Του ΜΑΝΟΥ ΤΣΑΚΩΝΑ*
Πιστός σε μία από τις συνήθειές μου εκείνης της εποχής, ξεφύλλιζα την «Καθημερινή», μόνιμος αναγνώστης της και φίλος της σελίδας του «Πολιτισμού», με κύριες αρθρογράφους τότε τις Αμάντα Μιχαλοπούλου και Γιώτα Συκκά.
Η ημερομηνία έγραφε 19 Νοεμβρίου 1993. Ημέρα Παρασκευή. Πριν 29 ακριβώς χρόνια δηλαδή.
Ο τίτλος βαρύγδουπος: «Πανηγύρια τέλος, Εθνικό Πολιτιστικό Δίκτυο θεσπίζει το ΥΠΠΟ».
Και εντάξει ο τίτλος. Το περιεχόμενο; «…ο αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Θάνος Μικρούτσικος προτείνει ένα Εθνικό Πολιτιστικό Δίκτυο Πόλεων, ένα δίκτυο πολιτιστικών θεσμών υψηλής ποιότητας, όπου οι πόλεις που θα μετέχουν θα διαθέτουν εξοπλισμό για διασύνδεση μεταξύ τους μέσω ενός Πανελλήνιου Δικτύου ενημέρωσης για τη διαρκή ανταλλαγή πληροφοριών. Το ΕΠΔΠ προτείνεται να δημιουργηθεί αρχικά σε 21 πόλεις…».
Ακολουθούσαν τα 21 ονόματα.
Όσες φορές κι αν τα διάβασα, Ρέθυμνο δεν έγραφε. Και όχι μόνο αυτό. Ένας χάρτης της χώρας συνόδευε το άρθρο, με σημειωμένες τις 21 προτεινόμενες πόλεις και χαραγμένη, πάνω στο χάρτη, μία τεθλασμένη γραμμή να τις συνδέει μεταξύ τους.
Μέσα τα Χανιά, μέσα το Ηράκλειο και ανάμεσά τους μία, συνηθισμένη από τέτοια, κουκίδα. Μία κουκίδα χωρίς άλλη ιδιαίτερη σημείωση. Ήταν το «μικρούλι» Ρέθυμνο. Πάλι καλά που μπήκε και η κουκίδα, σκέφτηκα…
Έξω, μόλις που χανόταν το φως της μέρας, όταν διάβασα το δημοσίευμα. Ευτυχώς, ήταν ακόμα νωρίς το απόγευμα.
Έχοντας στα χέρια μου εκείνα τα χρόνια τη Διεύθυνση του Αναγεννησιακού μας Φεστιβάλ και την ευθύνη πολλών άλλων θεμάτων στον Πολιτιστικό τομέα της πόλης, διάλεξα τη σίγουρη συνταγή ως πρώτη κίνηση. Να ενημερωθούν τα ΜΜΕ το συντομότερο, ώστε να προλάβουμε τουλάχιστον την αναδημοσίευση του άρθρου, με μία ίσως πρώτη φωνή διαμαρτυρίας στα αυριανά φύλλα του τοπικού τύπου, – Η ύλη θα έκλεινε σύντομα μια και οι συνθήκες εκτύπωσης των εφημερίδων ήταν πολύ διαφορετικές από σήμερα – και αμέσως μετά να ενημερωθεί ο δήμαρχος.
Απουσία κινητού τηλεφώνου, έπρεπε τα πράγματα να μπουν σε μια σειρά, σε αντίθεση με τις μέρες μας, που μας δίνεται η δυνατότητα οι κινήσεις αυτές να γίνουν ταυτόχρονα.
Οι πένες του Γιάννη Καλαϊτζάκη, της Εύας Λαδιά, της Μαρίνας Μουνδριανάκη και της Μαρίας Πετράκη στην «Κρητική Επιθεώρηση» και των Σπύρου Λούπη, Κώστα Πετρίδη και Δημήτρη Τζανακάκη στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» μαζί με αυτές των συντονιστών τους, εκδοτών, Στέλιου Καλαϊτζάκη και Γιάννη Χαλκιαδάκη αντίστοιχα, άστραψαν και βρόντηξαν. Ο πνευματικός κόσμος του Ρεθύμνου, «εν μία νυκτί», γίνεται μία γροθιά.
Με το φύλλο της «Καθημερινής» ανά χείρας βρέθηκα στο σπίτι του δημάρχου Δημήτρη Αρχοντάκη. Οι κινήσεις που ακολούθησαν ήταν αστραπιαίες, καταιγιστικές.
Μέχρι αργά το βράδυ της Παρασκευής εκείνης, αλλά και όλο το Σάββατο, περάσαμε μαζί στο Δημαρχείο, για να συνταχθεί μία επιστολή προς το υπουργείο, με επισυναπτόμενα τα δημοσιεύματα του Αθηναϊκού τύπου και των τοπικών φύλλων του Σαββάτου, αλλά και ό,τι υλικό υπήρχε, ικανό να αποτυπώσει την εικόνα του πολιτισμού της πόλης.
Μια εικόνα λαμπερή και τότε, στα 1993, με Αναγεννησιακό Φεστιβάλ, με ένα ολοκαίνουργο θέατρο Ερωφίλη, με Καρναβάλι και πάλι, με Δημοτικό Θέατρο, με γιορτή Κρασιού, με την μόλις ενός έτους Πινακοθήκη «Λευτέρης Κανακάκις» αλλά και με τέσσερα ενεργά μουσεία (Αρχαιολογικό, Λαογραφικό, Παλαιοντολογικό και Ενάλιας ζωής), να συνθέτουν ένα τμήμα του πολιτισμού. Στον τομέα της μουσικής δε, διαθέτοντας πέραν της Δημοτικής Φιλαρμονικής και Πειραματική Συμφωνική Ορχήστρα, το Ρέθυμνο διεκδικούσε τότε να γίνει Ευρωπαϊκή πόλη της μουσικής, σε μία συνεργασία δήμου και Ιεράς Μητροπόλεως. Αν σε αυτά προσθέσουμε τον Θεατρικό Περίπλου και φορείς όπως το Λύκειο Ελληνίδων, τον Σύνδεσμο Διαδόσεως Καλών Τεχνών, την Πολιτιστική Αναγέννηση, την Παιδική Άνοιξη ή τα Μουσικά Νιάτα, οι σελίδες καταγραφής θα είναι ατελείωτες.
Ο δήμαρχος, το πρωί του Σαββάτου, ενημέρωσε για την σοβαρότητα του θέματος τον βουλευτή Μανόλη Λουκάκη, τον νομάρχη Γιάννη Φωτάκη, τον πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου Γιώργο Σχοινά και τον Γιάννη Σμπώκο, γενικό γραμματέα του υπουργείου Γεωργίας.
Στη συνέχεια, επέλεξε να παραδώσει ο ίδιος τον φάκελο με την επιστολή, χέρι με χέρι στον αναπληρωτή υπουργό. Κυριακή βράδυ, ο Αρχοντάκης ήταν ήδη στην Αθήνα και τη Δευτέρα από νωρίς το πρωί βρέθηκε στο υπουργείο Πολιτισμού. Εκεί είχε μακρά συνομιλία με τον διευθυντή του γραφείου του Μικρούτσικου, διότι ο υφυπουργός είχε αλλεπάλληλες συσκέψεις και λόγω του Σαββατοκύριακου δεν είχε κλειστεί ραντεβού.
Η κατάληξη της επιστολής προς τον υφυπουργό, δείχνει την σιγουριά του δημάρχου για τις αξίες της πόλης και είναι αξιοπρόσεκτη: «Κύριε υπουργέ… επειδή όμως η άμεση επαφή με τους ανθρώπους, τους τόπους και τα θέματά τους είναι πάντα ο αποτελεσματικότερος τρόπος ενημέρωσης, σας προσκαλούμε να έρθετε στην πόλη μας , ώστε να τη γνωρίσετε και να σχηματίσετε άμεση αντίληψη των δυνατοτήτων και των προοπτικών της».
Η πρόσκληση αυτή σήμανε νέο συναγερμό! Θα έπρεπε να ετοιμαστεί ο φάκελος τον οποίο θα παραδίδαμε στον υφυπουργό όταν αυτός, αποδεχόμενος το κάλεσμα, θα ερχόταν στο Ρέθυμνο. Ένας φάκελος ο οποίος, κατά την υπόδειξη του δημάρχου, θα περιλάμβανε ο,τιδήποτε αφορούσε στον πολιτισμό της πόλης. Και το πιο ασήμαντο γεγονός θα έπαιζε τον ρόλο του και θα ήταν σημαντικό, ώστε να συγκεντρωθεί το υλικό και να παρουσιαστεί με ακρίβεια ο πλούτος της πόλης στον τομέα του πολιτισμού.
Στο πρώτο μέρος, θα καταγράφονταν οι πολιτιστικοί θεσμοί, οι πολιτιστικοί φορείς, η πολιτιστική κίνηση της πόλης, οι παραδοσιακές εκδηλώσεις, οι κλειστοί και ανοιχτοί χώροι εκδηλώσεων, οι χώροι μουσειακών και παρεμφερών χρήσεων και τα παραδοσιακά κτίσματα για ανάπλαση και χρήση.
Στο δεύτερο μέρος, ο προγραμματισμός του δήμου όπως, οι πολιτιστικοί φορείς υπό δημιουργία, τα νέα κτίρια, οι μελλοντικές μουσειακές συλλογές και ο σχεδιασμός για τον τομέα των Εικαστικών.
Είχα την τιμή ο δήμαρχος να εμπιστευθεί στα χέρια μου τη σύνταξη αυτού του φακέλου. Καμία εκδήλωση, κανένα κτίριο, κανένας χώρος και ούτε ένας θεσμός ή φορέας, δεν αναφέρθηκαν επιγραμματικά. Καταγράφηκαν εξ αρχής τα πάντα. Το καθετί είχε μία τουλάχιστον δική του σελίδα, ενώ το εκάστοτε κείμενο συνόδευε φωτογραφία ή σχέδιο. Ο πολιτισμός της πόλης μπήκε σε ένα πολυσέλιδο τόμο, αφού καθημερινά «σκανάραμε» το πολιτιστικό γίγνεσθαι από τη μία άκρη της πόλης ως την άλλη.
Έγχρωμος εκτυπωτής δεν υπήρχε και τις τελευταίες βδομάδες, πριν την προγραμματισμένη πλέον άφιξη του υπουργού, η Μαρία Σπυρλιδάκη, γραμματέας του δημάρχου, βρισκόταν καθημερινά, αμέτρητες ώρες, μπροστά στην ογκώδη γκρίζα οθόνη του τότε υπολογιστή, από τη μια να διορθώνει τις φιλολογικές παρατηρήσεις του Δημήτρη Αρχοντάκη και από την άλλη τις δικές μου, για την καλύτερη δυνατή αισθητική της κάθε σελίδας ξεχωριστά. «Έπρεπε» όλα τα κείμενα να είναι στοιχισμένα στο ίδιο πλάτος με τη φωτογραφία που ακολουθούσε στη βάση της σελίδας και οι τίτλοι, ανάμεσα σε δύο συνεχόμενες παράλληλες γραμμές, να στοιχίζονται κατάλληλα, ώστε το αποτέλεσμα της κάθε σελίδας ξεχωριστά, να παραπέμπει σε καλοτυπωμένο και, εξυπακούεται, καλοσχεδιασμένο έντυπο. Άντε να τα πετύχεις όλα αυτά με τα τότε μέσα…
Δεκάδες εκτυπώσεις, διορθώσεις και στη συνέχεια, αλλεπάλληλα έγχρωμα φωτοαντίγραφα.
148 σελίδες περιείχε το τεύχος που παραδόθηκε στον Θάνο Μικρούτσικο.
Τον Μάρτιο του 1994 μεσολαβεί ο θάνατος της Μελίνας και τον Ιούνιο, έχοντας αποδεχτεί την πρόσκληση, ως υπουργός πλέον, ήρθε στο Ρέθυμνο. Στο κτίριο της Νομαρχίας ήταν όλοι παρόντες. Η Εκκλησία, οι Αρχές, εκπρόσωποι φορέων, όλοι.
Ο υπουργός, στο κέντρο του τραπεζιού, είχε μπροστά του τα αχώριστα φακελάκια με αρωματικό καπνό, τη χαρακτηριστική πίπα που τον συνόδευε πάντα και στις αξέχαστες μουσικές του συνθέσεις και ένα κουτί σπίρτα. Κάποια στιγμή, τα έσπρωξε όλα διακριτικά προς τα δεξιά και έφερε μπροστά του το τεύχος, το οποίο άρχισε να ξεφυλλίζει, χαζεύοντάς το μέσα από τα γνωστά στρογγυλά γυαλιά. Αριστερά του, όρθιος, ο νομάρχης Γιάννης Φωτάκης, ως οικοδεσπότης, είχε αναλάβει το καλωσόρισμα…
Λίγο μετά συνέβη κάτι που ουδείς φωτογραφικός φακός κατέγραψε, αλλά καταχωρήθηκε στη δική μου μνήμη σαν ένα μικρό βίντεο, που από τότε έχει παίξει δεκάδες φορές.
Ήταν η σειρά του υπουργού να πάρει τον λόγο. Ησυχία απόλυτη, παρά το κατάμεστο της αίθουσας. Ο Θάνος Μικρούτσικος με το δεξί του χέρι σήκωσε ψηλά το τεύχος και κουνώντας το επανωτά δυο-τρεις φορές φώναξε προς τον κόσμο:
«Αυτό είναι πολιτισμός! Με ένα τέτοιο φάκελο πώς θα μπορούσε το Ρέθυμνο να μείνει εκτός δικτύου;»…
Τα υπόλοιπα της σύσκεψης ήταν για μένα «ψιλά γράμματα». Όλα, μάλλον, πως θα ήταν πλέον τυπικά. Το Ρέθυμνο βρισκόταν ήδη με το ένα πόδι στο Εθνικό Πολιτιστικό Δίκτυο και το μόνο που απέμενε ήταν να αποφασισθεί η θεματολογία.
Είχαν, σύμφωνα με τα έγγραφα που συνόδευαν το τεύχος, υποβληθεί τρεις προτάσεις, οι οποίες και αναπτύχτηκαν από τους εισηγητές τους.
Είχα αναλάβει να υποστηρίξω στον υπουργό την πρόταση για να ενταχθεί το Ρέθυμνο στο Δίκτυο με θέμα το Αναγεννησιακό Φεστιβάλ και στόχο την προβολή και την διδασκαλία του Κρητικού Θεάτρου και των τεχνών της Αναγέννησης. Στη συνέχεια ο μουσικοσυνθέτης Μπάμπης Πραματευτάκης, τοποθετήθηκε με μία πρόταση για να γίνει το Ρέθυμνο Ευρωπαϊκή πόλη της μουσικής και τέλος η κριτικός τέχνης Μαρία Μαραγκού υποστήριξε τα Εικαστικά, αναπτύσσοντας στον Υπουργό την πλούσια συλλογή της Πινακοθήκης «Λευτέρης Κανακάκις», τις δυνατότητες εκθέσεων Πανελλήνιας και διεθνούς εμβέλειας σε περίπτωση ενίσχυσής της, αλλά και την πρωτότυπη σύλληψη ενός εικαστικού παιδότοπου με γλυπτά διάσημων Ελλήνων καλλιτεχνών.
Η ζυγαριά είχε ήδη γύρει προς τα Εικαστικά. Μάλλον, και αυτό, τυπικό ήταν από εδώ και μπρος. Προσωπικά δεν με απασχολούσε και τόσο. Ναι μεν, εγώ ο ίδιος, πριν λίγο είχα εισηγηθεί το Φεστιβάλ, αλλά ο στόχος ήταν η είσοδος της πόλης μας στο δίκτυο.
Και το είχαμε πετύχει στο ακέραιο…
Μια ιστορία όμως κλείνει πάντοτε με έναν επίλογο.
Όταν, λίγους μήνες αργότερα, το Δεκέμβριο του 1994, στο Ζάππειο Μέγαρο των Αθηνών, παρουσιάστηκε με επισημότητα ο σχεδιασμός του Εθνικού Πολιτιστικού Δικτύου Πόλεων με στόχο την πολιτιστική αποκέντρωση, ανακοινώθηκε η ένταξη έξι, μόνο, πόλεων με τους ισάριθμους θεσμούς τους.
Ο Βόλος ως πόλη του Μουσικού Θεάτρου, η Σκόπελος με τη Φωτογραφία, η Κομοτηνή ως κέντρο εκδηλώσεων με θέμα τα Λαϊκά Δρώμενα, η Καλαμάτα ως κέντρο Χορού, το Ρέθυμνο ως κέντρο των Εικαστικών και η Πάτρα ως Πόλη του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη ήταν η δημιουργία ανεξάρτητου φορέα υλοποίησης και η ύπαρξη Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης. Αυτές τις προϋποθέσεις θα ακολουθούσε μία γενναία συν-χρηματοδότηση από μέρους του Υπουργείου.
Η Δημοτική Πινακοθήκη μας ήταν ήδη τριών χρονών όταν μπήκαν οι επίσημες υπογραφές.
Η Μαρία Μαραγκού, καλλιτεχνικός διευθυντής του σημερινού μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, σε σημείωμά της για την ιστορία του μουσείου αναφέρει: «…το 1995, ο ιδιοφυής σχεδιασμός του τότε υπουργού Πολιτισμού, Θάνου Μικρούτσικου, για τη δημιουργία πόλεων-θεσμών, φέρει το Ρέθυμνο στο επίκεντρο, ως πόλη που θα διαχειριστεί ζητήματα της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα.
Το Κέντρο Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας γεννιέται το 1995 και παραμένει ενεργό, με τεράστια δραστηριότητα εντός και εκτός Ελλάδας για 10 χρόνια…».
Ένα χρόνο αργότερα, το 1996, ο νέος υπουργός Πολιτισμού Σταύρος Μπένος θεσπίζει τα Εικαστικά Εργαστήρια και από τότε το Κέντρο Ρεθύμνης, αρπάζοντας την ευκαιρία, μετέχει ενεργά και ακατάπαυστα στο θεσμό, μοιράζοντας γνώσεις στον τομέα της Τέχνης και προετοιμάζοντας με επιτυχία τα παιδιά μας ακόμα και για τις Ανώτατες Σχολές της χώρας.
Το 2009, το κτίριο που στεγάζει το Κέντρο επεκτείνεται, και «Με την θετική ανταπόκριση του δημάρχου Γιώργη Μαρινάκη και του δημοτικού συμβουλίου το «Κέντρο Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας», μετονομάζεται σε «Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης» και χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από την πόλη», συνεχίζει στο σημείωμά της η Μαρία Μαραγκού.
Με χαροποιεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι, στις αρχιτεκτονικές μελέτες που εκπόνησα, μέσω του δήμου Ρεθύμνης και με την εμπιστοσύνη του δημάρχου Γιώργου Μαρινάκη, περιλαμβάνεται και η «Αναπροσαρμογή των εκθεσιακών χώρων του Μουσείου με σκοπό την προσβασιμότητα από Α.Μ.Ε.Α. και σχεδιασμός χώρου υποδοχής και πωλητηρίου», συμβάλλοντας και με αυτό τον τρόπο στους υψηλούς πάντοτε στόχους της Πινακοθήκης.
Κυρίως, γιατί με τη μελέτη αυτή, που πραγματοποιήθηκε το 2014, μου δόθηκε η ευκαιρία να εντάξω το σχεδιασμό μου στις λιτές γραμμές της αρχιτεκτονικής του Τάσου Μπίρη, μελετητή της επέκτασης του Μουσείου, αλλά και γενικότερα στην υψηλή αισθητική που όλα τα χρόνια προβάλλει το Μουσείο, σε όλους τους τομείς, με ξεχωριστές πάντοτε, επιτρέψτε μου, τις εκάστοτε ζηλευτές εκδόσεις, με την απέριττη και αδιαμφισβήτητα μοναδική ματιά του Βαγγέλη Παπιομύτογλου.
Θέλω να πιστεύω ότι εκείνο το απόγευμα της 19ης Νοεμβρίου του 1993, η ανάγνωση του άρθρου της «Καθημερινής» σε συνδυασμό με την κινητοποίηση που ακολούθησε και τον σχεδιασμό του φακέλου που, με σιγουριά και περήφανοι για το περιεχόμενό του, υποβάλαμε προς το υπουργείο Πολιτισμού, συνέβαλαν με το παραπάνω στην ένταξη του Ρεθύμνου στο Εθνικό Πολιτιστικό Δίκτυο Πόλεων.
Γεγονός, που συνετέλεσε στην εξέλιξη της «Πινακοθήκης Λ. Κανακάκις» σε «Κέντρο Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας», δίνοντας πνοή στον τομέα των Εικαστικών με τεράστιο έργο και προσφορά στην πόλη.
Στη συνέχεια, ο δήμος Ρεθύμνης και ο δήμαρχος Γιώργος Μαρινάκης αναγνωρίζοντας την προσφορά και το έργο του Κέντρου και ξεπερνώντας πολλές δυσκολίες, επάξια, αναλαμβάνει την πλήρη χρηματοδότησή του. Το νέο του όνομα, «Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης», αντικατοπτρίζει το όραμα του Ρεθύμνου των Τεχνών και συμβάλλει στο να παραμένει ο πήχης του πολιτισμού της πόλης ψηλά.
Συναντήθηκα το 2006, και πάλι στο Ρέθυμνο, με τον Θάνο Μικρούτσικο, καλεσμένο μας, ως καλλιτέχνη αυτή τη φορά. Απολαυστικός, πάντοτε με την πίπα ανά χείρας και τον καπνό με τα σπίρτα δίπλα του. Κουβεντιάσαμε και θυμηθήκαμε το ξάφνιασμα και την ψύχραιμη αντίδραση της πόλης μας στα 1993-1994.
Το Ρέθυμνο πίστευε και τότε στις αξίες του, όπως και τώρα πιστεύει. Συνεχίζουμε λοιπόν!
* Ο Μάνος Φ. Τσάκωνας είναι Αρχιτέκτονας tsakonascrete@gmail.com