Η υπόθεση της Εύας Καϊλή αποτελεί ένα πλήγμα στο κύρος του ευρωκοινοβουλίου και βούτυρο στο ψωμί των αντιευρωπαϊστών. Στον ξένο τύπο αποτυπώνονται οι θεσμικές διαστάσεις του σκανδάλου καθώς και τα ζητήματα που εγείρονται για μια ακόμη φορά γύρω από τη δράση των ΜΚΟ. Στον ελληνικό μικρόκοσμο, αναπόφευκτα το όλο θέμα συνδέθηκε έμμεσα γύρω από την υπόθεση των παρακολουθήσεων.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε στη δημόσια συζήτηση ζητήματα που ξεπερνούν το μικρομεγαλισμό μας, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όσα χρόνια και αν περάσουν, όσα βήματα προς τα μπρος και αν κάνουμε, πάντα θα υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που (με αρνητική χροιά) θα μπορούμε να λέμε «αυτά μόνο στην Ελλάδα γίνονται». Τι έχουμε δει λοιπόν μέχρι τώρα από τρεις πολιτικούς πρωταγωνιστές;
ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ: Ο κ. Ανδρουλάκης, όταν αποκαλύφθηκε η υπόθεση επισύνδεσης του, πραγματικά έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο. Όχι μόνο αρνήθηκε να πάει να ενημερωθεί για τους λόγους που παρακολουθούνταν, αλλά με την όλη διαχείριση του θέματος έδωσε πολιτικά χώρο στον Αλέξη Τσίπρα να εμφανιστεί ως ο προστάτης του. Στην υπόθεση της κ. Καϊλή, μας είπε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι τόσα χρόνια η Εύα Καϊλή ήταν Νέα Δημοκρατία και όχι ΠΑΣΟΚ. Στη συνέχεια έσπευσε να διαγράψει παλαιότερες αναρτήσεις του σχετικά με την ευρωβουλευτή του κόμματος του, πρακτικές που παραπέμπουν περισσότερο σε πρόεδρο φοιτητικής νεολαίας και όχι σε αρχηγό κόμματος που επιδιώκει να κυβερνήσει τη χώρα.
ΣΥΡΙΖΑ: Από την μία η πλήρης υιοθέτηση εντελώς αναπόδεικτων δημοσιευμάτων που βγαίνουν τακτικά από έντυπα με βεβαρημένο ιστορικό ψευδών ειδήσεων και κατασκευής σκευωριών. Από την άλλη στην υπόθεση Καϊλή να βγαίνει ο κύριος Τσίπρας σε τηλεοπτικό σταθμό και να δηλώνει ότι στο Βέλγιο οι θεσμοί λειτουργούν (σε αντίθεση με την Ελλάδα). Δηλαδή με άλλα λόγια, στο Βέλγιο οι παρακολουθήσεις πρώην και νυν ευρωβουλευτών είναι ένδειξη εύρυθμης λειτουργίας των θεσμών, ενώ στην Ελλάδα είναι ένδειξη κατάλυσής τους. Τόση σοβαρότητα από πρώην πρωθυπουργό.
ΝΔ: Η κυβέρνηση μιας χώρας δεν πρέπει να παρασύρεται από υστερικές αντιδράσεις (ιδίως όταν αυτές προέρχονται από ριζοσπαστικά κόμματα), λαμβάνοντας βεβιασμένες αποφάσεις. Στο ζήτημα των παρακολουθήσεων η κυβέρνηση, είτε από φοβικά σύνδρομα είτε από αμηχανία, υπέπεσε σε ένα μεγάλο σφάλμα. Έφερε ένα νομοσχέδιο που καθιστά πρακτικά αδύνατη την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων. Το να χρειάζεται η έγκριση του προέδρου της βουλής για τη διενέργεια μιας παρακολούθησης ενός βουλευτή (ο οποίος μπορεί να είναι και του κόμματος του) είναι σαν να βγαίνει δελτίο τύπου όπου δημόσια θα αναγγέλλεται η έναρξη της επισύνδεσης του. Έτσι λοιπόν, ενώ αποκαλύπτονται τα όσα αποκαλύπτονται για θέματα διαφθοράς ευρωβουλευτών, στην Ελλάδα νομοθετούμε υπέρ της ανεξέλεγκτης δράσης τους. Και η απάντηση της αντιπολίτευσης σε αυτό το νομοσχέδιο είναι ότι δεν την καθιστά αρκετά ανεξέλεγκτη.
Αυτός είναι δυστυχώς ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται ο πολιτικός διάλογος στην Ελλάδα. Κλείνοντας, για να επιστρέψουμε πίσω στο σχόλιο του κ. Τσίπρα, θα ήταν ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε και εμείς κι εκείνος τι θα είχε συμβεί στο Βέλγιο ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου αν κάποιος «αποκάλυπτε» ότι παρακολουθούνταν ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων της χώρας και το μισό υπουργικό συμβούλιο. Πόσες ώρες θα είχαν περάσει μέχρι να κληθεί να δώσει εξηγήσεις ο καταγγέλλων και τι συνέπειες θα είχε εάν ψεύδονταν.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι πολιτικός επιστήμονας