Περίπου 80.000 με 100.000 άνθρωποι ζουν με ρευματικά νοσήματα στην Ελλάδα, ένα νούμερο που αντιπροσωπεύει το 1% του γενικού πληθυσμού. Παρά την πρόοδο στις θεραπείες, που επιτρέπουν σε αρκετούς ανθρώπους να πετύχουν ύφεση της νόσου, ο αριθμός των ρευματοπαθών παραμένει μεγάλος, κάτι το οποίο χαρακτηρίζεται από τους επιστήμονες ως ένα «κοινωνικό πρόβλημα», καθώς υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής των νοσούντων και επηρεάζει την καθημερινότητα τόσο των ίδιων, όσο και του περίγυρού τους.
Στο πλαίσιο των δράσεων ενημέρωσης για τα ρευματικά νοσήματα από την Πανελλήνια Ομοσπονδία ΡευΜΑζην, καθώς και με αφορμή την παγκόσμια ημέρα Αρθρίτιδας (12 Οκτωβρίου), ο Σύλλογος Ρευματοπαθών Κρήτης διοργάνωσε εσπερίδα με τίτλο «Η ύφεση στα ρευματικά νοσήματα, το Σάββατο 9 Νοέμβρη, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Olympic Palladium Hotel στο Ρέθυμνο.
Η ανάδειξη της αξίας της ύφεσης για τους ασθενείς, η δυνατότητα επίτευξης της ύφεσης με τη σύγχρονη θεραπευτική αντιμετώπιση, καθώς και ο σημαντικός ρόλος των ασθενών σε αυτήν τη διαδικασία αποτέλεσε τον στόχο της συγκεκριμένης ενημερωτικής εσπερίδας.
Κατά τη διάρκεια της εσπερίδας επισημάνθηκαν σημαντικές εξελίξεις που έχουν επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια στα ρευματικά νοσήματα, κάτι το οποίο επιτρέπει στην επιστημονική κοινότητα να κάνει λόγο για «ύφεση».
«Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για ύφεση στα ρευματικά νοσήματα. Υπάρχουν πολλές νέες θεραπείες που έχουν αποτέλεσμα. Πριν από δέκα χρόνια δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε ότι αυτά τα νοσήματα θα μπορούσαμε με κάποιον τρόπο να τα τιθασεύσουμε. Βέβαια, δεν είναι όλοι οι ασθενείς που καταφέρνουν να μπουν σε ύφεση. Υπάρχουν νοσήματα που είναι πολύ ανθεκτικά σε θεραπείες, έτσι αυτό που θέλουμε εμείς σαν ρευματοπαθείς, αλλά και η επιστημονική κοινότητα, να συνεχίζεται η έρευνα, να έρχονται καινούργια φάρμακα, ώστε οι άνθρωποι που δεν έχουν καταφέρει να μπουν σε ύφεση ή να ελεγχθούν τα νοσήματά τους, να μπορέσουν να ζουν μια φυσιολογική ζωή», ανέφερε χαρακτηριστικά στα «Ρ.Ν.» η πρόεδρος του Συλλόγου Ρευματοπαθών Κρήτης και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας ΡευΜΑζην Κατερινά Κουτσογιάννη, ενώ συμπλήρωσε: «Εάν δεν αντιμετωπιστούν όπως πρέπει ή εάν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα οι ρευματοπάθειες, οδηγούν σε αναπηρίες. Η νόσος αφορά κυρίως γυναίκες. Όταν μια γυναίκα νοσεί πλήττεται όλη η οικογένεια. Δεν μπορεί να μεγαλώσει τα παιδιά της, δεν μπορεί να εργαστεί. Είναι ένα πολύ μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα τα ρευματικά νοσήματα».
Εξαιρετικά σημαντική είναι η συμμετοχή του ασθενή στη διαδικασία θεραπείας του, τόνισε η κ. Κουτσογιάννη, καθώς και η συνεργασία με τον γιατρό είναι καθοριστικής σημασίας για την καλύτερη έκβαση της ασθένειας: «Εκείνο το οποίο θέλουμε να αναδείξουμε και όπως φαίνεται το τελευταίο διάστημα όσο γνωρίζουμε τα νοσήματα σχετικά με τις θεραπείες, φαίνεται ότι και ο ρόλος του ασθενή είναι σημαντικός. Όσο πιο ενεργός είναι, τόσο καλύτερη έκβαση των νοσημάτων έχουμε. Ο ευρωπαϊκός οργανισμός για την αντιμετώπιση ρευματικών νοσημάτων δίνει συγκεκριμένες οδηγίες για το πως θα συμμετέχουν ενεργά οι ασθενείς στη διαχείριση των νοσημάτων τους, πως θα συμμετέχουν στην επιλογή της θεραπείας σε συνεργασία πάντα με τον γιατρό. Επομένως η ενημέρωση του ασθενή για το πως θα ενδυναμωθεί ώστε να μπορεί να συμμετέχει και στην επιλογή της θεραπείας, αλλά και στην καλύτερη διαχείριση του νοσήματος είναι πάρα πολύ σημαντική».
Πόνος, πρήξιμο και δυσκαμψία τα συμπτώματα που οδηγούν στον ρευματολόγο
Άτομα κάθε ηλικίας μπορούν να νοσήσουν από τα ρευματικά νοσήματα, με περιπτώσεις να εμφανίζονται ακόμα και σε παιδιά, ενώ η πρώτη εκδήλωση μπορεί να εκδηλωθεί και σε προχωρημένη ηλικία. Ιδιαίτερα συνηθισμένη είναι η εμφάνιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας στις ηλικίες μεταξύ 50 και 65 ετών, τόνισε η ομιλήτρια στην εσπερίδα η γιατρός – ρευματολόγος στα Χανιά Κατερίνα Πατερομιχελάκη, μιλώντας στα «Ρ.Ν.»: «Τα ρευματικά νοσήματα μπορούν να εμφανιστούν σε οποιαδήποτε ηλικία. Βλέπουμε ακόμα και μικρά παιδιά να εμφανίζουν ρευματικά νοσήματα, πολλές φορές και με βαριά νοσήματα και να καταλήγουν να παίρνουν σημαντικές θεραπείες, συχνά και βιολογικούς παράγοντες. Ρευματικά νοσήματα επίσης μπορούν να εμφανιστούν πρώτη φορά και μετά τα 90 έτη. Η πιο συνηθισμένη ηλικία εμφάνισης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι γύρω στα 50 – 65 ετών».
Τα συμπτώματα που οδηγούν τους ασθενείς στον ρευματολόγο περιλαμβάνουν πόνους στις αρθρώσεις με συνοδό πρήξιμο και δυσκαμψία, ιδιαίτερα τις πρωινές ώρες και μετά από περιόδους ακινησίας, τονίζει η κ. Πατερομιχελάκη, ενώ η διάγνωση σε πρώιμο στάδιο είναι ζωτικής σημασίας.
«Ένας άνθρωπος θα χρειαστεί ρευματολόγο ή τουλάχιστον θα σκεφτεί ότι χρειάζεται να δει έναν ρευματολόγο εάν εμφανίζει πόνο στις αρθρώσεις με πρήξιμο, με πρωινή δυσκαμψία. Είναι αρκετά χαρακτηριστική η πρωινή δυσκαμψία που συχνά διαρκεί και αρκετά, πάνω από ένα τέταρτο, μισή ώρα. Οπότε τα συμπτώματα είναι πόνος, πρήξιμο, δυσκαμψία κυρίως τις πρωινές ώρες, κυρίως μετά από ακινησία».
Οι σύγχρονες θεραπείες, όπως οι βιολογικοί παράγοντες, έχουν αλλάξει δραματικά την πρόγνωση των νοσημάτων αυτών, μειώνοντας τον κίνδυνο μόνιμων παραμορφώσεων και βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των ασθενών: «Ο στόχος όλων μας είναι οι ασθενείς να έχουμε μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Γι’ αυτό δουλεύει η επιστήμη και η έρευνα. Δημιουργούνται καινούργια φάρμακα, νέες θεραπείες και βλέπουμε πραγματική εξέλιξη στα ρευματικά νοσήματα και στα ρευματοειδή, στην ψωρισιακή αρθρίτιδα και στον λύκο. Υπάρχει ταχεία εξέλιξη τα τελευταία χρόνια, ειδικά την τελευταία 25ετία που μπήκαν στο «παιχνίδι» βιολογικοί παράγοντες. Αυτό ήταν που άλλαξε την πορεία των νοσημάτων μας. Οι βιολογικοί παράγοντες είναι μια σύγχρονη θεραπεία των αρθριτιδών που έχει εξαιρετικά αποτελέσματα και έχει αλλάξει την πορεία του νοσήματος. Δηλαδή από εκεί που βλέπαμε συχνά μόνιμες παραμορφώσεις, πλέον είναι εξαιρετικά σπάνιο. Το σημαντικό είναι ότι αυτό που αλλάζει πρακτικά την πορεία του ασθενούς είναι η πρώιμη διάγνωση, να το «πετύχει» νωρίς».
Όσον αφορά στις πρακτικές πρόληψης, η κ. Πατερομιχελάκη τόνισε ότι σχετίζονται με έναν υγιεινό τρόπο ζωής, που περιλαμβάνει μεσογειακή διατροφή, άσκηση, καλή ψυχολογία και μειωμένο στρες.
«Υπάρχει κάποιου είδους πρόληψη η οποία σχετίζεται με τους κλασικούς παράγοντες που γνωρίζουμε και για άλλα θέματα. Χρειάζεται όσο το δυνατόν καλύτερη διατροφή, μεσογειακή διατροφή, πολλά ωμέγα 3 λιπαρά που έχει το ελαιόλαδο, σίγουρα η άσκηση βοηθάει, η καλή ψυχολογία και το μειωμένο στρες. Δεν υπάρχει κάποια αγωγή, κάποια βιταμίνη που θα πάρει κανείς για να μην εκδηλώσει ρευματοπάθεια. Σε γενικές γραμμές περίπου το 1% του γενικού πληθυσμού νοσεί από ρευματοπάθειες. Ο αριθμός υπολογίζεται ότι σύνολο στην Ελλάδα είναι 80.000-100.000 άτομα. Είναι αρκετά μεγάλος ο αριθμός».
Η συνέπεια των ασθενών με τους γιατρούς είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι, υπογράμμισε η αντιπρόεδρος του Συλλόγου Ρευματοπαθών Κρήτης, υπεύθυνη στον νομό Ρεθύμνης, Πόπη Πενθερουδάκη: «Σε ύφεση είναι τα ρευματικά νοσήματα εφόσον έχουμε πάει στον γιατρό και έχουμε ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες, γιατί αυτό είναι πολύ σημαντικό κομμάτι. Χρειάζεται πάντα να είμαστε συνεπείς με τους γιατρούς μας. Επίσης σημαντική είναι η έγκυρη διάγνωση. Εάν και εφόσον νιώθουμε κάποια ενόχληση, καλό θα είναι να απευθυνθούμε σε γιατρό και να τον ακούμε».
400 ρευματολόγοι σε όλη τη χώρα, μόνο το 10% σε δημόσιες δομές
Παρά τη διαθεσιμότητα 400 ρευματολόγων στη χώρα, μόνο το 10% εργάζεται σε δημόσιες δομές, αφήνοντας τους ασθενείς των μικρότερων πόλεων με ελάχιστες επιλογές και αναγκάζοντάς τους συχνά να καταφύγουν σε ιδιώτες με δικές τους δαπάνες.
Όπως η κ. Κουτσογιάννη τόνισε: «Είναι μια δύσκολη ειδικότητα αυτή του ρευματολόγου. Βέβαια η Ελλάδα δεν υστερεί σε αριθμό. Υπολογίζουμε ότι τώρα πρέπει να είναι να είναι γύρω στους 400 ρευματολόγους σε όλη την Ελλάδα. Το αρνητικό είναι ότι έχουμε πάρα πολύ λίγους σε δημόσιες δομές, γύρω το 10% μόνο και ακόμα λιγότερους σε μικρές πόλεις. Οι μεγάλες πόλεις έχουν επαρκή αριθμό ρευματολόγων και είναι πιο εύκολη η πρόσβαση. Δεν υπάρχουν πολλά νοσοκομεία με την ειδικότητα του ρευματολόγου και αναγκαστικά οι ασθενείς πρέπει να επιβαρυνθούν να πληρώσουν από την τσέπη τους».