Σοβαρές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία του νοσοκομείου Ρεθύμνου προκαλεί η απουσία ικανού αριθμού αναισθησιολόγων, που έχει ως αποτέλεσμα αφενός να έχουν πάει πολύ πίσω τα τακτικά χειρουργεία, αλλά να αντιμετωπίζονται τεράστιες δυσκολίες ακόμα και στα έκτατα περιστατικά, για τα οποία όπως λένε οι γιατροί, λειτουργεί μονάχα ένα τραπέζι. Το πρόβλημα όμως αυτό δημιουργεί τεράστιο ζήτημα και στις διακομιδές ασθενών βαρέως πασχόντων και διασωληνωμένων σε γειτονικά νοσηλευτικά ιδρύματα. Παρότι σύμφωνα με την τελευταία νομοθεσία, οι διακομιδές ασθενών μπορούν να γίνουν εκτός από τους αναισθησιολόγους και από γιατρούς ειδικοτήτων, το προσωπικό του νοσοκομείου Ρεθύμνου, αντιδρά, τονίζοντας ότι δεν έχει την εκπαίδευση και εξειδίκευση στον χειρισμό των λεπτών διαδικασιών που απαιτούνται κατά τη μεταφορά διασωληνωμένων ασθενών, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι βαριά περιστατικά και χρήζουν εξειδικευμένης φροντίδας.
Τα παραπάνω ζητήματα συζητήθηκαν χθες σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Σπίτι του Πολιτισμού, όπου γιατροί και εργαζόμενοι ήθελαν να γνωστοποιήσουν στην κοινωνία τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν. Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν γιατροί εργαζόμενοι και πολίτες του Ρεθύμνου. Παρόντες ήταν ο δήμαρχος Ρεθύμνου Γιώργος Μαρινάκης, και οι αντιδήμαρχοι Άννα Ελευθεριάδου-Γκίκα και Θωμάς Κρεβετζάκης.
Η Ορθοπεδικός χειρουργός Αναστασία Γαρμπή αναφέρθηκε στα σοβαρά προβλήματα που καταγράφονται στον χειρουργικό τομέα, όπου κυρίως εξαιτίας της απουσίας αναισθησιολόγων, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν τα τακτικά περιστατικά, ενώ όπως είπε μετ’ εμποδίων γίνονται και τα έκτακτα χειρουργεία: «Το πρόβλημα στο νοσοκομείο Ρεθύμνου δεν είναι καινούριο, είναι παλιό, όμως όσο προχωράει και με την οικονομική κρίση που οδήγησε στην υποστελέχωση του νοσοκομείου και την υγειονομική κρίση με τον κορονοϊό, το πρόβλημα έχει γίνει πολύ μεγαλύτερο. Όσον αφορά το χειρουργικό κομμάτι, τα τελευταία δύο χρόνια στο νοσοκομείο δε μπαίνουν τακτικά περιστατικά, τόσο για χειρουργούς, όσο για ορθοπεδικούς, για τους γυναικολόγους και για τους ΩΡΛ. Το νοσοκομείο υπολειτουργεί, έρχεται κόσμος στα εξωτερικά ιατρεία και μας ζητά να χειρουργηθεί και εμείς δε μπορούμε να το κάνουμε. Μετ’ εμποδίων γίνονται ακόμη και τα έκτακτα χειρουργεία. Συμβαίνει πολύ συχνά ασθενείς με κατάγματα κάτω άκρων να περιμένουν 7,8 και 10 μέρες ώστε να χειρουργηθούν. Λειτουργεί ένα τραπέζι μόνο για τα επείγοντα. Το βασικότερο πρόβλημα είναι η έλλειψη αναισθησιολόγων, κάτι που παρατηρείται σε πανελλαδικό επίπεδο».
Σύμφωνα με την ίδια το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα και για να γίνει αυτό ο μόνος τρόπος είναι να δοθούν ελκυστικά κίνητρα στους γιατρούς για να καλυφθούν οι θέσεις: «Πολλοί έφυγαν στο εξωτερικό. Είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, πρέπει να δοθούν κίνητρα για να έρθουν αναισθησιολόγοι, να είναι πιο καλές οι θέσεις και πιο ελκυστικές».
Από την πλευρά του ο Ιωάννης Στουπής – Παθολόγος ογκολόγος, ανέφερε:
«Θέλουμε να επικοινωνήσουμε με τους πολίτες του Ρεθύμνου, σχετικά με τα προβλήματα τα οποία έχουν προκύψει από την υποστελέχωση του νοσοκομείου, προβλήματα τα οποία είτε αφορούν το κομμάτι της δυνατότητας για χειρουργικές επεμβάσεις, είτε αφορούν το κομμάτι της δυνατότητας για διακομιδή βαρέως πασχόντων ασθενών, τα οποία είναι προβλήματα που αφορούν και το δικό μας νοσοκομείο, αλλά και άλλα δευτεροβάθμια νοσοκομεία στην περιφέρεια. Θέλουμε η κοινωνία να είναι ενήμερη, όχι για να τρομάξει, αλλά για να είναι μαζί μας και να διεκδικήσει με μεγαλύτερο «πάθος» τα δικαιώματα, όσον αφορά το κομμάτι της ιατρικής περίθαλψης ».
Για ελλείψεις σε βασικά τμήματα που έχουν ως αποτέλεσμα το προσωπικό να μην μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στα καθήκοντά του, έκανε λόγο η Αθανασία Πατούση, νευρολόγος, τονίζοντας πως:
«Το νοσοκομείο καλύπτει ένα πολύ μεγάλο μέρος του νομού, το Ρέθυμνο είναι μια πόλη που το καλοκαίρι διπλασιάζεται σε πληθυσμό. Είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα νοσοκομείο που λειτουργεί σωστά. Είναι απαραίτητο το νοσοκομείο να υποστηριχθεί τόσο από εμάς, όσο από τον πληθυσμό, όσο από τις αρχές του τόπου. Θέλουμε να ενημερώσουμε τον κόσμο για να υποστηρίξει το νοσοκομείο, το οποίο θα αποβεί προς το συμφέρον του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα του νοσοκομείου είναι ότι δε μπορεί η εκάστοτε ειδικότητα, να εξασκήσει το ειδικό έργο για το οποίο έχει εκπαιδευτεί. Δεν υπάρχουν όλες οι απαραίτητες προδιαγραφές, υπάρχουν ελλείψεις σε βασικά τμήματα με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι χειρουργοί να κάνουν τα χειρουργεία που θέλουν, να μην μπορεί η παθολογική να λειτουργήσει με εξωτερικά ιατρεία ».
Αναφορικά με το σοβαρό ζήτημα που απασχολεί τους γιατρούς του νοσοκομείου το τελευταίο διάστημα και δεν είναι άλλο από τις διακομιδές βαρέως πασχόντων, η γιατρός του νοσοκομείου και αντιδήμαρχος Άννα Ελευθεριάδου τόνισε: «Η διοίκηση του νοσοκομείου μας δεν είναι κακή, αντιθέτως είναι πολύ αποτελεσματική και δραστήρια. Έχει όμως δεμένα τα χέρια εφόσον το κεντρικό κράτος νομοθετεί άκριτα, πρόχειρα και επικίνδυνα. Εγώ προσωπικά δεν θα συνοδεύσω διασωληνωμένο ασθενή με το ασθενοφόρο. Ας με πάνε μέσα με χειροπέδες. Έχω δώσει όρκο στον Ιπποκράτη να βοηθώ και να μην βλάπτω τον άρρωστο. Είναι ηθικό το ζήτημα κι έτσι το αντιμετωπίζουμε εμείς οι γιατροί του νοσοκομείου Ρεθύμνου».
H παθολόγος του νοσοκομείου Ρεθύμνου Ελένη Ιωαννίδου υποστήριξε ότι τα προβλήματα με τις ελλείψεις προσωπικού έγιναν πιο έντονα την περίοδο της πανδημίας, καθώς οι ανάγκες αυξήθηκαν: «Δεν ενισχυθήκαμε καθόλου από την αρχή της πανδημίας. Θα ακούσετε από την ΥΠΕ ότι έγιναν 50, 80, 100 προσλήψεις αλλά μιλάμε για προσωπικό που ερχόταν για μια εφημερία. Το νοσηλευτικό ενισχύθηκε σε έναν βαθμό, δυσανάλογα βέβαια γιατί οι ανάγκες ήταν τόσο πολύ αυξημένες που δε μπορούσαμε να τις αγνοήσουμε. Αντίθετα εμείς, όσοι ήμασταν ακολουθήσαμε την πίεση που δέχθηκε το νοσοκομείο».
Η κ. Ιωαννίδου ανέφερε πως η παθολογική κλινική είναι η μεγαλύτερη σε επίπεδο Κρήτης και παραθέτοντας στοιχεία νοσηλειών ανέφερε ότι το 2021 νοσηλευτήκαν 1.620 περιστατικά. Στο νοσοκομείο Ρεθύμνου όπως είπε υπάρχουν τέσσερις παθολόγοι και στο ΠΑΓΝΗ έχουν 14. Τα ΤΕΠ πρόσθεσε, λειτουργούν εδώ και δύο χρόνια με επτά καινούριους χώρους με το ίδιο προσωπικό. Από την αρχή του χρόνου ανέφερε έχουν εξυπηρετηθεί 21.000 περιστατικά από τα ΤΕΠ και στο ΠΑΓΝΗ έχουν περάσει 28.000. Οι θέσεις των επειγοντολόγων στο ΠΑΓΝΗ είναι 15, στο Βενιζέλειο 17, στο Ρέθυμνο είναι 3. «Υπάρχουν μέρες που δεν εφημερεύει κανείς στο Ρέθυμνο, ενώ στο ΠΑΓΝΗ εφημερεύουν πέντε κάθε μέρα και στο Βενιζέλειο 7» συμπλήρωσε.
Κυρίαρχο ζήτημα όπως είπε είναι η απουσία αναισθησιολόγων, καθώς αυτό έχει επιπτώσεις και στον χειρουργικό τομέα, αλλά και στο ζήτημα των διακομιδών βαρέως πασχόντων και διασωληνωμένων ασθενών, για το οποίο οι γιατροί αντιδρούν, καθώς όπως λένε δεν έχουν την εξειδίκευση να αναλάβουν αυτό το καθήκον. Χαρακτηριστικά, ανέφερε: «Το βασικό πρόβλημα της υποστελέχωσης είναι οι αναισθησιολόγοι. Έχουμε τρεις αναισθησιολόγους που έχει οδηγήσει σε μια μεγάλη κατάρρευση του χειρουργικού τομέα. Τακτικά χειρουργεία δε γίνονται εδώ και τρία χρόνια. Η χειρουργική κλινική έχει καταρρεύσει. Οι ειδικευόμενοι νέοι γιατροί δεν έρχονται, γιατί δε μπορούν να ανταπεξέλθουν και να μπουν στα χειρουργεία.
Το θέμα των αναισθησιολόγων έχει επηρεάσει όλη τη λειτουργία του νοσοκομείου. Το θέμα των διακομιδών επηρεάζεται άμεσα από το θέμα των αναισθησιολόγων.
Το καμπανάκι του κινδύνου είναι για γιατρούς και νοσηλευτές που παραιτούνται ο ένας μετά τον άλλον, γιατί δε βλέπουν μέλλον, γιατί βλέπουν ότι αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμοι, ως άτομα τα οποία θα πάνε να κάνουν λίγο εμβολιαστικό, λίγο κόβιντ και λίγο επείγοντα και τώρα μας έχουν πει να κάνουμε και λίγο διακομιδές, κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την ηθική μας, με την ασφάλεια των ασθενών και γι αυτόν τον λόγο προσπαθούμε με κάθε τρόπο να αντιδράσουμε».
Από την πλευρά του το μέλος της ένωσης γιατρών ΕΣΥ, ο ακτινολόγος Γιάννης Σαριδάκης ανέφερε:
«Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική καμπή για τη δημόσια υγεία. Το ζήτημα των διακομιδών το οποίο ήταν το κυρίαρχο τον τελευταίο καιρό, αναδεικνύει τη διαχρονική υποβάθμιση και απαξίωση της δημόσιας υγείας, του ασθενή και του νοσοκομειακού γιατρού. Σε αυτόν τον τόπο, μόνο όταν η κοινωνία ενεργοποιήθηκε, μπόρεσε να περιφρουρήσει αποτελεσματικά τις δομές της δημόσιας υγείας. Αυτό είναι αναγκαίο να γίνει και τώρα για να πάρει η κοινωνία την υπόθεση στα χέρια της γιατί ίσως αύριο να είναι αργά».
Η κ. Ασημοπούλου, πολίτης εκ μέρους του Συντονιστικού Υγείας στη διάρκεια της χθεσινής εκδήλωσης ανέφερε: «Η ανάγκη μας για να ζήσουμε μια αξιοπρεπή ζωή με την περίθαλψη στην υγεία, όπως μας αξίζει και η πεποίθηση ότι ο αγώνας από τα κάτω είναι και ο τίμιος αγώνας που θέλουμε να κάνουμε, μας έκανε να συστήσουμε αυτό το Συντονιστικό Υγείας. Στο συντονιστικό υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δουλεύουν στο νοσοκομείο Ρεθύμνου, ωστόσο δεν είμαστε όλοι και όλες εργαζόμενοι στη δημόσια υγεία, απλά καταλαβαίνουμε το χρέος μας για να κάνουμε κάτι».