Του Νεκτάριου Παπαδογιάννη Καθηγητή του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, τ. Αντιπρύτανη
Την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκαν οι βάσεις εισαγωγής στις Πανεπιστημιακές Σχολές της χώρας. Κοινό χαρακτηριστικό είναι η σημαντική πτώση των βάσεων και, σε πολλές περιπτώσεις, η χαμηλή πληρότητα των προσφερόμενων θέσεων των Σχολών που αποφοιτούν οι εκπαιδευτικοί σε όλα τα Πανεπιστήμια της χώρας.
Τμήματα Κλασσικής Φιλολογίας, Μαθηματικών, Φυσικής και Δασκάλων είναι χαρακτηριστικά του είδους. Ας δούμε, για παράδειγμα, τι συμβαίνει με τις βάσεις (90% ΓΕΛ) σε αυτά τα Τμήματα στην Κρήτη: α) Το Τμήμα Κλασσικής Φιλολογίας είχε βάση 16874 το έτος 2000, 16354 το έτος 2010 και 9558 φέτος, β) Στο Τμήμα Μαθηματικών και Εφαρμοσμένων Μαθηματικών (με δύο εισαγωγικές κατευθύνσεις) η βάση ήταν 15960 το 2000, 15596 το 2010 και 10620 (10800) φέτος, γ) Στο Τμήμα Φυσικής ήταν 16171 το 2000, 15755 το 2010 και 12825 φέτος και τέλος δ) Στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης 15097 το 2000, 17562 το 2010 και 13350 φέτος.
Έτος |
Φιλολογίας Κρήτης |
Μαθηματικών Κρήτης |
Φυσικής Κρήτης |
ΠΤΔΕ Κρήτης |
2000 |
16874 |
15960 |
16171 |
15097 |
2010 |
16354 |
15596 |
15755 |
17562 |
2023 |
09558 |
10620 |
12825 |
13350 |
Που οφείλεται αυτή η καταφανής πτώση των βάσεων και τι συνέπειες μπορεί να έχει στο μέλλον στην εκπαίδευση; Θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις βασικές αιτίες αλλά και τις συνέπειες στο εθνικό σύστημα εκπαίδευσης και τέλος να προτείνουμε κάποιες λύσεις στο δύσκολο αυτό πρόβλημα.
Από τη δεκαετία του 1990-2000 διαφάνηκε ότι η απορρόφηση των πτυχιούχων εκπαιδευτικών στη δημοσία εκπαίδευση άρχισε να είναι εξαιρετικά προβληματική. Ενώ τα προηγούμενα χρόνια ο διορισμός ήταν καθαρά θέμα αναμονής (επετηρίδα) στο τέλος της προαναφερόμενης δεκαετίας εισήχθησαν οι εξετάσεις του ΑΣΕΠ για το μόνιμο διορισμό των εκπαιδευτικών. Τα μόρια του διαγωνισμού προστίθονταν με τα μόρια προϋπηρεσίας σε ένα μεικτό σύστημα για τους έχοντες διδακτική προϋπηρεσία. Λόγω της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού από την απογραφή του 1991 μέχρι αυτή του 2001 (+700.000 κάτοικοι) το πρόβλημα της αδιοριστίας ήταν απλά στα όρια του ανεκτού μέχρι περίπου το 2010. Μάλιστα κάποιες ειδικότητες, ιδίως της πρωτοβάθμιας, γνώρισαν ταχεία απορρόφηση που έφερε σημαντική αύξηση της βάσης στα αντίστοιχα Τμήματα λόγω του κανόνα της «προσφοράς-ζήτησης» (πχ δες στον πίνακα την αύξηση της βάσης στο ΠΤΔΕ το 2010 σε σχέση με το 2000).
Η μακρόχρονη οικονομική κρίση επέφερε σημαντικότατο πλήγμα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης με σημαντική μείωση των δημόσιων επενδύσεων. Στα πλαίσια αυτά οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί επλήγησαν με πολύ σημαντικές μειώσεις στο μισθό τους. Τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα στους νέους αποφοίτων των Τμημάτων εκπαιδευτικών. Οι μόνιμες προσλήψεις σταμάτησαν για πάνω από δέκα χρόνια. Χιλιάδες αναπληρωτές καθηγητές κάλυπταν του μη-διορισμούς γυρνώντας από πόλη σε πόλη με μισθούς «πείνας» προσπαθώντας να επιβιώσουν και να καλύψουν τα στοιχειώδη και ταυτόχρονα να έχουν τη ψυχική ισορροπία και ηρεμία που απαιτεί το λειτούργημά τους. Στον αγώνα τους για μόνιμο διορισμό αναγκάστηκαν να αποκτήσουν ακαδημαϊκά προσόντα πολύ παραπάνω από τις απαιτήσεις της εργασίας τους σπουδάζοντας σε δεκάδες προσφερόμενα μεταπτυχιακά πολλές φορές με δυσβάστακτα δίδακτρα.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια νέων μόνιμων διορισμών εκπαιδευτικών που όμως είναι σταγόνα στον ωκεανό αν σκεφτούμε ότι νέοι εκπαιδευτικοί που αποφοιτούν κάθε χρόνο έχουν σχεδόν μηδενικές πιθανότητες να εργασθούν στην εκπαίδευση. Τα πράγματα αναμένεται να γίνουν ακόμα πιο δύσκολα από τη σημαντική μείωση του πληθυσμού της χώρας από το 2001 στο 2021 (-520.000 κάτοικοι).
Τα παραπάνω οδήγησαν σημαντικό αριθμό τελειόφοιτων του λυκείου να μην δηλώνουν στις πρώτες προτιμήσεις τους στο μηχανογραφικό τις σχολές εκπαιδευτικών. Το πλεονέκτημα των σχολών αυτών ήταν ανέκαθεν ότι οι μαθητές αισθάνονταν οικεία με τη φοίτηση σε αυτές καθώς ήξεραν από τα μαθήματα του σχολείου τους πάνω κάτω τι θα σπουδάσουν. Αυτό το πλεονέκτημα σιγά σιγά χάνεται. Η σταδιακή απαξίωση των σπουδών που προσφέρουν οι παραπάνω σχολές θεωρώ ότι θα έχει σύντομα σημαντικές συνέπειες στην εκπαίδευση των νέων Ελλήνων. Οποιοδήποτε επαγγελματικό κλάδο κι αν ακολουθήσει κάθε μαθητής, η βάση είναι η γλώσσα, τα μαθηματικά και οι φυσικές επιστήμες. Σήμερα αρκετοί υποψήφιοι επιλέγουν τις «καθηγητικές» σχολές εξ ανάγκης καθώς δεν μπορούν να εισαχθούν σε άλλες σχολές με καλύτερο επαγγελματικό μέλλον. Ο εκπαιδευτικός όμως επιτελεί λειτούργημα και πρέπει να είναι λάτρης της επιστήμης που σπούδασε για να μπορέσει να τη μεταδώσει.
Έχουμε όμως εύκολες λύσεις στο διαφαινόμενο σημαντικό αυτό κοινωνικό πρόβλημα; Υπάρχουν απόψεις που υποστηρίζουν ότι χρειάζεται μείωση των Τμημάτων των σχολών αυτών. Δεν συμμερίζομαι άκριτα την άποψη αυτή. Η κλασσική παιδεία, τα μαθηματικά και η φυσική είναι οι βάσεις του Δυτικού Πολιτισμού. Σίγουρα θα μπορούσε να γίνει μια ανακατανομή εισακτέων με περισσότερους ίσως εισακτέους σε σχολές μεγάλης ζήτησης όπως αυτών της σύγχρονης τεχνολογίας. Αυτό που κατά τη γνώμη μου χρειάζεται είναι η αναθεώρηση των πολιτικών στην αγορά εργασίας συνοδευόμενη από κρατικές επενδύσεις ώστε να ανοιχθούν νέες προοπτικές απασχόλησης για τους φοιτούντες σε αυτές τις σχολές. Με αυτό τον τρόπο όσοι δεν μπορέσουν ή δεν θέλουν να γίνουν εκπαιδευτικοί στα σχολεία να έχουν διεξόδους εργασίας στο αντικείμενο που σπούδασαν. Με αυτό τον τρόπο οι εν λόγω σπουδές θα καταστούν ξανά ελκυστικές.
Οι παρακάτω προτάσεις είναι απλές και ακοστολόγητες σκέψεις ενός ακαδημαϊκού δασκάλου και τις παραθέτω ως τροφή για σκέψη.
α) Η χώρα μας μπορεί ex officio να καταστεί ένα διεθνές κέντρο Κλασικών Σπουδών και Ελληνικής Γραμματείας. Αυτό σε συνδυασμό με τα εξαιρετικά μας μουσεία, τους πολλούς και εξαίρετους αρχαιολογικούς χώρους, τον κλασσικό αθλητισμό και τα ολυμπιακά ιδεώδη, αλλά και τον βυζαντινό ελληνορθόδοξο πολιτισμό μπορούν να δώσουν στη χώρα μας σημαντική αναπτυξιακή ώθηση. Φιλόλογοι, Ιστορικοί, Αρχαιολόγοι κτλ., έχουν πολλά να προσφέρουν σε μια τέτοια αναπτυξιακή δράση, που ναι μεν η πολιτεία πρέπει αρχικώς να επενδύσει, αλλά θεωρώ ότι λάβει στο μέλλον πολλαπλό το αντίτιμο. Η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να έχει σημαντικό ρόλο σε αυτή τη δράση.
β) Η χώρα μας βρίθει από Ερευνητικά κέντρα και Πανεπιστημιακά Τμήματα εφαρμογής της σύγχρονης τεχνολογίας. Απόφοιτοι των σχολών θετικών επιστημών έχουν σημαντικό ρόλο στην υποβοήθηση της διδασκαλίας και της έρευνας. Η διδασκαλία στα Πανεπιστημιακά Τμήματα Θετικών και Τεχνολογικών επιστημών απαιτεί την εξατομικευμένη διδασκαλία σε εργαστήρια. Κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης πέραν της μείωσης των Καθηγητών υπήρξε ταυτόχρονα δραματική μείωση των θέσεων του Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού και Ειδικού Τεχνικού Προσωπικού. Αυτή η έλλειψη παίζει σημαντικό ρόλο στην εγκατάλειψη των σπουδών από τους σημερινούς φοιτητές αφού η θεωρητική διδασκαλία από τα μέλη ΔΕΠ δεν επαρκεί για την κατανόηση των πολύπλοκων φυσικών φαινομένων και της νέας τεχνολογίας. Σε μια σωστά δομημένη ακαδημαϊκή αλυσίδα οι πτυχιούχοι των θετικών επιστημών έχουν ρόλο μέσα στα Πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα.
γ) Ο ιδιωτικός τομέας έχει σημαντικές δυνατότητες απορρόφησης αποφοίτων των «καθηγητικών» σχολών, ιδιαιτέρως αυτών της θετικής κατεύθυνσης. Σε πρόσφατό μου ταξίδι στο Johannes Gutenberg University στο Mainz της Γερμανίας ενημερώθηκα ότι περίπου 80% των αποφοίτων του Τμήματος Φυσικής εργάζονται στην βιομηχανία. Στα πλαίσια αυτά θεωρώ ότι πρέπει να δοθούν κίνητρα σε επιχειρήσεις για δημιουργία δομών «Έρευνας και Ανάπτυξης, R&D» με ταυτόχρονη πρόσληψη νέων επιστημόνων. Στα Τμήματα αυτά γίνεται εφαρμοσμένη έρευνα με σκοπό την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων και τη βελτίωση όλων των φάσεων των προϊόντων και υπηρεσιών της βιομηχανίας. Σημαντικό ρόλο μπορούν να παίξουν επίσης οι εταιρείες ακαδημαϊκών τεχνοβλαστών (spin-offs). Οι εταιρείες αυτές ξεκινούν μέσα σε πανεπιστημιακά κέντρα και ερευνητικά ιδρύματα με τη συνέργεια φοιτητών. Παρότι οι εταιρίες αυτές υποστηρίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω διαφορετικών προγραμμάτων, στην Ελλάδα δεν έχουν ακόμα το μερίδιο της αγοράς που απαιτείται για να συνεισφέρουν στη μείωση της ανεργίας των νέων πτυχιούχων.