Η Παγκρήτιος Αμερικής έχει την ευλογία να διοικείται πάντα από τους εκλεκτότερους των αποδήμων. Σπουδαίες προσωπικότητες που διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη του τόπου τους.
Με την ευκαιρία που καλωσορίσαμε πρόσφατα το προεδρείο της κορυφαίας οργάνωσης αποδήμων των ΗΠΑ, ας κάνουμε μια αναδρομή σε φωτεινές μορφές της διοίκησης που έτυχε να είναι και Ρεθεμνιώτες.
Στυλιανός Μαρκαντώνης
Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ο Στέλιος Μαρκαντώνης, που από φτωχό και άσημο χωριατόπαιδο, μετά από σκληρή δουλειά, κατάφερε να διακριθεί στην ξενιτιά και να εκλεγεί μάλιστα και πρόεδρος του συλλόγου Κρητών Αμερικής.
Δεν ξέχασε ποτέ το χωριό του. Κι ήταν μάλιστα από τους μεγάλους ευεργέτες του. Η ζωή όμως δεν φάνηκε το ίδιο γενναιόδωρη και στην οικογενειακή του κατάσταση. Πέθανε μόνος και πικραμένος. Στερημένος από την παλιά του αίγλη. Οι δικοί του άνθρωποι έμεναν να τον παρηγορούν και να τον ζεσταίνουν με την αγάπη τους. Όπως ο Νίκος ο στοργικός ανιψιός, που τώρα τον συνόδευε πίσω στον τόπο του.
Ο Στυλιανός Μαρκαντώνης ξεχώριζε από τους άλλους νέους γιατί ήξερε γράμματα. Είχε τελειώσει τη σχολή του Αγίου Πνεύματος στον Κισσό. Αδιαμαρτύρητα έκανε τη διαδρομή από το χωριό του φορτωμένος με τα απαραίτητα τρόφιμα, τα βιβλία και τα στιβάνια του. Για να μην τα φθείρει τα φορούσε μόνο όταν έμπαινε στο σχολείο. Είχε βιώσει τη μιζέρια μέχρι το μεδούλι. Δεν επέτρεπε όμως στον εαυτό του κανένα συμβιβασμό με τη μοίρα του. Πίστευε στον εαυτό του. Κι είχε πάρει την απόφασή του. Θα έφευγε. Θα δοκίμαζε την τύχη του στην ξενιτιά κι αν πετύχαινε τότε σίγουρα θα βοηθούσε κι άλλους όσο μπορούσε. Θα φρόντιζε και το χωριό του που λάτρευε. Δεν ήταν σκέψεις της στιγμής. Ο Στέλιος Μαρκαντώνης ποτέ δεν αθετούσε τον λόγο του. Ήταν βέβαια μεγάλη αποκοτιά ν’ αφεθεί στο άγνωστο. Σάμπως είχε κι αυτός καμιά βοήθεια; Η ευχή των γονιών και της εκκλησίας ήταν ευλογία, αλλά δεν αποτελούσε πρακτικό εφόδιο για να τον στηρίξει μέχρι να σταθεί στα πόδια του.
Το όραμά του ήταν η Αμερική. Αλλά προνοητικός πάντα σκέφτηκε να δοκιμάσει πρώτα την τύχη του στην Αθήνα. Εκεί ανακαλύπτοντας την έμφυτη κλίση του στο εμπόριο, αποφάσισε να ξεκινήσει μια επιχείρηση κοσμημάτων χρυσού.
Η φαντασία, η καλαισθησία που τον διέκρινε, η πραγματική αίσθηση της ομορφιάς, τον βοήθησαν να διακριθεί και να πλησιάζει τη μεγάλη καταξίωση. Ήξερε να κερδίζει τους ανθρώπους με την ευγένεια και την έμφυτη αρχοντιά του. Εκείνος που πήγαινε μια φορά στο κατάστημα του ήθελε να ξαναπάει.
Απρόσμενη καταστροφή
Ο Στέλιος άρχισε να δοξάζει το Θεό. Επιτέλους εύρισκε τον δρόμο του. Η μοίρα του όμως του έπαιζε άσχημο παιχνίδι. Κι ένα πρωί βρήκε το κατάστημα ανοικτό, χωρίς το πολύτιμο εμπόρευμα. Από τη μια στιγμή στην άλλη είχε καταστραφεί.
Οι γνωστοί του έσπευσαν να τον παρηγορήσουν. Οι διαρρήξεις ήταν στην ημερήσια διάταξη. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε και ο τελευταίος που έπεφτε θύμα διαρρηκτών.
Ο Στέλιος όμως ήταν απαρηγόρητος. Και ούτε μπορούσε να σκεφτεί ότι θα ξαναστήσει την επιχείρηση. Αναζήτησε το χωριό του, όπως το μικρό παιδί την αγκαλιά της μάνας. Εκεί τουλάχιστον θα μπορούσε να σκεφτεί την επόμενη κίνηση για να ξαναβρεί τον δρόμο του.
Ήταν πάμπτωχος αλλά ασυμβίβαστος με την κατάστασή του. Έπρεπε να δοκιμάσει, αλλά, σε άλλα μονοπάτια τον δρόμο για την επιτυχία. Αποφάσισε να φύγει για την Αμερική. Με τι λεφτά όμως να εξασφαλίσει ναύλα και διαβατήριο. Οι γονείς του όσο κι αν ζούσαν δύσκολες στιγμές δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν και να του στερήσουν τη βοήθεια που μπορούσαν. Από ένα χωραφάκι εξασφαλίστηκαν τα στοιχειώδη. Κι όπως ετοίμαζε τα πράγματά του, το βλέμμα του στάθηκε στο εικονοστάσι. Μια παλιά εικόνα του Αγίου Νικολάου τον προκαλούσε να την πάρει μαζί. Πόσο κουράγιο θα του έδινε αλήθεια σε κρίσιμες ώρες. Κανένας δεν έφερε αντίρρηση. Και η εικόνα αυτή δεν έφυγε ποτέ από κοντά του. Μόνο μετά τον θάνατο του επέστρεψε χρυσοστολισμένη στο τέμπλο του Αη Νικόλα εκεί στις Ελένες.
Επιτυχία από την πρώτη δεκαετία
Εκεί στην ξένη γη, παρά τη νοσταλγία που τον βασάνιζε, ξύπνησε μέσα του το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Πριν ακόμα συμπληρώσει δεκαετία, στην ξενιτιά, είχε, με τρεις ακόμα συμπατριώτες, ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της Νέας Υόρκης. Η φήμη του απλώνεται παντού και η μια επιχείρηση διαδέχεται την άλλη. Ο Στέλιος Μαρκαντώνης με τη σκληρή του δουλειά και μόνο, καταφέρνει να έχει στην ιδιοκτησία του 12 εστιατόρια, ρεκόρ ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την εποχή του.
Μπορούσε τώρα να θυμηθεί τις ανάγκες του χωριού του. Έτσι το 1925 βρίσκεται στην Κρήτη και απολαμβάνει τις ομορφιές του χωριού του που δεν είχε αφήσει ποτέ από τη σκέψη του.
Μέγας ευεργέτης
Ύδρευση, ανακαίνιση ναού και δημοτικό σχολείο ήταν στις προτεραιότητές του.
Το νερό ήταν από τις πρωταρχικές ανάγκες, γιατί μέχρι τότε το χωριό υδρευόταν από μια γούρνα. Αυτή τη γούρνα είχαν οι Ελένες για ύδρευση, για να ποτίζουν τα ζώα και για την καθαριότητα. Πώς να μην κινδυνεύει άμεσα η δημόσια υγεία;
Με τη βοήθεια του Στέλιου αγοράστηκε το οικόπεδο, όπου δημιουργήθηκε ένα σωστά οργανωμένο υδραγωγείο με τις κατάλληλες υποδομές για να καλύπτει όλες τις ανάγκες του χωριού.
Παράλληλα ο Μαρκαντώνης έβαλε μπροστά και την εκκλησία που σήμαινε γι’ αυτόν πολλά πράγματα και κυρίως ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Σύντομα και η εκκλησία έγινε αυτό που ονειρευόταν ο ευγενικός χορηγός. Μεταφέρεται και το νεκροταφείο.
Έγινε και το σχολείο με ένα υπέροχο κήπο που του έδινε μια όψη παραμυθένια. Οι καιροί ήταν δύσκολοι για έργα πνοής. Και το σχολείο δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς τη βοήθεια και άλλων, όπως ο Γιώργος Μαρκαντώνης, αδελφός του Στέλιου, που εργάστηκε φιλότιμα με τα παιδιά του χωρίς καμιά αμοιβή κι ο Γιώργης Σταυρουλάκης, ο επονομαζόμενος Τυρής, από τους εξαιρετικούς λιθοξόους. Τον κήπο τώρα επιμελήθηκε ο Πανάγος Μπαμιεδάκης εμπειρικός γεωπόνος και αρκετοί άλλοι.
Το σχολείο λειτούργησε και ο δωρητής του δεν σταμάτησε να το ενισχύει σε εποπτικό υλικό.
Ο Στέλιος επισκέφθηκε δυο ακόμα φορές το χωριό του, στα 1928 και το 1931. Ήθελε να βοηθήσει και σε άλλους τομείς το χωριό και κυρίως να συντρέξει τους χωριανούς του, που είχαν μεγάλη ανάγκη βοηθείας. Η φήμη της γενναιοδωρίας του, είχε ξεπεράσει τα όρια του χωριού. Κι ήταν πολλοί εκείνοι που τον επισκέφθηκαν, για να τους βοηθήσει, χωρίς εκείνος να τους δυσαρεστήσει.
Η δικτατορία Μεταξά κι ο πόλεμος που ακολούθησε τον κράτησε μακριά. Δεν σταμάτησε όμως ούτε μια μέρα να βοηθά το χωριό του και το νησί του ολόκληρο, στη συνέχεια, σε ρουχισμό και είδη πρώτης ανάγκης με προτεραιότητα πάντα το χωριό του. Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι η σεμνότητά του που δεν του επέτρεπε να αναφέρει παντού το όνομά του στις αποστολές. Κι όμως πίσω από τις ποικίλες δωρεές φιλανθρωπικών συλλόγων κρυβόταν εκείνος. Και απολάμβανε στη σκιά την ικανοποίηση ότι ανακούφιζε τη δυστυχία με τις δυνάμεις του και βοηθούσε τους συμπατριώτες του στον δύσκολο αγώνα τους να ξανασταθούν στα πόδια τους και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Πρόεδρος Κρητών
Η προεδρία του στο σύλλογο Κρητών άφησε εποχή, καθώς εκείνος είχε καταφέρει να προβάλλει τα ήθη και έθιμα της Κρήτης και να διατηρήσει τις αθάνατες παραδόσεις του τόπου του.
Όλοι οι παράγοντες στην πόλη που ζούσε, δήλωναν εντυπωσιασμένοι από τις εκδηλώσεις που οργάνωνε ιδίως για τις μεγάλες εθνικές επετείους.
Ο ίδιος δεν αποχωριζόταν ποτέ την κρητική φορεσιά. Ένιωθε περηφάνια και καμάρι του να τη φορά και να την τιμά με την πολυποίκιλη δράση του.
Μεγιστάνες του πλούτου και προσωπικότητες της πολιτικής ήταν η συνηθισμένη συντροφιά του και στενή φυσικά η σχέση του με τον Εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο. Η σπάνια γενναιοδωρία του γινόταν μεγαλύτερη όταν επρόκειτο για θέματα της Ορθοδοξίας.
Από επιστολές και μόνο μαθαίνουμε ότι εκείνος βοήθησε οικονομικά τον Πατριάρχη Αθηναγόρα τον Α’ να φθάσει στο Φανάρι και να αναλάβει τα πατριαρχικά του καθήκοντα.
Έτσι ο Στέλιος Μαρκαντώνης περνούσε τον καιρό του ευεργετώντας τους πάντες, μένοντας απόλυτος στα εθνικά ζητήματα και διεκδικώντας με πείσμα τη δικαίωση σε θέματα κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Επιστροφή στην Ελλάδα το 1955
Στην προσωπική του ζωή όμως στάθηκε άτυχος. Και μετά από ένα αποτυχημένο γάμο βρέθηκε μόνος.
Εκεί που η ζωή φάνηκε τόσο γενναιόδωρη ξαφνικά έγινε εχθρική για τον φιλότιμο Ρεθεμνιώτη. Από τις γνωστές διενέξεις μεταξύ συνεταίρων βρέθηκε ξαφνικά στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Εκείνοι λειτουργούσαν με τους δικούς τους κώδικες τόσο ξένους για τον έντιμο Ρεθεμνιώτη που δεν ήθελε ποτέ να αδικήσει κανένα. Πριν έρθει η μεγάλη συμφορά κάθισε και σκέφτηκε πως θα την αντιμετωπίσει. Και τότε αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Πρώτος σταθμός ήταν ο Πειραιάς, όπου έφτασε το 1955 συνοδεύοντας δεκάδες τεράστια κιβώτια με τα υπάρχοντά του. Μια μονοκατοικία στο Χαλάνδρι έγινε η μόνιμη κατοικία του, αλλά πάντα είχε σκοπό να επιστρέψει στην Κρήτη. Λογάριαζε μάλιστα να δημιουργήσει κι ένα μουσείο έργων τέχνης με τον πλούτο που έκρυβε τα κιβώτια του.
Για πρώτη φορά κατάλαβε πόσο είχε ζημιωθεί από τους συνεταίρους του όταν ξεκίνησε ένα νέο έργο στο χωριό, που δεν κατάφερε να τελειώσει λόγω οικονομικής στενότητας.
Η μεγαλύτερη απογοήτευσή του, όμως, ήταν όταν άνοιξε τα κιβώτια και βρήκε μόνο κομμάτια από τις πολύτιμες συλλογές του. Η τελευταία μεταφορά τους στάθηκε μοιραία και ο Στέλιος Μαρκαντώνης κοιτούσε απαρηγόρητος την καταστροφή βιώνοντας τη μεγαλύτερη δοκιμασία της ζωής του.
Εκείνες τις δύσκολες στιγμές όταν ο Μαρκαντώνης δεν ήταν πια εκείνος που ήξεραν όλοι, με τη μεγάλη οικονομική επιφάνεια, φάνηκε η αγάπη και η στοργή των συγγενών του. Δεν τον άφησαν ποτέ χωρίς ένα λόγο, μια έκφραση αγάπης. Κι εκείνος έφυγε το καλοκαίρι του 1962 με την ικανοποίηση ότι τουλάχιστον οι άνθρωποι του, δεν τον πρόδωσαν. Ζεστάθηκε με τη στοργή τους και παρηγορήθηκε με την αγάπη και τον σεβασμό τους.
Γεώργιος Τζίτζικας (Μπαχρής)
Αν και στην Αντίσταση άφησε έντονα τα ίχνη του ο Γιώργης Τζίτζικας (Μπαχρής) πρόσφερε σπουδαίο έργο και ως πρόεδρος της Παγκρητίου Αμερικής
Γεννήθηκε στο Άνω Μέρος στις 7 Ιουνίου 1918.
Στρατεύτηκε στις 4 Απριλίου 1939 και υπηρέτησε στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα με την ειδικότητα του σκοπευτή αντιαεροπορικών πυροβόλων.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου (10 Απριλίου 1941) επέστρεψε στην Κρήτη, έλαβε μέρος και διέπρεψε στη Μάχη, στην περιφέρεια της Ρεθύμνης.
Αργότερα εντάχθηκε στην Αντίσταση – Ομάδα Πετρακογιώργη – και έδρασε στις περιοχές, Αμαρίου, Κέδρους, Ψηλορείτη, και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσαράς.
Έλαβε μέρος στη μάχη στο Τραχήλι (15 Αυγούστου 1943), στο σαμποτάζ στο γερμανικό φυλάκιο στα Ξεροκάμπια (22/23 Ιουλίου 1943), στη μάχη στη Μαδαρή (14 Αυγούστου 1944). Επίσης συνόδευσε Γερμανούς και Ιταλούς αιχμαλώτους στη Μέση Ανατολή.
Το 1946 συνόδευσε στην Ήπειρο τον Εμμανουήλ Παπαδογιάννη, ο οποίος είχε διοριστεί εκεί ως γενικός διοικητής.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1946 επιβιβάστηκε στο πλοίο «The city of Athens» με προορισμό την Αμερική, όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του χωρίς ποτέ να ξεχάσει τον τόπο του.
Εξελέγη δύο φορές (1992, 1994) πρόεδρος της Παγκρητικής Ενώσεως Αμερικής.
Άπειρες είναι οι Απονομές – Διακρίσεις του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Το 1959 του απενεμήθη το Αναμνηστικόν Μετάλλιον Εθνικής Αντιστάσεως 1941-1945 και το 2009 το Αναμνηστικό Μετάλλιο Εκστρατειών 1940-1941.
Το 2000 τιμήθηκε με το Οφφίκιον του Άρχοντος Δεπουτάτου από το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως και του απονεμήθηκε ο Σταυρός του Αποστόλου Ανδρέα.
Επίσης έχει τιμηθεί με τον Τίμιο Σταυρό του Αποστόλου των Εθνών Παύλου από τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης.
Το 2011 η Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών εξέδωσε τα απομνημονεύματά του με τίτλο «Ελευθερία και Δόξα Απομνημονεύματα 1939 – 1945».
Είναι πολλά αυτά που μας έχει καταθέσει ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος, που ευτύχησα να συνεργαστώ μαζί του μέσω του τότε δημάρχου Συβρίτου Μιχάλη Πετρακάκη, όταν συνεχίζαμε την έρευνα για τα Ολοκαυτώματα στο πλαίσιο που είχε καθορίσει ο Σπύρος Μαρνιέρος.
Ο καπετάν Τζίτζικας μου μίλησε για την Αντίσταση, για το κάψιμο του Άνω Μέρους, για τη μοιραία απόφαση Πάτρικ Λη Φέρμορ και Μος να απαγάγουν το στρατηγό Κράιπε και για πολλά ακόμα θέματα έτσι ώστε η περίφημη συνέντευξη που μου παραχώρησε στη δεκαετία του ’90 να αποτελεί μια σπουδαία πηγή για τα θέματα που με απασχολούν στις έρευνές μου.
Ο πόλεμος τον βρήκε στο μετερίζι
Ο πόλεμος βρήκε το Γιώργη Τζίτζικα στον τομέα Ξάνθης που υπηρετούσε από το 1939, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Με την κατάρρευση του μετώπου, στις 6 Απριλίου 1941, πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και κλείστηκε με πολλούς άλλους στρατιώτες σ’ ένα παλιό από τουρκοκρατίας στρατόπεδο στην Καβάλα, στη θέση Καρά-Ορμάν.
Οι συνθήκες από την πρώτη στιγμή ήταν άθλιες. Οι αιχμάλωτοι έμεναν χωρίς ψωμί και νερό.
Ο Τζίτζικας ανυπόταχτη φύση δεν αφέθηκε στη μοίρα του. Κατάφερε να πείσει δυο ακόμα ψυχωμένους συστρατιώτες του, τον Μανόλη Γωνιανάκη από το Μελιδόνι και τον Γιώργη Σκουλά από τα Ανώγεια, και πηδώντας από τα μπεντένια κατάφεραν να διαφύγουν.
Πιάστηκαν και πάλι αιχμάλωτοι ενώ περνούσαν τον Στρυμώνα. Και πάλι κατάφερε ο Τζίτζικας να δραπετεύσει. Βρέθηκε στο Άγιον Όρος όπου οι καλόγεροι κατάφεραν να τον φυγαδεύουν μαζί με πολλούς άλλους στρατιώτες να φθάσει στην Αττική με ένα καΐκι το «Άγιος Νικόλαος».
Στο Πόρτο Ράφτη στάθηκε τυχερός γιατί πέτυχε τον Αγγλικό στόλο που είχε βγει να περισυλλέξει υπολείμματα του στρατού του. Βρήκε μια γωνιά σε ένα από τα τρία πλοία της αποστολής και στις 28 Απριλίου 1941 έφθανε στο λιμάνι της Σούδας.
Η μεγάλη του χαρά ήταν ότι φορούσε ακόμα το χακί που αρνήθηκε πεισματικά να βγάλει για να μην περάσει όλες τις ταλαιπωρίες που συνάντησε. Είχε ακούσει από τους ηλικιωμένους στην Ξάνθη ότι οι Γερμανοί δεν πειράζουν τους πολίτες. Θα μπορούσε λοιπόν να φορέσει πολιτικά και να αποφύγει κινδύνους αιχμαλωσίας.
Εκείνος όμως ήθελε να αποκτήσει ξανά την πολιτική του περιβολή, στο στρατόπεδό του στη Σοχώρα εκεί που ντύθηκε το τιμημένο χακί. Η εμμονή του αυτή δείχνει και τον άκρατο πατριωτισμό του.
Παρουσιάστηκε αμέσως σε ότι στρατό υπήρχε στο Ρέθυμνο και υπηρέτησε ως αγγελιαφόρος του συνταγματάρχη Χρήστου Τζιφάκη.
Και μια ανδραγαθία στη Μάχη της Κρήτης
Στη Μάχη της Κρήτης είχε την ευκαιρία να πολεμήσει όπως το επιδίωξε στα μεγάλα κέντρα των επιχειρήσεων στα Περιβόλια και συγκεκριμένα στου Κόρακα την Καμάρα, στον Άγιο Γιώργη στα Καστελλάκια.
Κάποια στιγμή ενώ προχωρούσε με ένα χωριανό του χωροφύλακα τον Αντώνη Κατσαντώνη, που κρατούσε ένα ταχυβόλο της Αστυνομίας πόλεων άρχισε να τους πολυβολεί ένα αεροπλάνο. Ο Τζίτζικας που είχε ειδική εκπαίδευση από τη θητεία του στην Ξάνθη ως σκοπευτής αεροπορικής αμύνης στα πολυβόλα δεν άντεξε για πολύ να νοιώθε πάνω του το εχθρικό αεροπλάνο και κόβει βόλτες.
Ζήτησε λοιπόν το όπλο από τον Κατσαντώνη για να το ρίξει. Εκείνος δίστασε γιατί είχε μόλις δυο δεσμίδες σφαίρες.
– Και μια μου είναι αρκετή απάντησε ο Τζίτζικας και πραγματικά κατάφερε να ρίξει το αεροπλάνο.
Στη δεύτερη τρίτη στροφή που έκανε ο πιλότος δέχτηκε τα πυρά του Τζίτζικα που κατάφερε να ρίξει το αεροπλάνο, στη θέση Ασπρουλιάνος.
Ένας Νέστορας του Αγώνα
Μετά τη Μάχη της Κρήτης ο Τζίτζικας χωρίς να πάρει ανάσα εντάχθηκε ενεργά στην Αντίσταση όπου και πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες.
Όσες φορές κι αν μιλήσαμε με τον καπετάν Γιώργη, πάντα κάνοντας αναφορά στα Ολοκαυτώματά μας μιλούσε για την ανόητη απόφαση της αρπαγής του Κράιπε.
Ο Γεώργιος Τζίτζικας πέθανε το 2020, σε ηλικία 102 ετών, περιστοιχισμένος από την οικογένειά του, στο Σακραμέντο. Διατήρησε την διαύγειά του και την επαφή του με την πατρίδα μέχρι το τέλος.
Κι έμεινε με χρυσά γράμματα στα χρονικά του τόπου με τη λεβεντιά και τον ηρωισμό που τον διέκριναν αλλά και με την αξιοπρέπεια που τον χαρακτήριζε, έτσι που να καμαρώνεις έναν άρχοντα στο αντίκρισμά του.