ΜΕΡΟΣ Β΄
Στο Α΄ μέρος της εργασίας αυτής, είδαμε ότι τα μέλη της οικογένειας Κυρίμογλου, από την Επισκοπή Μυλοποτάμου, ήταν κρυπτοχριστιανοί. Λέγεται μάλιστα ότι στο υπόγειο του πύργου τους τελούνταν κρυφά ορθόδοξες λειτουργίες και ότι ένα καντήλι έμενε πάντα αναμμένο δίπλα στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου.
Είδαμε ακόμη ότι οι Κυρίμογλου δεν συγκαταλέγονται στις περιπτώσεις κρυπτοχριστιανών που προσχώρησαν στις τάξεις των επαναστατών το 1821, όπως συνέβη με άλλες οικογένειες κρυπτοχριστιανών της Κρήτης (π.χ. οι Κουρμούληδες στη Μεσσαρά), και ότι μόλις το 1857, μετά την εφαρμογή του νέου Αυτοκρατορικού Διατάγματος, ένας κλάδος της οικογένειάς τους «αποκαλύφθηκε».
Η μαρτυρία της τοπικής ιστοριογραφίας γι’ αυτούς ωστόσο είναι απόλυτα θετική, μια και, όπως έχουμε ήδη προαναφέρει, κατά την Επανάσταση του 1821 λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες των επαναστατημένων συμπατριωτών τους.
Ο Γεώργιος Βασ. Σκουλάς (Μποκιόρνος), αναφέρει χαρακτηριστικά στα Απομνημονεύματά του:
«Οι Κυριμαίοι έτυχον της προσηκούσης περιποιήσεως ως αγαπώμενοι υπό των Ελλήνων διά τον καλόν και ευγενή αυτών χαρακτήρα, άλλως τε και αυτοί ήσαν Χριστιανοί, ασπασθέντες τον Ισλαμισμόν διά να διατηρήσωσιν τας μεγάλας αυτών περιουσίας».
Οι Κυρίμηδες και η μάχη του Μυλοποτάμου
Ο φόνος του Αντώνη Μελιδόνη από τον Σφακιανό Ρούσο Βουρδουμπά στο Αμάρι στα τέλη Φεβρουαρίου 1822 είχε παραλύσει προσωρινά την επαναστατική κίνηση. Το παράπονο των Μυλοποταμιτών, πως πια τους σκότωναν όχι μόνον οι Τούρκοι αλλά και οι Σφακιανοί, υποχώρησε γρήγορα όμως, και οι καπετάνιοι με τα παλληκάρια τους έτρεχαν όπου τους καλούσε η ανάγκη.
Με την αρχηγία του διορισμένου από τον Αφεντούλιεφ Σφακιανού Χούρδου, οι αδελφοί του Μελιδόνη, ο Κυριάκος Σγουρός, ο Μ. Μελίτακας, ο Αντ. Καλλέργης, ο Β. Σμπώκος, ο Στ. Νιώτης, οι Σκουλάδες, ο Ξετρύπης, ο Β. Αγιομαμίτης, ο Σταυρούλης και ο Ιωάννης Χαμαλάκης με τους Καστρινούς Π. Ζερβουδάκη και Ι. Παλμέτη και με τον Μαυροθαλασσίτη, ξεπάστρεψαν πολύ γρήγορα τον Μυλοπόταμο, γιατί οι Τούρκοι έφευγαν στο πλησίασμά τους, προς το Ηράκλειο, χωρίς να τολμούν καμιά σύγκρουση.
Ήταν αρχές καλοκαιριού του 1822 όταν, όπως αναφέρει ο Ι. Μουρέλος, «Ο Αχμέτ Κερίμογλου θάρρεψε για μια στιγμή, πιεσμένος κι από την ανάγκη, πως θα μπορούσε να βγή στα κτήματά του στην Επισκοπή Μυλοποτάμου, που βρισκότανε κι ο πύργος του, και να μαζέψη ό,τι μπορούσε από τα σπαρτά του, που έφτανε πια η ώρα τους, ως και τ’ άλλα του γεννήματα.
Πήρε μαζί του 347 από τους πιό διαλεκτούς Τούρκους του Μυλοποτάμου και τράβηξε κατά τον πύργο του. Πραγματικώς κατώρθωσε να περάση απείρακτος ως την Επισκοπή. Βιαστικά κι αθόρυβα πέρασε νυκτοπορώντας το Μυλοπόταμο.
Μερικοί όμως από τους ορτάκηδές του, αν και ο Κερίμογλου τους είχε απαγορέψει αυστηρά κάθε απερίσκεπτο εξερεθισμό των χριστιανών, παραστράτησαν σαν περνούσαν από το Χώνος, και σκότωσαν δέκα χριστιανούς, έκοψαν τα κεφάλια τους και τάφεραν στον πύργο της Επισκοπής.
Ταράχτηκε ο Αχμέτ Κερίμης στην άστοχη αυτή ενέργεια των παλληκαριών του και κατάλαβε τι τον περίμενε.
– Δεν ήρθαμε μεις να σκοτώνωμε, μα να ξανοίξωμε ίντα θα ποκάμωμε τα πράμματά μας. Με το καλό ό,τι μπορούμε, όντε δε θα μασε πειράξουνε. Α να δούμε εδά ίντα θα γενή!».
Ο Μαυροθαλασσίτης και ο Μανδρακός έμαθαν από το Ρουσοσπίτι για το γεγονός στο Χώνος, ειδοποίησαν και άλλους κοντινούς καπεταναίους κι έσπευσαν όλοι προς τον πύργο του Κυρίμη.
Τα ξημερώματα, οι Τούρκοι βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τον στρατό του Παπαδομανώλη και των άλλων οπλαρχηγών των Ανωγείων. Περίπου 2.000 Κρήτες μαχητές είχαν περικυκλώσει τον πύργο των Κερίμηδων.
Οι Τούρκοι δεν είχαν προλάβει να εφοδιαστούν με νερό και τρόφιμα. Όπως σημείωσε ο Γεώργιος Σκουλάς στα Απομνημονεύματά του: «…Το δε χείριστον ήτο ότι κατέλαβαν οι Έλληνες την πηγήν εξ ής ελάμβανεν η έπαυλις το ύδωρ μόλις 100 βήματα απέχουσα, ώστε έμενον εντελώς στερημένοι τροφής και ύδατος».
Μετά από πέντε μέρες, οι μουσουλμάνοι συνθηκολόγησαν και ζήτησαν να παραδώσουν τα όπλα τους και να τους επιτραπεί να γυρίσουν στα χωριά τους. Οι επαναστάτες αρχικά δεν το δέχτηκαν γιατί «Ήθελαν το ξεκαθάρισμα της επαρχίας των». Αν και τελικά συμφωνήθηκε να τους αφήσουν να επιστρέψουν στο Ρέθυμνο, ένα επεισόδιο που λέγεται ότι προκάλεσαν οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι κατά την παράδοσή τους, οδήγησε στην εξόντωσή τους. Οι επαναστάτες σκότωσαν τους περισσότερους και κατεδάφισαν μέρος του πύργου. Ανάμεσα στα θύματα βρισκόταν και ο μεγαλύτερος αδελφός των Κερίμηδων, ο Μουλάς. Οι άλλοι τρεις, με επτά ακόμη Τούρκους, σώθηκαν, καθώς ο οπλαρχηγός Παλμέτης ήξερε πως ήταν κρυπτοχριστιανοί και τους φυγάδευσε στο Ηράκλειο.
Eν τω μεταξύ, ο ισχυρός Λαδάογλου έσπευδε προς βοήθεια των πολιορκηθέντων με 300 Τούρκους από το Ηράκλειο. «Απαντηθείς όμως κατά την θέσιν Σκλαβόκαμπον υπό Ελλήνων, των πλείστων Ανωγειανών, κατεπολεμήθη εκεί, και διεσκορπίσθη κακώς. Εφόνευσαν δε τότε οι Έλληνες πολλούς Τούρκους, γενόμενοι κύριοι των όπλων τους». (Κριτοβουλίδης 1859).
Μαρτυρία για τα παραπάνω γεγονότα παρέχει επιστολή με τις υπογραφές των οπλαρχηγών Θεόδωρου Χουρδάκη, Χατζη-Γιωργάκη και λοιπών καπεταναίων. (δημοσιευμένη στο: Μνημεία Κρητικών Επαναστάσεων, Επανάστασις 1821-1830, τομ. Α’, Ιστορική Λαογραφική και Αρχαιολογική Εταιρεία Κρήτης, Αθήναι 1977, σ. 84).
Από χωρίον Μαργαρίτες, Αδελφοί Καντζιλλιερίας των Σφακίων, προσκυνούμεν σας. 1822, Ιουνίου 6
Σας δίνομεν την χαροποιόν είδησιν ότι οι Τούρκοι οι Μυλοποταμίτες οπού είχαμεν κλεισμένους εις την Πισκοπήν εις του Κυριμογλού το κονάκι, από την πολλήν πείναν και δίψαν τως με το να τους επολεμούσαμεν πέντε ημερονύκτια, μας επαραδόθησαν, τους εξαρματώσαμεν πρώτον και επήραμεν τουφέκια 200, πιστόλες 250, μαχαίρια 200, εχώσανε όμως και πολλά, έπειτα τους εθανατώσαμεν έως 300. Εβαριστήκασί μας και εμάς έως δέκα παλληκάρια, μα με τη δύναμη του τιμίου σταυρού δε φοβάται κανένα. Αποθάνασί μας και τέσσερεις. Σφακιανός κανένας δεν απόθανεν. Σφακιανοί είναι βαρισμένοι ο Γιώργης Μαυρατζάκης και Μανούσος Γριλάκης, Λουλούδης Ρετζετάκης. Εστείλαμε και μερικούς ανθρώπους και επήγανε εις το γιαλό και επχιάσανε δύο καίκια και τα κάψανε και σκοτώσανε και 6 νομάτους, οπού τους είχανε μέσα, και μη μας παραπονάστε πως δεν εστείλαμε πακήρι εις την Καντζιλλερίαν, επειδή από εκείνους οπού επατήσανε το Μυλοπόταμο δεν είναι εδώ κανένας. Ετούτην την ώραν μας ήλθεν γράμμα πως έρχονται από το Κάστρο 300 Τούρκοι διά μεντάτι (=ενίσχυση, βοήθεια) των Μυλοποταμιτών μή ηξέροντας πως ετελείωσαν, λοιπόν ευθύς θα πάμε να τους καρσιλατήσωμεν (=αντιμετωπίσουμε) και ελπίζομεν εις τον πανάγαθον Θεόν να μην πατήσουνε εις το Μυλοπόταμο. Όμως ευθύς, διά όνομα Θεού, το γληγορύτερον να μας στείλετε τα γιατρικά οπού σας γράφομεν, επειδή είναι γιατρός, όμως δεν έχει γιατρικά. Τριμιντίνα οκά 1, αλόη δράμια 50, ζαφορά δράμια 50. Αυτά να μας προφθάσητε το γληγορύτερον διά τους αρρώστους μας. Ταύτα και καλή αντάμωσι να δώση ο Θεός.
Και εις τον γέρο-Πώλο χαιρετίσματα και ο γιός του εβαρίστηκεν λιγάκι, όμως είναι ξώφατσα και μην έχει φεσφεσέ (=αγωνία).
Η «προκλητικότητα» των αιχμαλώτων
Θα ήταν παράλειψη να μη γίνει εδώ ένας σύντομος σχολιασμός του ισχυρισμού περί «προκλητικότητας» των αιχμαλώτων, στην περίπτωσή μας των πολιρκούμενων στον πύργο του Κυρίμη μουσουλμάνων, οι οποίοι «… μας επαραδόθησαν, τους εξαρματώσαμεν (…) εχώσανε όμως και πολλά, έπειτα τους εθανατώσαμεν έως 300», όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι καπεταναίοι στην επιστολή τους.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται περί ενός «μοτίβου» σε πολλές αφηγήσεις του 19ου αιώνα που αναφέρονται σε ανάλογα επεισόδια, μοτίβο που χρησιμοποιείται για να συγκαλύψει μια σοβαρή παρασπονδία: την εκκαθάριση αιχμαλώτων.
Η πρόκληση ενός υποτιθέμενου επεισοδίου κατά την παράδοση όμως, μεταθέτει την ευθύνη της εκκαθάρισης στα ίδια τα θύματα και λειτουργεί ως άλλοθι για τους θύτες.
mailto:costas_rallis59@yahoo.gr
Πηγές – Βιβλιογραφία
– Μ.Γ. Πεπονάκη, Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη(1645-1899), Θεσσαλονίκη 1994.
– Βασ. Ψιλάκη, Ιστορία της Κρήτης, εν Χανίοις 1909.
– Ι.Δ. Μουρέλου, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1931, 1950.
– Στεφ. Πούλιου, To κίνημα του 1889 στην Κρήτη και η εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους μουσουλμάνους, Ρέθυμνο 2007.
– Μιχ. Τρούλη, Το ιστορικό του Πύργου των Κυρίμηδων.
– Μνημεία Κρητικών Επαναστάσεων, Επανάστασις 1821-1830, τομ. Α’, Ιστορική Λαογραφική και Αρχαιολογική Εταιρεία Κρήτης, Αθήναι 1977.
– Γεωργίου Βασ. Σκουλά, (Μποκιόρνου), Απομνημονεύματα.
– Κριτοβουλίδου Καλ., Απομνημονεύματα του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών 1792-1868.
– Εφημ «Πατρίς» 1882.
– Εφημ. «Νέος Ραδάμανθυς» 1884.