ΜΕΡΟΣ Α
Οι πρώτοι κρυπτοχριστιανοί
Η πρώτη μνεία περί κρυπτοχριστιανών τοποθετείται στο έτος 1338, όταν, μετά την άλωση της Νίκαιας της Βιθυνίας από τον σουλτάνο Ορχάν, χριστιανοί της περιοχής ζήτησαν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη να τους υποδείξει τι στάση να κρατήσουν στο εξής αναφορικά με το θρήσκευμά τους.
Αντίστοιχο φαινόμενο εκδηλώθηκε και στην Κρήτη όταν, αμέσως μετά την κατάκτηση του νησιού, χριστιανοί ζήτησαν τη γνώμη του Οικουμενικού Πατριάρχη αναφορικά με το αν μπορεί να τους επιτραπεί να μεταστραφούν επιφανειακά, να βαπτισθούν δηλαδή μουσουλμάνοι αλλά κρυφά να παραμείνουν χριστιανοί. Ο Πατριάρχης, φοβούμενος ότι έτσι όλοι θα ασπάζονταν το Ισλάμ, απάντησε με το απόσπασμα του Ευαγγελίου: «Όστις δε με αρνηθή ενώπιον των ανθρώπων, και ο υιός του ανθρώπου θέλει αρνηθή αυτόν ενώπιον των αγγέλων του Θεού».(Λ.12:9).
Στη συνέχεια, οι Κρητικοί ζήτησαν τη γνώμη του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκτάριου Πελοπίδα, που ήταν Κρητικός, ο οποίος και συναίνεσε στην επιφανειακή θρησκευτική μεταστροφή.
Κρυπτοχριστιανοί, έτσι, υπήρξαν πολλοί στην Κρήτη, αποκαλούμενοι και «λινοβάμβακοι», οι ισχυρότεροι των οποίων είχαν ιδιωτικά παρεκκλήσια στα σπίτια τους. Όταν μάλιστα κάποιος πέθαινε, καλούνταν ορθόδοξος ιερέας να ψάλει πριν ο νεκρός αποτεθεί σε μουσουλμανικό κοιμητήριο.
Γνωστή και ισχυρή οικογένεια Κρητικών κρυπτοχριστιανών ήταν οι Κουρμούληδες της Μεσσαράς, οι οποίοι το 1821 αποκήρυξαν τον ισλαμισμό και ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης. Ένας από αυτούς, ο Μιχαήλ (Χουσεϊν), αναφέρεται μεταξύ των μυημένων στη Φιλική Εταιρεία.
Μαζικές «αποκαλύψεις» κρυπτοχριστιανών στο νησί σημειώθηκαν γύρω στο 1857, όταν ακόμη και χωριά ολόκληρα, όπως η Επισκοπή Πεδιάδος, «εξεδήλωσαν την εις το Ευαγγέλιον πίστιν αυτών ενώπιον του τότε γενικού διοικητή Βελή πασά».
Ο εξισλαμισμός στον Μυλοπόταμο
Η μουσουλμανική παρουσία στον Μυλοπόταμο ανάγεται στα πρώτα χρόνια μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Οθωμανούς. Όπως και σε όλο το νησί, συνδέεται πρωτίστως με τον εξισλαμισμό χριστιανών και σε μικρό βαθμό με την άφιξη της στρατιωτικής ελίτ και μεταναστών.
Ειδικά στην ύπαιθρο, μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού εξισλαμίστηκε για λόγους που συνδέονται με την ευμενέστερη οικονομική και κοινωνική μεταχείριση που επιφύλασσε η οθωμανική διοίκηση στους μουσουλμάνους υπηκόους.
Αν και ακριβή στοιχεία για την έκταση του εξισλαμισμού κατά τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας δεν έχουν εντοπιστεί, πυκνές είναι οι αναφορές των πηγών σε μουσουλμάνους σε χωριά του Μυλοποτάμου (Καμαριώτης, Κεφάλι, Χώνος, Επισκοπή, Μουρτζανά, Αίμονας, Αγρίδια, Ασυρώτοι (Κρυονέρι), Αγιά, Κράνα, Κάλυβος, Βενί, Γαράζο, Μάραθος), τα οποία όμως στα τέλη του 19ου αιώνα απαντώνται να κατοικούνται αποκλειστικά πλέον από χριστιανούς.
Κάποιοι από τους κατοίκους των χωριών που εξισλαμίστηκαν, παρουσιάζονται στις πηγές ως σπαχήδες (τιμαριούχοι), ενώ εγκατεστημένοι στην περιοχή μουσουλμάνοι στρατιωτικοί εμφανίζονται ελάχιστοι.
Στην απογραφή του Pashley (1834), δίνεται ένας συνολικός αριθμός 920 χριστιανικών και 310 μουσουλμανικών οικογενειών, αναλογία 3 προς 1 δηλαδή κατά την εποχή αυτή.
Συρρίκνωση του μουσουλμανικού πληθυσμού στον Μυλοπόταμο
Τα αναλυτικά στοιχεία της απογραφής του 1881 δείχνουν ότι στον Μυλοπόταμο το μεγαλύτερο ποσοστό του μουσουλμανικού πληθυσμού βρισκόταν εγκατεστημένο στα χωριά του Κάτω Μυλοποτάμου (Νταλαμπέλλο, Αλφά, Ρουμελή, Σκουλούφια, Έρφοι, Χουμέρι, Πέραμα, Σκεπαστή, Λαγκά, Βιράν Επισκοπή, Αγγελιανά, Μπραχήμο, Πασαλίτες, Καστέλλι (Πάνορμο), Σιριπιδιανά), ενώ σε τέσσερα μόνο χωριά του Πάνω Μυλοποτάμου (Αβδανίτες, Κεραμωτά, Κρασούνα, Δαμαβόλου) σημειώνεται ισχυρή παρουσία μουσουλμανικού πληθυσμού.
Στις πηγές της εποχής, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Μυλοποτάμου καταγράφονται ως γεωργοί, σπανιότερα ως κτηματίες, ενώ κάποιοι υπηρετούν ως δημόσιοι υπάλληλοι. Σε μεγάλα χωριά απαντώνται επίσης παντοπώλες και μικροέμποροι.
Κατά τον 19ο αιώνα, ενώ ο πληθυσμός του Μυλοποτάμου γνώρισε ραγδαία αύξηση, ο μουσουλμανικός μειώθηκε δραστικά αναλογικά προς τον χριστιανικό, ως αποτέλεσμα των συνθηκών που διαμορφώθηκαν μετά την Επανάσταση του 1821 αλλά και τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις που προέβλεπαν ευνοϊκότερους πλέον όρους για τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας.
Έτσι, το 1881 μόλις 251 μουσουλμανικές οικογένειες απογράφονται στον Μυλοπόταμο, έναντι 3.097 χριστιανικών. Η αναλογία, κάτω από 10 προς 1 πλέον, συνδέεται με την προοδευτική «αποκάλυψη» των έως τότε κρυπτοχριστιανών.
Ωστόσο, η περαιτέρω θεαματική συρρίκνωση του μουσουλμανικού πληθυσμού του Μυλοποτάμου κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα μπορεί να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τη σταδιακή επιδείνωση της θέσης του. Είναι, δηλαδή, διαφορετικό φαινόμενο από την αποκάλυψη των κρυπτοχριστιανών κατά την προηγούμενη 50ετία, αφού η απαγόρευση μεταστροφής στον χριστιανισμό είχε ήδη αρθεί από το 1844, και στα χωριά όπου το χριστιανικό στοιχείο ήταν συντριπτική πλειονότητα οι «Κρυπτοχριστιανοί» μουσουλμάνοι δεν είχαν πλέον λόγους να φοβούνται ότι κινδυνεύουν από την αποκάλυψή τους.
Στις τελευταίες αυτές δεκαετίες του 19ου αιώνα, υπήρξαν ακόμα και μουσουλμάνοι που βαπτίσθηκαν χριστιανοί προκειμένου να κληροδοτήσουν χριστιανούς συγγενείς τους. Στο χωριό Αβδανίτες για παράδειγμα, ο κτηματίας Μαχμούτ αγάς Μαχμουτάκης, ο οποίος από το 1884 έως το 1894 εμφανίζεται στα συμβόλαια ως μουσουλμάνος, λίγο πριν πεθάνει, το 1896, καταγράφεται ως Αντώνιος και μεταβιβάζει κτήματά του στην Ελένη Κυρίμογλου, χήρα του Ιβραήμ Μαχμουτάκη.
Βέβαιο είναι ότι, σε μια περίοδο όπου πλέον οι εντάσεις σε βάρος των μουσουλμάνων αυξάνονταν, η ανασφάλεια και η ανάγκη διάσωσης της ακίνητης περιουσίας τους συνιστούσαν κύριους λόγους μεταστροφής πολλών από αυτούς στον χριστιανισμό.
Τα κοινωνικά και οικονομικά αίτια τέτοιων μεταστροφών θα γίνουν ακόμη πιο εμφανή στις δεκαετίες μέχρι την τελική αποχώρηση των μουσουλμάνων από το νησί το 1924, όταν, πολλοί, για να μπορέσουν να παραμείνουν, θα επιλέξουν να βαπτιστούν χριστιανοί.
Στο πλαίσιο που περιγράφηκε παραπάνω, αρκετές είναι οι περιπτώσεις μουσουλμάνων του Μυλοποτάμου που βαπτίστηκαν χριστιανοί κατά τη δεκαετία του 1880.
Στην εφημερίδα «Νέος Ραδάμανθυς» δημοσιεύονται εκχριστιανισμοί στον Άγιο Ιωάννη και στην Επισκοπή. Στον Άγιο Ιωάννη, στην απογραφή του 1881 εμφανίζονται μόνο δύο μουσουλμανικές οικογένειες έναντι 38 χριστιανικών (15 μουσουλμάνοι και 167 χριστιανοί).
Πρώτα εκχριστιανίστηκε η οικογένεια του Αλή Βερβεράκη με τη σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά του, και δυο χρόνια αργότερα, το 1884, ακολούθησε η οικογένεια του Μουσταφά μπέη Χασάν Αγαδάκη.
Ο Μουσταφάς μπέης, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Νέος Ραδάμανθυς» (21/4/1884), παρουσιάστηκε στην εκκλησία του χωριού την ημέρα του Πάσχα και, αφού δήλωσε πως ήταν κρυπτοχριστιανός, εξετέλεσε τα χριστιανικά του καθήκοντα με τους συγχωριανούς του.
Όπως και στις περιπτώσεις εξισλαμισμού παλαιότερα, έτσι και στην περίπτωση των εκχριστιανισμού τώρα, εκείνοι που μεταστρέφονται θρησκευτικά προσαρμοζόμενοι στις νέες συνθήκες είναι συνήθως μέλη ευκατάστατων στρωμάτων της υπαίθρου και άτομα που θα μπορούσαν να ωφεληθούν από τη μεταστροφή, είτε αναπτύσσοντας δίκτυα συναλλαγών, εμπορικών ή οικογενειακών, είτε διατηρώντας κάποια κεκτημένα που, διαφορετικά, ίσως απειλούνταν.
Αντίθετα, μέλη των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων άλλαζαν θρήσκευμα δυσκολότερα, διότι στην περίπτωσή τους, πολύ λιγότερα πράγματα διακυβεύονταν.
Σχεδόν ανύπαρκτες είναι οι μεταστροφές στα αστικά κέντρα, όπου ούτε η αστική μουσουλμανική τάξη ούτε οι κατώτερες μουσουλμανικές κοινωνικές ομάδες, αισθάνονταν τον ίδιο κίνδυνο με τους μουσουλμάνους της υπαίθρου.
Στην περίπτωση του Μουσταφά μπέη, οι πηγές επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση. Το 1883 ο Μουσταφάς αναφέρεται ως κτηματίας, εκτάσεις του οποίου εκποιήθηκαν καταναγκαστικά από χριστιανό έμπορο του Ρεθύμνου έναντι 10.500 γροσίων. Τα κτήματα περιήλθαν σε άλλον χριστιανό, έμπορο, αδελφός του εκποιητή. Ένα χρόνο αργότερα, ο Μουσταφά εμφανίζεται ως Ιωάννης Χατζή Χασάνογλου, να δανείζεται από χριστιανό γιατρό του Ρεθύμνου.
Ανάλογη περίπτωση αποτελεί η εκχριστιανισμένη το 1882 οικογένεια Μουσταφά Βαρβαρεζάκη και των αδελφών του στην Επισκοπή.
Οι Κυρίμηδες
Περίπτωση (επαν)εκχριστιανισμού μουσουλμανικής οικογένειας στην Επισκοπή Μυλοποτάμου, είναι εκείνη των αδελφών Ιωάννη και Γρηγόρη Κυρίμογλου (πρώην Χαλήλ και Αλή) το 1884, οι οποίοι σε συμβολαιογραφική πράξη αναφέρονται ως κτηματίες που διαχειρίζονται και παραδίδουν σε συγγενείς τους κτήματα αξίας 60.000 γροσίων. Σε άλλη πράξη, η Λαμπρινή Κυρίμογλου (πρώην Βαρβαρεζοπούλα), πιθανώς χήρα του αδερφού των προηγούμενων, Μουσταφά Βαρβαρεζάκη, διορίζει επίτροπό της τον Ιωάννη Κυρίμογλου.
Η οικογένεια Κυρίμογλου συμπεριλαμβάνεται από την τοπική ιστοριογραφία στις διάσημες «κρυπτοχριστιανικές» οικογένειες, η οποία όμως, «δεν είχε τη δύναμη να φανερωθεί» και γι’ αυτό εκχριστιανίστηκε πολύ αργά.
«[…] οι Κερίμηδες ήσαν και αυτοί Τουρκορρωμιοί, αλλά προφυλακτικώτεροι, ψυχρότεροι από τους Κουρμούληδες και όχι εκδηλωτικοί όπως εκείνοι, διά τούτο και δεν ανεκαλύφθησαν κατά την Επανάστασιν, άν και δέν παραμελούσαν και προ αυτής και κατά την διάρκειά της να περιορίζουν όσο ημπορούσαν τους πρόστυχους εσπέχηδες και καπανταήδες της επαρχίας των», σημειώνει ο Βασίλης Ψιλάκης στην Ιστορία της Κρήτης, (τ. Γ’ σελ. 321).
Μια επιστολή που Σφακιανοί καπεταναίοι στέλνουν στις 4 Ιουλίου 1822 στον Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλιεφ (τον διορισμένο από τον Υψηλάντη ως Έπαρχο Κρήτης) μαρτυρεί καθαρά ότι οι κρυπτοχριστιανοί Κυρίμογλου λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες των επαναστατημένων χριστιανών συμπατριωτών τους.
«Εκλαμπρότατε Αυθέντη
Επειδή και η πατρίς μας την σήμερον, ως το βλέπομεν οφθαλμοφανώς, εκατήντησεν εις μεγάλην αδυναμίαν, διά τούτο άπαντες ευρίσκομεν εύλογον, αν και η εκλαμπρότης της κλίνη εις τον όμοιον σκοπόν μας, να τρέξωμεν όσον τάχιστα, εις μίαν άλλην εξωτερικήν δύναμιν, […] προ καιρού είχομεν ιδεασθή ότι έμελλον να έλθωσιν εδώ εκατόν δέκα εχθρικά πλοία, εκ των οποίων έλειπον τα τριάντα, τι άλλον παρά ήλθον εις το Μεγάλον Κάστρον και από εκεί πάλιν επέστρεψαν εις τα ίδια διά να φέρωσι και άλλο στράτευμα εις την Κρήτην.
Τούτο μας πληροφορούσιν οι Κυρίμηδες, οίτινες έλαβον ακριβήν πείραν των πραγμάτων, αυτόπται όντες εις τας ομιλίας των Τουρκών, κατά την συνήθειάν των».
Αλλά και ο Γεώργιος Βασ. Σκουλάς (Μποκιόρνος – γενν. 1818), αναφέρει στα «Απομνημονεύματά» του:
«Εν μέσω της επαρχίας Μυλοποτάμου και επί της κορυφής του υψηλότερου λόφου, κείται το χωρίο Επισκοπή, επισύρων μακρόθεν το βλέμμα του διαβάτου δια την εν αυτώ μεγαλοπρεπή και οχυρά Ενετική έπαυλη.
Ο κύριος της επαύλεως ταύτης ευπατρίδης Έλλην, διαθέτων άπειρα πλούτη ονομάζεται ήδη Κιρίμ Αγάς, προ πολλού εξωμόσας».