Το κρίσιμο ερώτημα στη συνείδηση του κόσμου, σχετικά με το ακανθώδες ζήτημα των υποκλοπών, είναι ο σκοπός τους: στόχευαν, άραγε, την εθνική ασφάλεια ή τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, ώστε να είναι συνταγματικά επιτρεπόμενες; (Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, το απόρρητο της επικοινωνίας μπορεί να αίρεται μόνο για τους πιο πάνω λόγους.)
Αντίθετα από εκείνες των Βρυξελλών, που είχαν αποτέλεσμα τη σύλληψη ατόμων και την εξάρθρωση εγκληματικού κυκλώματος, οι δικές μας δεν είχαν κάποιο αντίστοιχο αποτέλεσμα. Εδώ ουδείς συνελήφθη, κανένα έγκλημα δεν αποκαλύφθηκε. Κανείς εθνικός κίνδυνος δεν ακούστηκε να αποσοβήθηκε.
Βέβαια, στο σημείο αυτό θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι τα αποτελέσματα δεν έρχονται πάντοτε αμέσως και είναι πιθανό να δούμε κάτι σχετικό στο μέλλον. Είτε, ότι ο ιθύνων νους των παρακολουθήσεων, που θεώρησε τόσους ανθρώπους ως ύποπτους τέλεσης σοβαρών εγκλημάτων ή εθνικά επικίνδυνους και τους έβαλε σε επισύνδεση δίχως αποτέλεσμα, ήταν λίαν ευφάνταστος (πάντως, αντιρρήσεις του είδους αυτού μέχρι τώρα δεν έχουν ακουστεί.)
Από την άλλη, οι κατήγοροι της κυβέρνησης ισχυρίζονται ότι οι υποκλοπές έγιναν με κατάχρηση εξουσίας: Δηλαδή, ναι μεν έφεραν όλα τα εξωτερικά στοιχεία της νομιμότητας, πλην όμως κινήθηκαν προφανώς από σκοπό άλλον, εκτός από εκείνον που το Σύνταγμα επιδιώκει (την εθνική ασφάλεια ή τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.) Δηλαδή, η κατεύθυνσή τους δεν συνέπιπτε με την κατεύθυνση του Συντάγματος, ο σκοπός τους ήταν καταδήλως διαφορετικός από τον σκοπό εκείνου.
Αυτά είναι τα προφανή ενδεχόμενα, οι εκδοχές για την εξήγηση των παρακολουθήσεων. Διαλέγουμε και παίρνουμε.
* Ο Παρασκευάς Μαμαλάκης είναι συγγραφέας