαστός ήτο απασχολημένος με εμπορικές επιχειρήσεις. Πολλές και ποικίλες οι ενέργειες για την έκδοση του αρχείου τούτου προς κρατικούς φορείς. Το έργο προσεφέρετο δωρεάν υπό τον όρο της αυτοτελούς εκδόσεως και επ’ ουδενί της μερικής σταχυολόγησης. Αξιόλογη η συνεργασία του με τον τότε Πρόεδρο της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών και αργότερα πρωθυπουργό της Ελλάδος αείμνηστο Εμμανουήλ Τσουδερό. Αν δεν μεσολαβούσε ο πόλεμος το έργο ασφαλώς θα είχε εκδοθεί. Ομοίως πολύτιμος υπήρξε η συμπαράσταση και οι ενέργειες μεταγενέστερα των αείμνηστων Παντελή Πρεβελάκη και Νίκου Καζαντζάκη στα αρμόδια υπουργεία και σε διαφόρους εκδοτικούς οίκους, ενέργειες που δυστυχώς έμειναν άκαρπες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πολύτιμο μοναδικό βιβλίο που πρόλαβε να εκδώσει εν ζωή ο Παύλος Βλαστός (ο Γάμος εν Κρήτη) βρέθηκε σε εκατοντάδες αντίτυπα μέσα σε μια κασέλα. Μετά τον θάνατό του εβιβλοδετήθη και απεστάλη σε όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου.
Μοιραία μεταφορά
Λόγω της παραμονής μας στο χωριό κατά τη διάρκεια του πολέμου και τον φόβο βομβαρδισμού της πόλης ο πατέρας μου θέλησε να μεταφέρει και τη λαογραφική συλλογή δεματοποιώντας την σε ξύλινα κιβώτια.
Τον Μάιο του 1941 μεταφέρει τη συλλογή στο Αμαριώτικο πρακτορείο μαζί με διάφορα είδη οικοσυσκευής. Όταν άρχισε η φόρτωση στο αυτοκίνητο εσήμανε συναγερμός κι έπεσε μια βόμβα στο διώροφο κτίσμα του πρακτορείου. Η βόμβα άνοιξε μια τεράστια γούβα καταστρέφοντας όλα τα πράγματα και τις αποσκευές των επιβατών. Η απόγνωση του πατέρα μου υπήρξε απερίγραπτη. Τρεις μήνες δεν έπαυσε να τρέχει το κλάμα στα μάτια του.
Κατά τον Αύγουστο μπήκε στο Ρέθυμνο και βρήκε έξι εργάτες, οι οποίοι επί δύο ημέρες έσκαβαν τα ερείπια και μετακινούσαν τα μπάζα χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό επαναλήφθηκε άλλες δυο φορές ακόμα, χωρίς να βρεθεί τίποτα.
Βρέθηκε κατά τρόπο θαυμαστό
Τον Σεπτέμβριο επανέρχεται πλάι με τους ίδιους εργάτες αλλά τους είπε να απομακρύνουν μπάζα και πελέκια από τα πλάγια προς τα τειχίσματα του δαπέδου.
Κατά τρόπο θαυματουργικό τα ξύλινα κιβώτια με το αρχείο είχαν εκτιναχθεί στα πλάγια της οικοδομής και βρέθηκαν ανέπαφα.
Το ίδιο βράδυ ο πατέρας μου ενοικίασε ένα γαϊδουράκι, γιατί η συγκοινωνία είχε διακοπεί, φόρτωσε τα κασόνια και ήρθε στο χωριό πεζός, σε ηλικία 72 ετών, διανύοντας 41 χιλιόμετρα.
– Δεν κουράστηκα Λεωνίδα μου είπε. Ξέθαψα τον πνευματικό πολύτιμο μόχθο του θείου μου. Δεν πήγε χαμένη η προσπάθειά μου. Δόξα τω Θεώ.
Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, Ιούνιος του 1944, με τη λήξη του πολέμου επανήλθα οριστικά στο Ρέθυμνο και έφερα μαζί μου τη συλλογή.
Επακολούθησε η στράτευσή μου και μη έχοντας οικογένεια παρέδωσα προς φύλαξη τη συλλογή στον θείο Γεώργιο Βλαστό. Ο Γεώργιος Βλαστός κατά τη διάρκεια της στράτευσής μου προσβάλλεται από την επάρατο ασθένεια και επιδιώκει τη διασφάλιση της συλλογής».
Αυτός είναι ο Παύλος Βλαστός που του οφείλει ο λαϊκός μας πολιτισμός αλλά ποτέ δεν έλαβε τα εύσημα που του άξιζαν.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.
Πηγές:
Βικιπαίδεια
Αταλάντης Μιχελογιαννάκη – Καραβελάκη: (πεπραγμένα ιβ΄ διεθνούς κρητολογικού συνεδρίου)
Μαρτυρίες Λεωνίδα Καούνη
Εύας Λαδιά: «Πως σώθηκε το αρχείο του Παύλου Βλαστού» («Ρεθεμνιώτικα Νέα» 20-10-2014)