Στην Ελλάδα, ο πληθυσμός των Ρομά υπολογίζεται περίπου σε 230.000 άτομα, τα οποία διαμένουν σε κάποιον από τους 330 οικισμούς που υπάρχουν σε όλη τη χώρα. Ένας από αυτούς τους οικισμούς βρίσκεται στην Κρήτη και συγκεκριμένα στην περιοχή της Νέας Αλικαρνασσού στο Ηράκλειο.
Ο καταυλισμός αυτός χρονολογείται από το 1982 και η υγειονομική του διάταξη έχει παραμείνει ίδια όλα αυτά τα χρόνια, αφού όλοι οι μετακινούμενοι πληθυσμοί του Ηρακλείου είχαν οδηγηθεί εκεί και έχουν παραμείνει εκεί. Αυτή στιγμή οι μόνιμοι κάτοικοι του καταυλισμού της Νέας Αλικαρνασσού είναι περίπου 700, ενήλικες και ανήλικοι, οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να διαβιούν σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, έχοντας υποδομές μόνο υδροδότησης και καθόλου ηλεκτροδότησης ή αποχετευτικού συστήματος.
Οι παραπάνω δυσκολίες, σε συνδυασμό με τη γενικότερη κουλτούρα των Ρομά, έχουν ως αποτέλεσμα τα άτομα αυτά να αυτοκατηγοριοποιούνται αποκλειστικά μέσα από ομάδες. Ειδικά σε ότι έχει να κάνει με τις γυναίκες Ρομά, γεννιούνται και μεγαλώνουν ως μέλη μιας κοινωνίας που οι κανόνες της, οριοθετούν και σημασιοδοτούν τη ζωή τους.
Στην τσιγγάνικη κουλτούρα για παράδειγμα, προέχει πάντα η ομάδα και το προσωπικό όφελος εντάσσεται και προσαρμόζεται μέσα στο συλλογικό. Η οικογένεια λοιπόν, αποτελεί σημαντικό μέρος της κοινωνικής ταυτότητας των γυναικών Ρομά, αφού αποτελεί μια μονάδα που τις στηρίζει οικονομικά. Παράλληλα, ιδιαίτερη βαρύτητα έχει και η εθιμοτυπία, η οποία τις θέλει να φροντίζουν το σπίτι και τα μικρότερη μέλη της οικογένειας μέχρι να έρθει η στιγμή να δημιουργήσουν τη δική τους.
Κατά γενική ομολογία, οι γυναίκες Ρομά δεν έχουν άποψη για τη δική τους τη ζωή, ωστόσο, οι πολιτικές ένταξης διακρίνουν ότι αποτελούν κομβικό πρόσωπο στην ανατροφή των παιδιών Ρομά, άρα και στη συνέχιση της τσιγγάνικης ομάδας. Υπό το σκεπτικό αυτό, αν αξιοποιηθεί σωστά αυτή η δυναμική, θα μπορέσει να αποτελέσει μια διαδικασία προόδου επιρροής για τις ίδιες και τα παιδιά τους.
Σε ότι έχει να κάνει με την εργασία, αξίζει να σημειωθεί ότι η νομαδική νοοτροπία των τσιγγάνων συνδέεται αναπόφευκτα με την έννοια της απασχόλησης, καθώς το γεγονός ότι είναι μετακινούμενη κοινωνική ομάδα δε τους βοηθάει να έχουν μια συγκεκριμένη, σταθερή δουλειά. Οι Ρομά δεν έχουν επαγγελματική εξέλιξη, καθώς κάποια από τα χαρακτηριστικά τους, τους κρατούν «δέσμιους», όπως είναι τα διακριτά πολιτισμικά τους στοιχεία, τα μεγάλα ποσοστά αναλφαβητισμού και τα περιορισμένα εκπαιδευτικά τους προσόντα. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που επικρατούν, οδηγούν στο να μπαίνουν συνεχώς σε μια διαδικασία κοινωνικού αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Η γυναίκα Ρομά από την άλλη, εκπαιδεύεται αποκλειστικά για να κάνει οικογένεια.
Η απασχόληση και η κοινωνικοπολιτισμική ταυτότητα των γυναικών Ρομά παρουσιάστηκε σε εκδήλωση του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας, της Σχολής Επιστημών Υγείας (ΣΕΥ) του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου με θέμα: «Ερευνητικά εγχειρήματα στην Κοινωνική Εργασία».
Σκοπός της εισηγήτριας, Αλίκης Ψαράκη, ήταν να αναδείξει τη σημασία που έχει η πρόσβαση στην αγορά εργασίας για τη γυναίκα Ρομά, ποιοι είναι οι λόγοι που οδηγούν στην επιλογή να δουλέψει και ποιοι παράγοντες την επηρεάζουν σε αυτή της την επιλογή. Την επίβλεψη της εργασίας είχε ο καθηγητής Βασίλης Παυλόπουλος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατέθηκαν, όταν μια γυναίκα Ρομά αποφασίσει να αναζητήσει εργασία, θα έρθει αντιμέτωπη με συνθήκες, νόρμες και διαδικασίες που ορίζονται από την κυρίαρχη κουλτούρα, με αποτέλεσμα να παραγνωρίζονται οι πολιτισμικές και γνωσιακές της ιδιαιτερότητες και να επιβάλλεται η «υποταγή» της σε συγκεκριμένες διαδικασίες. Ως εκ τούτου, επέρχεται μια «σύγκρουση» μεταξύ του πολιτισμικού μοτίβου που αφορά την ίδια και την ευρύτερη κουλτούρα. Μέσα σε αυτήν τη διαδικασία, είναι δυνατόν να αναπτυχθούν συνθήκες «πολιτισμικού κλονισμού», στοιχείο που εμπεριέχεται στη διαδικασία της επιπολιτισμοποίησης. Η επιπολιτισμοποίηση περιγράφει τα φαινόμενα που προκύπτουν όταν ομάδες ατόμων με διαφορετικές κουλτούρες έρχονται σε συνεχή επαφή, ενώ ο πολιτισμικός κλονισμός περιγράφει την συναισθηματική κατάσταση που βιώνει το άτομο όταν καλείται να λειτουργήσει σε εντελώς διαφορετικό κοινωνικό-πολιτισμικό περιβάλλον, από αυτό στο οποίο κοινωνικοποιήθηκε.
Τα μεγάλα ποσοστά αναλφαβητισμού κάνουν τις γυναίκες Ρομά να νιώθουν σαν «τυφλές»
Στην έρευνα συμμετείχαν επτά γυναίκες Ρομά, κάτοικοι του καταυλισμού της Νέας Αλικαρνασσού, οι οποίες ήταν εργαζόμενες ή είχαν εργασιακή εμπειρία. Οι ηλικίες τους κυμάνθηκαν από τα 29 έως τα 55 έτη, με τις τέσσερις να είναι παντρεμένες, μια να είναι ανύπαντρη, μια μονογονέας και μια χήρα, ενώ όλες τους ήταν μητέρες.
Τα αποτελέσματα αναφορικά με την κοινωνικό – πολιτισμική τους ταυτότητα επιβεβαίωσαν τη βαρύτητα που δίνεται στις εθιμοτυπικές διαδικασίες, κατέδειξαν όμως παράλληλα, και την ύπαρξη σεβασμού προς τις γυναίκες Ρομά που έχουν δική τους οικογένεια, ανεξαρτήτου ηλικίας. «Μια γυναίκα πάντα τη σέβεσαι και την εκτιμάς, γιατί όταν παντρεύεται, ακόμα και αν είναι 15 χρονών, ωρίμασε και άμα κάνει και παιδιά η ευθύνη της είναι στο σπίτι της», ανέφερε χαρακτηριστικά μια εκ των συμμετεχόντων στην έρευνα. Βέβαια, τα μεγάλα ποσοστά αναλφαβητισμού έχουν ως αποτέλεσμα οι γυναίκες Ρομά να νιώθουν σαν «τυφλές» και να έχουν ανασφάλεια αναφορικά με την ικανότητά τους να ενταχθούν στην αγορά εργασίας.
Οι λόγοι για τους οποίους στρέφονται προς την αναζήτηση δουλειάς, αφορούν κατά κύριο λόγο τον βιοπορισμό και την ανάγκη τους για οικονομική αυτονομία, τη ψυχολογική τους ενίσχυση και το αίσθημα προσφοράς. «Να μην περιμένεις δηλαδή από τον άντρα σου», επισημαίνει μια άλλη εκ των συμμετεχόντων.
Παρότι στην αρχή βιώνουν δύσκολα συναισθήματα, καθώς πρέπει να αποδείξουν την ικανότητά τους και πολλές φορές να γίνουν αποδέκτες των νορμών της κυρίαρχης κουλτούρας – όπως για παράδειγμα να υποχρεωθούν να φορέσουν παντελόνι στην εργασία – ωστόσο αφού καταφέρουν να ενταχθούν στο εργασιακό περιβάλλον νιώθουν περηφάνια και ικανοποίηση.
Τα οφέλη που αποκομίζουν φυσικά από την απασχόληση είναι ποικίλα και έχουν να κάνουν τόσο με την προσωπική τους βελτίωση, όσο και με την έννοια του προγραμματισμού του χρόνου τους. Παράλληλα, ενισχύεται η έννοια ευθύνης και συνεργασίας, αφού όπως τονίζει μια συμμετέχουσα, «Έμαθα πως είναι οι ευθύνες…Γνώρισα και συνεργάστηκα με ανθρώπους. Αυτό είναι το πιο βασικό, ότι είχα επικοινωνία με άλλο κόσμο εκτός από Ρομά». Μερικά ακόμη σημαντικά οφέλη της ένταξής τους στην αφορά εργασίας είναι ότι χτίζουν δίαυλους επικοινωνίας και εξωστρέφειας, ενισχύεται η αυτοπεποίθηση τους και η ψυχική τους ανάταση, νιώθουν οικονομική ασφάλεια, διεκδικούν αλλαγές ως προοπτικές για τα παιδιά τους και ως αποτέλεσμα, εκσυγχρονίζουν τις αντιλήψεις της τσιγγάνικής παράδοσης.
Συμπερασματικά λοιπόν, μπορεί να σημειωθεί ότι η ένταξη στην απασχόληση δεν αποτελεί απειλή, αλλά αναγκαία προϋπόθεση εξέλιξης και προόδου για τις ίδιες τις γυναίκες Ρομά και τις ομάδες τους. Ο αναλφαβητισμός και η προκατάληψη δεν είναι απροσπέλαστα. Οι γυναίκες Ρομά που επιλέγουν να απασχοληθούν, δεν διαρρηγνύουν τις παραδόσεις τους, αλλά αντιθέτως τις αναγνωρίζουν και τις σέβονται. Επομένως, στη διαδικασία εύρεσης εργασίας δε γίνεται λόγος για ριζικές αλλαγές, για απαξίωση της κοινωνικής ταυτότητας ή αφομοίωσης στον κυρίαρχο πολιτισμό, αλλά για προσαρμογή στα νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα που θα δημιουργήσουν ευνοϊκότερες συνθήκες για τη νέα γενιά.