Από τους ξεχασμένους πλέον ήρωες κι αυτοί
Κάποτε που δημιουργήθηκε ζήτημα με Επίσκοπο αν πρέπει να τιμάμε ή όχι και τους επαναστάτες, που υπερασπίστηκαν το Αρκάδι, κατά την πολιορκία του τον Νοέμβριο του 1866, εστιάσαμε στις μορφές που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο την περίοδο αυτή.
Και πρώτα ασχοληθήκαμε με τον Εμμανουήλ Πορτάλιο που η φωτογραφία του έμενε εκτός του μουσείου, επί σειρά ετών, επειδή, σύμφωνα με τον τότε προκαθήμενο της Εκκλησίας των Ρεθυμνίων δεν είχε πολεμήσει εντός του μοναστηριού. Ευτυχώς ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Κρήτης έθεσε τέλος στο ζήτημα αυτό με την αποκατάσταση του ήρωα.
Ο Εμμανουήλ Πορτάλιος γιος του Νικολάου και της διασωθείσης από την τραγωδία της Λαμπηνής, Μηλιάς Μουζουράκη, υπήρξε από τους εκλεκτούς της επαρχίας Αμαρίου και όχι μόνον, συνετός και παράτολμος συνάμα, ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τους κατοίκους της περιοχής.
Γεννήθηκε το 1830. Η χρονολογία αυτή μας προσδιορίζει και πότε περίπου παντρεύτηκε ο Νικόλαος τη Μηλιά.
Οι αρετές του και η γενναιότητά του φάνηκαν την πρώτη φορά που πήρε το βάπτισμα του πυρός, στα 1858 συμμετέχοντας στην επανάσταση του Μαυρογένη.
Αναδείχτηκε ο απαράμιλλος ηρωισμός του όμως, ακόμα περισσότερο στην επανάσταση του 1866. Εκπροσώπησε επάξια τόσο το χωριό του όσο και ολόκληρη την επαρχία. Στην πολιορκία του Αρκαδίου ήταν από τους μεγάλους υπερασπιστές.
Τα ανδραγαθήματα του Εμμ. Πορτάλιου δεν πέρασαν απαρατήρητα. Κι έτσι μέσα στην επανάσταση του 1878 είχε τον βαθμό του αρχηγού της περιοχής του Αμαρίου και λίγο αργότερα τον βαθμό του Γενικού Αρχηγού.
Η σωφροσύνη του πάντως τον έκανε ξεχωριστό και από διάφορα γεγονότα εξάγουμε το συμπέρασμα ότι ο Αμαριώτης ήρωας, ήταν ένας Νέστορας της εποχής του.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1878 οι κάτοικοι της επαρχίας Αμαρίου, συνελθόντες στην Ιερά Μονή Ασωμάτων εξέλεξαν και διόρισαν τον Εμμανουήλ Πορτάλιο Αρχηγό του χωριού Παντάνασσα, η δε προσωρινή διοίκηση Κρήτης με δική της απόφαση, λίγες μέρες αργότερα, επικύρωσε την εκλογή αυτή.
Στις 31 Μαΐου, η προσωρινή διοίκηση Κρήτης με έγγραφό της τον ειδοποιεί για τις ανάγκες και τον εξουσιοδοτεί να εξοικονομήσει τις απαραίτητες προμήθειες του πολέμου για κάθε επαρχία.
Στις 2 Ιουνίου πάλι η ίδια διοίκηση του ζητά να οργανώσει τη σύσκεψη που είχε προγραμματιστεί να γίνει 15 Ιουνίου 1879 με συμμετοχή όλων των Γενικών Αρχηγών και Αρχηγών του νησιού στο χωριό Τζιτζιφές Αποκορώνου, για να συζητηθούν οι όροι που τους πρότεινε ο Άγγλος πρόξενος και να του δώσουν μια τελική απάντηση.
Όπως ήταν αναμενόμενο ο Πορτάλιος σε όλες τις αποστολές έδινε τον καλύτερο εαυτό του. Και χωρίς ποτέ να επιδιώξει ηθική ή άλλη ανταμοιβή, αντίθετα προσέφερε και την περιουσία του για τις ανάγκες του αγώνα.
Έτσι στις 28 Αυγούστου του 1896 το προεδρείο της γενικής συνέλευσης των Κρητών, λαμβάνοντας υπόψη της όλους τους αγώνες του καπετάν Μανόλη Πορτάλιου, εκφράζει προς αυτόν τις ευχαριστίες της και τον συνιστά άξιον κάθε υποστήριξης.
Αυτά όμως φαίνεται πως ήταν λόγια της στιγμής, που παίρνει ο άνεμος σε πρώτη ευκαιρία. Διαφορετικά δεν θα υπήρχε και αυτός στη χορεία των απόρων αγωνιστών όπως βλέπουμε αργότερα.
Ο ίδιος απέφευγε να προβάλει το έργο του. Σε μια αίτησή του μόνο προς τη διοίκηση Κρήτης, αναφέρει ότι στην αρχή της Επανάστασης του 1866, εξελέγη παρά της επαρχίας Αμαρίου και πληρεξούσιος της τμηματικής επιτροπής νομού Ρεθύμνης, μετά δε τον θάνατο του Διογένους Μοσχοβίτη εξελέγη Αρχηγός Αμαρίου, καθώς και εις πάσας τα λοιπάς επαναστάσεις μέχρι του 1897 διετέλεσε και ως πρόεδρος της επιτροπής κατατάξεως των Κρητών Αγωνιστών κατά το 1903. Ο ίδιος δε ως άπορος αγωνιστής κατετάγη εις την πρώτη τάξη των αγωνιστών της Κρήτης.
Αργότερα βρέθηκε στην Αθήνα όπου και πέθανε το 1909.
Ο θρυλικός παπά Μαρουλιανός
Σε πιάνει δέος και μόνο να αναφέρεις τους ήρωες ρασοφόρους που τίμησαν την πατρίδα και την ιεροσύνη τους όπως ο θρυλικός Εμμανουήλ Γεωργίου Ανδρεαδάκης. ο θρυλικός παπά Μαρουλιανός με το όνομα.
Λέγεται πως ο ίδιος κράτησε αυτό το παρωνύμιο από αγάπη για τον Μαρουλά.
Ο ίδιος γεννήθηκε στο Σελλί Ρεθύμνου, πιθανότατα το 1824 και περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα, όπως διαβάζουμε παντρεύτηκε στον Μαρουλά όπου εγκαταστάθηκε ως εφημέριος. Η πρεσβυτέρα του ήταν κόρη του ιερέα Ιωάννη Μοσχάκη που είχε 22 παιδιά, από τα οποία τα 19 ήταν αγόρια.
Ο «περιάκουστος ούτος πολεμιστής», όπως τον αποκαλεί χαρακτηριστικά ο μακαριστός Μητροπολίτης Κρήτης Τιμόθεος Βενέρης, έλαβε μέρος και στις τέσσερις κατά σειρά επαναστάσεις που πραγματοποίησαν οι Κρήτες ενάντια στον κατακτητή κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Παρόλο που ο παπά-Μαρουλιανός κατοικούσε σε ένα χωριό με τους πιο αιμοβόρους Οθωμανούς και ένα τουρκικό ασκέρι εγκατεστημένο μόνιμα στον Πύργο του Μαρουλά, εντούτοις ο αγώνας του και οι προσπάθειές του ήταν συνεχείς και δίχως φόβο. «Τους επαναστάτας δεν επτόουν οι Μπαϊρακαγάσηδες του Μαρουλά ούτε ο εν τω πύργω τουρκικός στρατός. Ει και ενήδρευον εκεί οι Τούρκοι, ενήδρευον παρά το πλευρόν των άγρυπνα και τα άφοβα παλληκάρια του Μαρουλά με επί κεφαλής τον ξακουστόν διά τας ενέδρας του γενναίον πολεμιστήν Παπα-Μαρουλιανόν». Την πολεμική του δραστηριότητα την ξεκίνησε στην επανάσταση του 1858, αργότερα συμμετείχε σε αυτήν των ετών 1866-1869 όπου συμμετείχε ως «οπλαρχηγός» με δικό του σώμα, στην επανάσταση του 1878 ως «αρχηγός» πλέον του νομού Ρεθύμνης και τέλος, στην τελευταία πράξη της αποτίναξης του τουρκικού ζυγού, στην επανάσταση του 1897, φτασμένος πια σε μεγάλη ηλικία αλλά πάντα ενεργός πολεμιστής μέσα στη φωτιά της μάχης. Στην τελευταία αυτή επανάσταση ο παπά-Μαρουλιανός ήταν και πάλι Αρχηγός των εθελοντών των τεσσάρων επαρχιών του νομού Ρεθύμνης, ένα σώμα αποτελούμενο από εκατοντάδες ένοπλους άνδρες.
Στα γεγονότα του Αρκαδίου βλέπουμε τον παπά Μαρουλιανό να πρωταγωνιστεί. Φαίνεται μάλιστα να διαθέτει και αρκετή εμπειρία γιατί είναι από τους οπλαρχηγούς που στη σύσκεψη υπό τον Κορωναίο συμφωνεί με το Γενικό Αρχηγό ότι το Μοναστήρι δεν προσφέρεται για τη σύγκρουση με τον εχθρό.
Όταν όμως αρχίζει η πολιορκία του Μοναστηριού ο παπά Μαρουλιανός είναι από τους λίγους που επιστρέφει παρά τη ραγδαία βροχή και πολεμά γενναία.
Μετά την πτώση του μοναστηριού, ο αγωνιστής ρασοφόρος παίρνει μέρος στις μεγάλες μάχες που ακολούθησαν, στον Μαρουλά, στον Πλατανιά, στο Βρύσινα, μέχρι τον Γενάρη του 1867.
Στις 8 Απριλίου, στη μάχη που έγινε στον Πύργο του Μαρουλά, όπου αντιμετώπισαν οι Έλληνες τακτικό τουρκικό στρατό, τραυματίστηκε πολύ σοβαρά στο μέτωπο και ο ηρωικός παπάς.
Κάποιοι νόμισαν πως ήταν νεκρός. Το έμαθαν οι Τούρκοι και άρχισαν να πανηγυρίζουν. Ο ιεράς μισοπεθαμένος μεταφέρθηκε από τους άνδρες του στον Μυλοπόταμο όπου τον ανέλαβε ο γιατρός Καυγαλάκης και μετά από νοσηλεία σαράντα ημερών τον έσωσε από του χάρου τα δόντια.
Η βλάβη όμως στο δεξί του μάτι δεν είχε αποκατασταθεί και αναγκάστηκε να έρθει στην Αθήνα, όπου και κατάφερε να αποθεραπευθεί. Πριν πάρει ανάσα επέστρεψε και πάλι στον αγώνα. Τον βρίσκουμε να παίρνει μέρος 27 Ιουνίου, στη σκληρή μάχη που έγινε νότια του όρους Καλλικράτη. Μέσα του Δεκέμβρη ο παπά Μαρουλιανός με τον Βενιανάκη ελέγχουν πλήρως τα χωριά γύρω από το Ρέθυμνο.
Στις 30 Ιανουαρίου 1868, ο ακούραστος αγωνιστής θα ηγηθεί με άλλους γενναίους στις μάχες που έγιναν στο Χρωμοναστήρι και στους Μύλους. Από το Βρύσινα επιτέθηκαν στους Τούρκους και τους έδιωξαν μέχρι το Ρέθυμνο.
Το τίμημα αυτής της τεράστιας πατριωτικής προσφοράς, ήταν ακριβό. Είχε στερηθεί την οικογένειά του από το 1866, καθώς είχε υποχρεωθεί για λόγους προστασίας να τη στείλει στο Ναύπλιο. Και η περιουσία του ήταν έρμαιη στη λεηλατική μανία των Τούρκων που είχαν ανοικτούς λογαριασμούς με τον παπά Μαρουλιανό.
Πέρασε τα 45 χρόνια από τη ζωή του στην καρδιά του αγώνα ο ηρωικός παπάς. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 85 ετών τιμημένος και δοξασμένος όπως του άξιζε. Είχε τιμηθεί με τον Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος και με έπαινο του συνταγματάρχη Τιμολέοντος Βάσσου.
Του απονεμήθηκαν μεταθανάτια όλες οι στρατιωτικές τιμές όπως συνηθίζονταν για κάθε Κρητικό ένδοξο οπλαρχηγό. Κι ο βουλευτής Κ. Αργυρόπουλος εκφώνησε τον επικήδειο στο «στρατηγό των έργων», όπως είπε χαρακτηριστικά. Η ταφή του έγινε δημοσία δαπάνη.
Σ’ αυτό το μεγάλο ήρωα αφιερώσαμε ένα δρομάκο κάπου στα Περιβόλια έτσι για να μη λένε οι απόγονοι πως τον ξεχάσαμε. Ένα μικρό ταπεινό δρομάκο για ένα τόσο σπουδαίο αγωνιστή. Και δεν ντρεπόμαστε καθόλου.
Ο Αναγνώστης Ιωάννης Κατσαντώνης

Ο Αναγνώστης-Ιωάννης Κατσαντώνης, γνωστός από την επανάσταση του 1866 γεννήθηκε στο Άνω Μέρος το 1817 και πέθανε στις 2 Μαΐου 1916. Ήταν υψηλόσωμος, ευθυτενής, γενναίος πολεμιστής και σεβάσμιος μέχρι τα βαθιά του γηρατειά.
Όταν δεν πολεμούσε ασχολείτο με τη γεωργοκτηνοτροφία. Από νωρίς πήρε τα όπλα. Πήρε μέρος και στην επανάσταση του 1841 και στην επανάσταση του 1858.
Η επανάσταση του 1866 τον βρίσκει πανταχού παρόντα έτσι ώστε να λέγεται ότι «όπου πρίνος και κλαδί Κατσαντώνης κατοικεί». Ήταν φυσικό να τον επιλέξει ο Πάνος Κορωναίος και τον έχει πρωτοπαλίκαρό του.
Αναγνωρίστηκε ως αρχηγός μέρους της επαρχίας του και με αυτή την ιδιότητα συμμετείχε σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις του νομού Ρεθύμνης.
Διακρίθηκε επίσης στις μάχες κατά του Ομέρ πασά που είχε εισβάλει στα Σφακιά δείχνοντας απαράμιλλο θάρρος.
Λέγεται ότι αυτός παρά την καταρρακτώδη βροχή έσπευσε προς βοήθεια των ελεύθερων πολιορκημένων του Αρκαδίου. Δεν πρόφτασε όμως και αυτό τον λύπησε βαθύτατα.
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία για τον Αναγνώστη -Ιωάννη Κατσαντώνη μας δίνει ο λόγιος του Ρεθύμνου και εκλεκτός ερευνητής, ο κ. Στέργιος Μανουράς δικηγόρος.
Η γιαγιά του, που ήταν εγγονή του Ιωάννη Αναγνώστη έλεγε στο μικρό τότε Στέργιο ότι ο ήρωας παππούς, κατέφευγε συχνά στην Καλόειδαινα επικηρυγμένος από τους Τούρκους. Ήταν πολύ πιστός και ενάρετος, σχεδόν άγιος. Κάποιες φορές μάλιστα είχε ακούσει αγγελική λειτουργία εκεί, ενώ η εκκλησία ήταν άδεια.
Μια μέρα μάλιστα, ενώ προσευχόταν άκουσε μια φωνή να του λέει: «φύγε… φύγε…». Βγήκε έξω και τι να δει.
Ανέβαινε ένα τούρκικο ασκέρι για να τον πιάσει. Και χάρις στη φωνή αυτή κατάφερε να ξεφύγει.
Συμμετείχε αργότερα στις επαναστάσεις 1878 και 1889 σαν υπαρχηγός της επαρχίας του. Στην επανάσταση του 1896 -1897 ήταν πολύ γέρος για να λάβει μέρος στη μάχη. Εξελέγη όμως πληρεξούσιος της επαρχίας του και σε κάθε συνέλευση συμμετείχε ένοπλος δίνοντας πολύτιμες συμβουλές στρατηγικής.
Κάτι επίσης θαυμαστό είδαμε να αναφέρεται σε αρκετές έγκριτες πηγές:
Όταν το 1899 ο πρίγκιπας Γεώργιος επισκέφτηκε το Άνω Μέρος ζήτησε να δει τον ήρωα. Και με ιδιαίτερο σεβασμό τον πλησίασε και τον φίλησε στο μέτωπο.
Σύμφωνα με τον Ανωμεριανό Εμμανουήλ Σοφιαδάκη, από τους γενναίους συμπολεμιστές του Αναγνώστη, όπως κατέθεσε στον συγγραφέα Εμμ. Ζαχ. Κατσαντώνη ο σεβάσμιος πολεμιστής είχε πάρει μέρος σε 63 μάχες με απαράμιλλο ηρωισμό.
Ο Ιωάννης Κατσαντώνης, που με τα αδέλφια του Γεώργιο και Θεοχάρη όπως οφείλουμε να αναφέρουμε, πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες υπήρξε και άριστος οικογενειάρχης.
Είχε παντρευτεί από το Μοναστηράκι και είχε αποκτήσει τον Κυριάκο, τον Εμμανουήλ, τον Κωνσταντίνο, την Αμαλία που παντρεύτηκε στο Άνω Μέρος (Παπουτσάκη), τη Χαρίκλεια που παντρεύτηκε στον Άγιο Ιωάννη (Καλογεράκη), τη Μαρία που παντρεύτηκε στο Γερακάρι (Χανδράκη), την Ελένη παντρεμένη στο Άνω Μέρος (Ευθ. Φουρφουλάκη).
Πάνος Κορωναίος
Από τα τραγικά σημεία της πολιορκίας του Αρκαδίου ήταν και η στάση του Πάνου Κορωναίου Τάχα γιατί άφησε στην τύχη τους ο γενναίος εκείνος τους πολιορκημένους της Ιεράς Μονής. Το θέμα αυτό εγείρει πολλές απορίες γιατί ο Κορωναίος δεν ήταν καθόλου τυχαίος στρατιωτικός.
Ο Πάνος Κορωναίος του Νικολάου, γεννήθηκε το 1808 στην Κωνσταντινούπολη από Κυθήριους γονείς. Την αδελφή του τη λέγανε Κλεοπάτρα, η οποία παντρεύτηκε τον Κυθήριο ριζοσπάστη βουλευτή (Κοινοβούλιο Ιονίου Πολιτείας) Δημήτριο Ραπτάκη και ήταν η γιαγιά του μουσικού Κλέωνος Τριανταφύλλου γνωστού ως Αττίκ. Η οικογένειά του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει από την Κωνσταντινούπολη στην Ιόνιο Πολιτεία. Σπουδές και στρατιωτική σταδιοδρομία Σπούδασε στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Τελειώνοντας τις σπουδές του μετέβη στο Ναύπλιο και κατατάχθηκε στον τακτικό στρατό του Φαβιέρου, συμμετείχε σε πολλές μάχες και σε μερικές τραυματίστηκε. Εισήχθη από τον Καποδίστρια στο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο που μόλις είχε ιδρυθεί και αποφοίτησε τον Ιούλιο το 1831. Του απονεμήθηκε ο βαθμός του ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Γάλλου στρατηγού Μαιζώνος στην απελευθέρωση της Πελοποννήσου. Μετά κατατάχθηκε στο νεοσυσταθέν Πυροβολικό Σώμα της Ελευθέρας Ελλάδος, του οποίου υπήρξε και κύριος οργανωτής. Την 1η Δεκεμβρίου 1833 προήχθη σε υπολοχαγό και τοποθετήθηκε Υπασπιστής του Πυροβολικού Σώματος. Το 1837 έγινε λοχαγός και τοποθετήθηκε στο Ναύπλιο. Στην επανάσταση του 1843 τάχθηκε υπέρ των συνταγματικών ελευθεριών της Ελλάδος. Εναντιώθηκε στο καθεστώς του βασιλιά Όθωνα ο οποίος τον έθεσε σε αργία διά απολύσεως το 1853. Έφυγε στο Παρίσι και ασχολήθηκε με στρατιωτικές μελέτες. Το 1854 κατατάχθηκε στα ρωσικά στρατεύματα και ορίστηκε αρχηγός του εθελοντικού σώματος Επτανησίων Ελλήνων. Συμμετείχε στον πόλεμο της Κριμαίας 1853-1856 με τους Ρώσους ενάντια στους Τούρκους. Η μαχητικότητά του και οι επιδόσεις του στην ιστορική διάβαση του Δουνάβεως και άλλες νικηφόρες μάχες στις οποίες συμμετείχε τον καταξίωσαν και η Ρωσία του απένειμε παράσημο τιμής. Το 1860 πολέμησε με το γαλλικό στρατό στην εκστρατεία της Συρίας. Παρασημοφορήθηκε επίσης από τη γαλλική κυβέρνηση με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Η εξέγερση ενάντια στον Όθωνα Στην εξέγερση των στρατιωτικών ενάντια στο βασιλιά Όθωνα στο Ναύπλιο την 1η Φεβρουαρίου 1862, ανέλαβε αρχηγός. Μετά την επανάσταση οι νικητές ζήτησαν να εφαρμοστεί το Σύνταγμα, να συγκληθεί Εθνοσυνέλευση και να λυθούν πολλά καίρια ζητήματα. Οι διαμάχες με το καθεστώς του Όθωνα συνεχίστηκαν. Ο Πάνος Κορωναίος πρωταγωνίστησε σε αυτές, τραυματίστηκε και τέλος αιχμαλωτίστηκε. Μετά τη δίωξη του Βασιλιά Όθωνα, στις 13 Οκτωβρίου 1862 ο Κορωναίος μεταφέρθηκε στην Αθήνα και διορίστηκε αρχηγός της Εθνοφυλακής από τον Υπουργό Εσωτερικών Ζαΐμη. Στην επιστροφή του στο Ναύπλιο, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, για να τιμήσει τον Κορωναίο για την προσφορά του στην εξέγερση του Φεβρουαρίου κατά του Όθωνα, τού επεφύλαξε πανηγυρική υποδοχή και με τιμητικό ψήφισμα τον έχρισε επίτιμο πολίτη του δήμου Ναυπλιέων. Στη Β’ Εθνοσυνέλευση του 1864 ο Κορωναίος εκλέχτηκε πληρεξούσιος Αττικής. Το 1866 πήγε στην Κρήτη, στη Μονή Αρκαδίου για να συμμετάσχει στον απελευθερωτικό αγώνα ενάντια στους Τούρκους. Ανακηρύχτηκε αρχηγός της επανάστασης του Νομού Ρεθύμνης. Η συμβολή του υπήρξε καταλυτική. Πολιτική Η πολιτική και κοινωνική δράση του Πάνου Κορωναίου υπήρξε επίσης σημαντική. Διετέλεσε υπουργός Στρατιωτικών (1863-1864). Το 1868 εξελέγη βουλευτής Αττικής, το 1875, 1879 και 1885 βουλευτής Κυθήρων. Πέθανε στις 17 Νοέμβρη του 1889 φέροντας τον βαθμό του αντιστράτηγου. Σήμερα η προτομή του στρατηγού κοσμεί την κεντρική πλατεία του Ποταμού. Τα αποκαλυπτήρια της προτομής έγιναν επί Δημαρχίας Μιχαήλ Μεγαλοκονόμου στις 22 Μαΐου 1911 παρουσία δε του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Όσο για τον ρόλο του στα γεγονότα του Αρκαδίου αρκεί να θυμηθούμε πως ήταν στρατιωτικός. Αυτός σκεπτόταν με τη λογική, οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του μοναστηριού με την καρδιά και τα συναίσθημα. Κι έτσι πέρασαν στην Αθανασία.
Πηγές
Τιμοθέου Βενέρη: «Το Αρκάδι δια των αιώνων».
Ηλία Ν. Κοπανάκης «Μαρουλάς Ρεθύμνου».
Γ. Εκκεκάκης: «Το χωριό Πηγή του Ρεθύμνου» (Ρέθυμνο 2007).
(Αρχείο Ηλία Ν Κοπανάκη)
Εύας Λαδιά: Οι Κατσαντώνηδες του Άνω Μέρους.