Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της συζήτησης στην τρίτη συνάντηση του κύκλου ομιλιών «Το Πανεπιστήμιο στην Κοινωνία», που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα στο Σπίτι του Πολιτισμού, υπήρξε το εκπαιδευτικό δημόσιο σύστημα, καθώς και ο ρόλος του διεθνούς προγράμματος συγκριτικής αξιολόγησης PISA.
Οι επιστήμονες μέσα από τις εισηγήσεις τους αναφέρθηκαν στο ελληνικό σχολείο, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό σύστημα σε σχέση με τις κοινωνικές ανισότητες και πως αυτές συνδέονται με τις εκπαιδευτικές ανισότητες. Μίλησαν για τους στόχους ενός δημοκρατικού σχολείου και τον ρόλο του διαγωνισμού PISA.
Το διεθνές πρόγραμμα συγκριτικής αξιολόγησης «Programme for International Student Assessment» (PISA) διοργανώνεται στα σχολεία κάθε τρία χρόνια από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) από το 2000 και στόχο έχει την αξιολόγηση των γνώσεων και των δεξιοτήτων των μαθητών/τριών ηλικίας 15 ετών σε διάφορες χώρες του κόσμου, ώστε να «αντλήσει» πληροφορίες σχετικά με την απόδοση του εκπαιδευτικού συστήματος της κάθε χώρας. Ακολούθως και αναλόγως με τα αποτελέσματα γίνονται παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα για την καλύτερη απόδοσή του.
Στις ομιλίες που πραγματοποιήθηκαν υπήρξε έντονος προβληματισμός γύρω από το πρόγραμμα PISA και τη στόχευσή του, όπως και για το κατά πόσο συμβάλει θετικά και αποτελεσματικά στην παιδεία, προσεγγίζοντας το ζήτημα από κοινωνιολογικής πλευράς.
Ο καθηγητής Εκπαιδευτικής Πολιτικής και Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Διονύσιος Γουβιάς, στην εισήγησή του ανέλυσε μεταξύ άλλων τις στοχεύσεις του προγράμματος PISA και την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων για τα εκπαιδευτικά συστήματα στις χώρες που συμμετέχουν:
«Το διεθνές πρόγραμμα συγκριτικής αξιολόγησης PISA του ΟΟΣΑ αξιολογεί το βαθμό στον οποίο οι δεκαπεντάχρονοι/ες μαθητές/τριες έχουν αποκτήσει βασικές γνώσεις και δεξιότητες που είναι απαραίτητες – σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ – για την «πλήρη συμμετοχή στις σύγχρονες κοινωνίες». Η αξιολόγηση, η οποία επικεντρώνεται στην Ανάγνωση, τα Μαθηματικά και τις Φυσικές επιστήμες, δεν γίνεται μόνο για να διαπιστωθεί αν οι μαθητές/τριες μπορούν να αναπαράγουν ό,τι έχουν μάθει. Εξετάζει επίσης το πόσο καλά μπορούν να κάνουν προβλέψεις από ό,τι έχουν μάθει και να εφαρμόσουν τις γνώσεις σε πρωτόγνωρες συνθήκες, τόσο εντός όσο και εκτός σχολείου. Η προσέγγιση αυτή αντανακλά το γεγονός ότι – σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ – οι σύγχρονες κοινωνίες «ανταμείβουν τα άτομα όχι για ό,τι ξέρουν, αλλά για το τι μπορούν να κάνουν με αυτά που ξέρουν». Επίσης, υπάρχει ξεχωριστό ερωτηματολόγιο το οποίο καταγράφει κάποια προσωπικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των μαθητών/τριών (όπως και ξεχωριστά ερωτηματολόγια συγκεκριμένων δεξιοτήτων των μαθητών/τριών, ή ερωτηματολόγια που απευθύνονται στη σχολική μονάδα). Τα ευρήματα επιτρέπουν σε φορείς χάραξης πολιτικής σε ολόκληρο τον κόσμο να μετρήσουν τις γνώσεις και τις δεξιότητες των μαθητών/τριών στις χώρες τους, σε σύγκριση με εκείνες άλλων χωρών, να καθορίσουν μια εκπαιδευτική πολιτική που βασίζεται σε μετρήσιμους στόχους, και να μάθουν από τις πολιτικές και τις πρακτικές που έχουν εφαρμοστεί και αλλού».
«Η εξέταση του PISA έχει τον χαρακτήρα του διαγωνισμού»
Από την πλευρά του ο καθηγητής στο Πειραματικό Λύκειο Ρεθύμνου Παναγιώτης Σάμιος ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ο οποίος όπως είπε από τη στόχευση και τον χαρακτήρα του PISA προκύπτει ότι πρόκειται περισσότερο για διαγωνισμό, παρά για πρόγραμμα:
«Από ό,τι φαίνεται ο PISA ως διοργανωμένος από τον ΟΟΣΑ, ο οποίος είναι ένας οργανισμός για την οικονομική ανάπτυξη, έχει έναν καταρχήν οικονομικό προσανατολισμό, δηλαδή πως η παιδεία θα γίνει πιο αποτελεσματική οικονομικά. Το ερώτημα είναι εάν αυτό εκτός από την οικονομική διάσταση εξυπηρετεί και τις υπόλοιπες διαστάσεις που καλείται να υπηρετήσει η δημόσια παιδεία. Αξίζει τον κόπο να τροποποιήσουμε τα προγράμματα σπουδών και τον τρόπο διδασκαλίας έτσι ώστε να πετύχουμε καλύτερο σκορ στον PISA; Όταν ανακοινώνονται τα αποτελέσματα ειδικά στις δυτικές δημοκρατίες όπως η δική μας, αυτό συνοδεύεται από έναν πολύ μεγάλο δημόσιο θόρυβο με πρωτοσέλιδα και δημοσιεύματα, ότι «πατώσαμε στον PISA», «θα πέσει η PISA να μας πλακώσει». Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, συμβαίνει στη Γερμάνια, στην Αμερική, στη Δανία, σε πάρα πολλές χώρες όπου καλούνται οι κυβερνήσεις να πάρουν μέτρα σοκ για να αλλάξει αυτό το πράγμα, κατά παρέκκλιση της πάγιος τακτικής στη παιδαγωγική όπου τέτοιου είδους αλλαγές πρέπει να μελετηθούν σε βάθος δεκαετίας τουλάχιστον. Ο PISA και ο ΟΟΣΑ συνεργάζεται με ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες παρέχουν εκπαιδευτικά σενάρια, συστήματα αποτίμησης, τεχνογνωσία και εφαρμόζουν διδασκαλίες οι οποίες είναι προσαρμοσμένες στο στυλ του διαγωνισμού».
Στη συνέχεια ο κ. Σάμιος σχολίασε τις χώρες που βρίσκονται πιο υψηλά στην κατάταξη του διαγωνισμούς PISA, καταλήγοντας ότι πρόκειται για μια «διαγωνιστική» διαδικασία ανάμεσα στις χώρες και τα εκπαιδευτικά τους συστήματα:
«Οι χώρες που πετυχαίνουν τα πιο υψηλά σκορ είναι στην Άπω Ανατολή, όπως είναι η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία. Αυτές οι χώρες που πετυχαίνουν τόσο υψηλά σκορ έχουν κάποια χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικά από τα δικά μας σαν φιλελεύθερες δημοκρατίες. Πέρα από δημοκρατικό έλλειμμα, χαρακτηρίζονται από μια άλλου τύπου έννοια υπακοής μέσα στην τάξη και γενικότερα ως κοινωνίας από άποψη αυστηρότητας. Εμείς σαν δυτικός κόσμος εδώ και κάποιους αιώνες έχουμε πάρει την απόφαση ότι θα απεμπολήσουμε ένα μέρος ενδεχομένως αποτελεσματικότητας που φέρνει πειθαρχεία χάρη της ελευθερίας και αυτό φαίνεται τελικά να διαπιστώνεται ως έλλειμμα στις επιδόσεις. Αξίζει τον κόπο να προσαρμοστούμε σε ένα άλλο μοντέλο άραγε, να πάμε σε μια απολύτως καθοδηγούμενη διδασκαλία με λιγότερο διάλογο και πιο πολύ μεταφορά γνώσης παρά οικοδόμηση; Η ίδια η εξέταση του PISA έχει τον χαρακτήρα του διαγωνισμού. Το θέμα είναι να βγεις πάνω από τους άλλους. Αυτές οι πολιτικές γενικά δεν έχουν καλά αποτελέσματα, ούτε όσον αφορά στην προώθηση καινοτομίας, ούτε για την ευζωία των μαθητών. Ο PISA έχει κατηγορηθεί από πάρα πολλούς ακαδημαϊκούς ανά τον κόσμο ότι «σκοτώνει» τη διδασκαλία. Εάν μας ενδιαφέρει πέρα από το να είναι ο άλλος καλός στην ανάγνωση, στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες, να γίνει ένας πιο ολοκληρωμένος πολίτης ο οποίος θα κληθεί να πάρει αποφάσεις, να μπορεί να λέει τη γνώμη του, να την υπερασπίζεται και να τη χτίζει με επιχειρήματα, εκεί τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Αυτά δεν εξετάζονται καθόλου μέσα στον PISA. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες, οι κοινωνικές επιστήμες, η φιλοσοφία, δεν εξετάζονται καθόλου. Υποβαθμίζονται και οδηγούμε σε ένα τυποποιημένο μοντέλο».
«Ζητάμε συνεχώς έναν σχολικό ψυχολόγο, αλλά όχι έναν κοινωνιολόγο της εκπαίδευσης»
Στην ομιλία του ο Θεόδωρος Ελευθεράκης, καθηγητής Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης συνέδεσε τις συνθήκες της εκπαίδευσης με αυτές τις κοινωνίας καθώς, όπως επεσήμανε ο ίδιος, το σύστημα του σχολείου με αυτό της κοινωνίας είναι αλληλοεπιδρώμενα.
Ο κ. Ελευθεράκης μίλησε για τη δημιουργία ενός δημοκρατικού εκπαιδευτικού συστήματος, δηλώνοντας ότι το πρόγραμμα PISA δεν λαμβάνει υπόψη όλες τις στοχεύσεις ενός αποτελεσματικού δημοκρατικού σχολείου.
Σύμφωνα με τον ο κ. Ελευθεράκης η δημιουργία ενός δημοκρατικού εκπαιδευτικού συστήματος, μπορεί να επιτευχθεί με τη συμβολή του κοινωνιολόγου της εκπαίδευσης στη σχολική τάξη, καθώς είναι αυτός που όπως είπε μπορεί να παρέμβει στο σύνολο των μαθητών:
«Το «φάρμακο» κατά τη δική μου άποψη, από τη σκοπιά του κοινωνιολόγου της εκπαίδευσης είναι το εξής: Για να αλλάξουμε την κουλτούρα της κοινωνίας, του εκπαιδευτικού συστήματος, των εκπαιδευτικών, των γονιών κ.λπ., θα πρέπει εκτός από τις ατομικές παρεμβάσεις στις οποίες συμβάλει ο ψυχολόγος ή ο κοινωνικός λειτουργός, πρέπει να επέμβουμε και στην ομάδα. Δηλαδή να φτιάξουμε δημοκρατικές σχολικές τάξεις, δημοκρατικές σχολικές κοινότητες. Εκεί είναι που μπορεί να βοηθήσει ο κοινωνιολόγος της εκπαίδευσης. Ζητάμε και αποζητούμε συνεχώς έναν σχολικό ψυχολόγο, έναν κοινωνικό λειτουργό, αλλά όχι έναν κοινωνιολόγο της εκπαίδευσης, ο οποίος θα δείξει με ποιον τρόπο θα πρέπει να λειτουργεί η σχολική τάξη και η σχολική κοινότητα με έναν δημοκρατικό τρόπο που μέσα εκεί τα παιδιά θα βιώνουν τη δημοκρατία, θα βιώνουν μια κοινωνικοποίηση δημοκρατική, την οποία θα βιώνουν και τα μεταλαμπαδεύουν στις ευρύτερη κοινωνία. Αλληλεπιδρώμενα είναι τα δυο συστήματα, το σύστημα του σχολείου με το σύστημα της κοινωνίας. Η κοινωνία μας πιστεύει ότι το άτομο ευθύνεται και όχι η ομάδα και η κοινωνία. Άρα το άτομο που έχει πρόβλημα, πρέπει να του κάνουμε ενέσεις ψυχολογικές για να το ενισχύσουμε να πάει που; Σε μια αθεράπευτη και ανοργάνωτη ομάδα; Σε μια σχολική τάξη, σε μια σχολική κοινότητα η οποία ότι βελτίωση έχει δεχτεί το παιδί θα την καταστρέψει πάραυτα;».
Συντονιστής της εκδήλωσης ήταν ο διευθυντής Β/βάθμιας Εκπαίδευσης Ρεθύμνου Μανούσος Μαραγκάκης.
Υπενθυμίζεται ότι ο κύκλος ομιλιών «Το Πανεπιστήμιο στην Κοινωνία» συνδιοργανώνεται από τη σχολή Κοινωνικών Επιστημών του πανεπιστημίου Κρήτης, τα ενταγμένα στο Κ.Ε.ΜΕ. (Κέντρο Ερευνών και Μελετών) εργαστήριά της, την Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνου και τον δήμο Ρεθύμνης. Η φετινή χρονιά είναι αφιερωμένη στη θεματική ενότητα «Εκπαίδευση και δεξιότητες στην ψηφιακή εποχή» και διοργανώνεται σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ρεθύμνου και τη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ρεθύμνου.