Θύματα των καταστάσεων κυρίως οι εκπαιδευτικοί και οι λιμενεργάτες
Μεγάλη στέρηση γνώρισε το Ρέθυμνο με την αποχώρηση των Ρώσων. Όσο υπήρχαν αυτοί στην πόλη, έστηναν κι ένα καζάνι πλάι στο δικό τους για τους Ρεθεμνιώτες που δεν είχαν ούτε το καθημερινό στο τραπέζι τους. Βέβαια οι διαμαρτυρίες ξεκινούν από το χάραμα του περασμένου αιώνα, καθώς η φτώχια φέρνει γκρίνια και οι άρχοντες της εποχής ήταν φορές που δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν.
Το 1900 βρήκε τους δασκάλους απλήρωτους και ο αρθρογράφος της «Αναγέννησης», δικαίως εξαπολύει μύδρους κατά παντός υπευθύνου, γιατί ενώ άλλοτε, όπως αναφέρει, ακόμα και οι ξένοι διοικούντες αν δεν είχαν δανείζονταν για να πληρώσουν δημοσίους υπαλλήλους και δασκάλους, επί χριστιανικής διοίκησης και με χρήματα που επαρκούν οι δάσκαλοι του Ρεθύμνου έμειναν απλήρωτοι.
Φαίνεται όμως πως η αρμόδια υπηρεσία θα πρέπει να λειτουργούσε εντελώς ανοργάνωτα, καθώς τον Οκτώβρη του 1899 έκανε τη μεγαλύτερη γκάφα από καταβολής δημοσίων υπηρεσιών. Αντί να στείλει τον φάκελο με τους διορισμούς των δασκάλων στον αρμόδιο επόπτη, τον παρέδωσε σε έναν επιβάτη που τον… ξέχασε στο ατμόπλοιο Χ. Δαούτ. που τον ταξίδεψε στην Αφρική. Μόλις έγινε γνωστή η περιπέτεια του φακέλου αναγκάστηκε η Διεύθυνση να εκδώσει νέους διορισμούς. Μέχρι να ενημερωθούν οι διορισθέντες πέρασαν οι μέρες και τα μαθήματα εκείνη τη χρονιά ξεκίνησαν δυο βδομάδες αργότερα.
Καλούσε τέλος ο αρθρογράφος τον αρμόδιο σύμβουλο να πάρει θέση για να πάψουν τα φαινόμενα που πλήρωναν αντί να πληρώνονται οι άμοιροι οι δάσκαλοι.
Δεν ξέρουμε βέβαια αν οι ζημιωθέντες θα διεκδικούσαν ενδίκως τα δικαιώματά τους. Θα μπορούσαν όμως στην περίπτωση αυτή να ζητήσουν τη βοήθεια του δικηγόρου Αντωνίου Βλατάκη, που διατηρούσε γραφείο στην οδό Τσάρου 209, όπως βλέπουμε στη διαφήμιση που δεσπόζει στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας.
Διαμαρτυρία Γοβατζιδάκη
Μια επίσης χρονιά ,το 1919, δεν είχε φωτεινά χρώματα για όλους. Υπήρχαν και άνθρωποι που δεν μπορούσαν ούτε και τη μέρα της Πρωτοχρονιάς να χαρούν, καθώς τους έπνιγε το δίκιο. Όπως ο Εμμ. Γοβατζιδάκης για παράδειγμα που δημοσίευσε κιόλας το παράπονό του στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο.
Ήταν δημοτικός υπάλληλος αλλά δεν πήρε την αύξηση που δικαιούτο, γιατί όπως διαπίστωσε, η συνήθειά του να έχει άποψη για το δημοτικό ζήτημα δεν εύρισκε σύμφωνους αρκετούς από το δημοτικό συμβούλιο που τον «περιποιήθηκε» καταλλήλως.
Εκείνος όμως δεν τους χαρίστηκε και όπως αναφέρει στην επιστολή του στον τοπικό τύπο «…οι κύριοι σύμβουλοι οίτινες επρωτοστάτησαν εις το να μην αυξηθή η μισθοδοσία μου ελησμόνησαν φαίνεται ότι δεν είναι αιρετοί αλλ’ ότι είναι εντελώς τυχάρπαστοι και κατά συνέπειαν δεν ώφειλον να μην είναι τόσον απολυταρχικοί, επιπλέον δε ελησμόνησαν ότι είμαι στρατιώτης και συνεπώς ότι προ παντός άλλου έπρεπε να τύχω οικονομικής ενισχύσεως. Αλλά βεβαίως ουδείς εκ των δημοτικών τούτων συμβούλων δύναται να αισθανθή ούτε τας ανάγκας τας οποίας έχει ο στρατιώτης ούτε τας θυσίας εις τας οποίας υποβάλλεται ούτος, διότι ουδείς, εκ των κυρίων τούτων εξεπλήρωσε πώποτε τας στρατιωτικάς αυτού υποχρεώσεις ούτε εν ειρήνη ούτε εν πολέμω…».
Και ο ατυχής Γοβατζιδάκης κλείνει την επιστολή του βεβαιώνοντας ότι δεν επιδιώκει άρση της αδικίας σε βάρος του με την μισθολογική του αποκατάσταση απλά θέλει να καταγγείλει το ήθος των δημοτικών παραγόντων. Και τους αφήνει στην κρίση του Γενικού Διοικητή με την πεποίθηση ότι θα τους θυμίσει ότι σαν διορισμένοι που είναι οφείλουν να γνωρίζουν και να αποδεικνύουν ότι δεν είναι πάνω από τους νόμους και τη λογική…
Διατηρήσαμε την ορθογραφία στα σχετικά αποσπάσματα για να κρατήσουμε την ατμόσφαιρα της εποχής.
Παρακινδυνευμένη κίνηση λιμενεργατών
Είναι η αφετηρία της δεκαετίας του 1920 που συνοδεύεται από συγκλονιστικά γεγονότα που επηρεάζουν και τη μικρή μας πόλη.
Χρονιάρες μέρες κι όμως δεν μπήκε ψωμί στο σπίτι των χριστιανών λιμενεργατών. Δεν πρόλαβαν να πάρουν τη χαρά που ήρθε πλοίο στο λιμάνι με 1.700 σακιά αλεύρι του δημοσίου και ήρθαν οι Τούρκοι συνάδελφοί τους να τους πάρουν τη μπουκιά από το στόμα.
Αυτό δεν το σήκωσαν δυο από αυτούς ο Ιωάννης Παπαδόσηφος και ο Δημήτριος Πετρακάκης και κατήγγειλαν με επιστολή τους στον τύπο τον Χουσεΐν, καπετάνιο του λιμανιού που υποστήριζε τις ενέργειες αυτές προς όφελος των ομοθρήσκων του.
Η καταγγελία αυτή δεν ήταν κάτι τόσο απλό για την εποχή που αναφερόμαστε. Ο κόσμος του λιμανιού είχε τους δικούς του νόμους γι’ αυτό ίσως και οι επιφανείς του τόπου απέφευγαν να περνούν από εκεί για να προστατεύσουν την υπόληψή τους. Φαίνεται όμως πως το έλεγε η ψυχή των δυο επιστολογράφων που πίστευαν πως αν έκαναν αυτή τη δημόσια καταγγελία ίσως να ευαισθητοποιούσαν τους αρμόδιους να πάρουν θέση.
Το 1921 ανέτειλε στο Ρέθυμνο με τους δασκάλους υπό διωγμόν. Αυτό δεν ήταν τοπικό φαινόμενο, αλλά εδώ, λόγω της ανυπότακτης φύσης των εκπαιδευτικών που στέκονταν πάντα στο ύψος των περιστάσεων είχαμε πιο τρανταχτά παραδείγματα.
Σύμφωνα με τους κανόνες οι δάσκαλοι έπρεπε να υπακούν τυφλά στην εποπτεύουσα αρχή, αλλιώς θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν στην καλύτερη περίπτωση τον υποβιβασμό και στη χειρότερη την εξορία…
«Δάσκαλοι υπό διωγμόν» είναι και το κεντρικό σχόλιο της εφημερίδας «Κρητική Επιθεώρηση» πέραν των ευχετηρίων κειμένων λόγω νέου έτους.
Βέβαια μια καταγγελία δεν έφερνε τη δικαίωση αλλά κι ένας ψίθυρος στην απόλυτη σιωπή είναι κάτι από το παντελώς τίποτα.
Διαδήλωση έξω από τη Μητρόπολη
Επεισοδιακό μπήκε το 1925 στο Ρέθυμνο. Μια μεγάλη διαδήλωση που έγινε έξω από τη Μητρόπολη, σημάδεψε τις πρώτες του μέρες.
Το συλλαλητήριο αυτό προκάλεσε ο Εμπορικός Σύλλογος μετά τις έντονες φήμες για κατάργηση ή υποβάθμιση κεντρικών υπηρεσιών.
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Μάνος Τσάκωνας, που εξέθεσε και όλα τα αιτήματα που απασχολούσαν τον τόπο.
Ο Μάνος Τσάκωνας σημειωτέον ήταν από τις προσωπικότητες της πόλης και από τους πρωτοστάτες σε κάθε πρωτοβουλία ανάπτυξης.
Στην συνέχεια εγκρίθηκε ψήφισμα με τα παρακάτω αιτήματα:
Κανένας υποβιβασμός Νομαρχίας καμιά κατάργηση Καπνοκοπτηρίου.
Να μεταφερθεί στο Ρέθυμνο από την Αθήνα η έδρα του 44ου Σ.Π. από τη στιγμή που υπάρχουν και οι κατάλληλοι στρατώνες για τη στέγασή του κι αν υπάρχουν επιτακτικές ανάγκες να μετακαλείται ή εκ περιτροπής έκαστον των τριών συνταγμάτων Κρήτης ή ανά έν Τάγμα εξ εκάστου συντάγματος εις την πρωτεύουσα.
Να ιδρυθεί τουλάχιστον παράρτημα Στρατολογικού Γραφείου στο Ρέθυμνο.
Εξελέγη και η Επιτροπή που θα παρέδιδε το ψήφισμα αρμοδίως.
Οι Αρκαδιώτες ξεσηκώνονται
Βρισκόμαστε στα 1928. Η ανέχεια όμως έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει.
Μπορεί κάποιοι να έκαναν υπομονή περιμένοντας καλύτερες μέρες αλλά οι κάτοικοι της ενδοχώρας «ακόνισαν» τη διάθεσή τους για επανάσταση. Κι η φτώχεια ήταν εχθρός. Θα την αντιμετώπιζαν δυναμικά. Άλλωστε δεν έμεναν άλλα περιθώρια. Μετά από πέντε χρόνων αφορία, ακόμα και οι εύποροι αγρότες άρχισαν να βιώνουν τη στέρηση. Και πάλαι ποτέ άρχοντες υποχρεώθηκαν να αγοράζουν λάδι με το σταγονόμετρο.
Ποιοι σήκωσαν το λάβαρο της επανάστασης; Μα ποιοι άλλοι; Ο Λαός του δήμου Αρκαδίου. Μαθημένοι στην άνεση, αφού διέθεταν τόσο σημαντικές περιουσίες οι Αδελοπηγιανοί δεν άντεχαν αυτή την πίεση.
Προχώρησαν σε συλλαλητήριο που έγινε στην Πηγή 26 Δεκεμβρίου. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο πρόεδρος της Κοινότητας Πηγής Γεώργιος Παπαδερός, που αναφέρθηκε στους λόγους που προκάλεσαν το συλλαλητήριο για τη λήψη μέτρων. Όπως τόνισε βασική αφορμή της τραγικής κατάστασης όλων ήταν εκτός από την ανύπαρκτη παραγωγή και η χαμηλή τιμή του ελαιολάδου που δεν απέφερε τελικά στον παραγωγό ούτε τα έξοδά του. Τα χρέη συσσωρεύτηκαν, οι φόροι το ίδιο και δεν φαινόταν πουθενά διέξοδος στο τρομερό αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί.
Απαιτούσαν λοιπόν άμεση λειτουργία Αγροτικής Τράπεζας. Στη συνέχεια διαβάστηκε και εγκρίθηκε με το ζωηρό χειροκρότημα του κόσμου ψήφισμα που είχε ως εξής:
«Λαός τέως δήμου Αρκαδίου συνελθών σήμερον 26ην πάνδημον συλλαλητήριον εις Πηγήν
Ψηφίζει:
Ζητεί λειτουργίαν αγροτραπέζης βραδύτερον εντός Ιανουαρίου, λήψιν μέτρων κατά συνεχούς υποτιμήσεως ελαίου, απαγορευμένης εντελώς πωλήσεως σπορελαίων, ελευθερίαν πωλήσεως ελαιολάδου πάσης οξύτητος
Κατάργησιν ταμείου ελαιοπρονοίας
Αναστολήν πληρωμής χρεών έν έτος
Νομοθετικήν μέριμναν άμεσον για την παγίωσιν της αγροτικής και δημοσίας ασφαλείας
Την προστασία των πολυτέκνων
Επανίδρυσιν 44ου Συντάγματος Ρέθυμνον
Άλλως αναγκασθώμεν κηρύξωμεν φοροστάσιον λόγω πραγματικής αδυναμίας».
Επιτροπή: Παπαδερός, Σταθάκης, Ανωμεριανάκης, Νεάκης, Κανακάκης, Περακάκης, Πισκοπάκης (Σ.Σ Τα μικρά ονόματα δεν αναφέρονται στο ψήφισμα).
Σύμφωνα με σχόλιο και της εφημερίδας «Δημοκρατία» το Ταμείον Προνοίας Ελαιοπαραγωγής είχε προκαλέσει την μήνι των αγροτών όλου του νομού και όχι μόνο των κατοίκων της δυτικής επαρχίας Ρεθύμνου.
Μπορεί όμως να ήταν στο στόχαστρο το Ταμείο Προνοίας Ελαιοπαραγωγής αλλά για τους διοικητές του Γ. Τσαγρή και Κ. Ζαχαριουδάκη δεν υπήρχε λόγος παραπόνου, καθώς οι άνθρωποι έκαναν ότι μπορούσαν.
Το συλλαλητήριο δεν πέρασε απαρατήρητο. Λίγες μέρες αργότερα ο πρόεδρος της Πηγής έλαβε τηλεγράφημα από τον πρόεδρο της Κυβέρνησης Ελευθέριο Βενιζέλο που τον πληροφορούσε για:
– Άμεση λειτουργία Αγροτραπέζης
– Κατάργηση επί διετία του φόρου αγροτικής παραγωγής
– Ελάττωση φόρου ελαίου κατά 25% από 1ης Απριλίου.
Συνέχεια του τηλεγραφήματος ο Βενιζέλος ενημέρωνε ότι είχε επιτραπεί η ελεύθερη πώληση λαδιού με οξύτητα για ένα χρόνο και ότι μελετούσαν την απαγόρευση εισαγωγής σπορελαίων, αν και η φορολογία ήταν τέτοια που να μην ανταγωνίζεται σπορέλαιο και ελαιόλαδο.
Επίσης είχε ψηφιστεί χρεωστάσιο αγροτών για ένα έτος, ήταν προς μελέτη η λήψη μέτρων για την προστασία των πολυτέκνων, είχε διαταχθεί επανίδρυσις ανεξαρτήτου τάγματος πεζικού στο Ρέθυμνο, ενώ επρόκειτο να μελετηθεί το θέμα κατάργησης του Ταμείου ελαιοπρονοίας και να ληφθούν μέτρα για την αγροτική ασφάλεια.
Διαμαρτυρία για τη συρρίκνωση των στρατιωτικών μονάδων
Μέρες σαν αυτές το 1933 είχαμε και γεγονότα στο Ρέθυμνο. Είχε ξεκινήσει όπως τώρα μια συρρίκνωση των στρατιωτικών μονάδων για λόγους οικονομίας και κινδύνευε σοβαρά το 44ο Σ.Π.
Έτσι «Κατόπιν εντύπου προκηρύξεως των Σωματείων Συλλόγων και Συντεχνιών του νομού μας, η οποία κυκλοφόρησε περί την 2αν απογευματινή της χθες (μετά την Πρωτοχρονιά) συνήλθεν ικανόν πλήθος συμπολιτών περί τον περίβολον του καθεδρικού ναού ίνα διαμαρτυρηθεί νομοταγώς προς την Κυβέρνηση δια το μεταβαλόν χάριν οικονομιών εν εκ των οργανισμών του στρατεύματος περιλαμβανόμενον μέρος του 44ου τάγματος όπερ εδράζει εν τη πόλει μας …» (εφημερίδα «Τύπος» Ιανουάριος 1933).
Συνδικαλιστές με διεθνή δράση
Κλείνοντας το αφιέρωμά μας στην Εργατική Πρωτομαγιά θα σταθούμε στους κορυφαίους συνδικαλιστές του Ρεθύμνου.
Πράγματι το Ρέθυμνο που ευτύχησε να έχει πρωτοπόρους σε κάθε τομέα κοινωνικής δράσης, δεν αποτέλεσε εξαίρεση και στον συνδικαλισμό. Οι κορυφαίοι συνδικαλιστές του μάλιστα ξεπέρασαν σε δράση τα σύνορα της χώρας. Και τιμώνται ακόμα και σήμερα από παγκόσμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Πότε όμως γνωρίσαμε τους δικούς μας πρωτοπόρους των κοινωνικών αγώνων;
Η μόνη «τυχερή» ήταν η Καλλιρρόη Παρρέν Σιγανού, χάρις στο Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου. Οι κυρίες του Λυκείου δεν έπαψαν να τιμούν τη μεγάλη αυτή φεμινίστρια, που εκτός από την απόκτηση δικαιωμάτων, πέτυχε για τις γυναίκες καλύτερους όρους εργασίας και χάρις στους αγώνες της μετριάστηκε η εκμετάλλευση σε βάρος μικρών παιδιών.
Εξορίστηκε στην Ύδρα από τον Μάρτιο του 1917 μέχρι τον Νοέμβριο του 1918 «διά τας πολιτικάς πεποιθήσεις της».
Η πολυγραφότατη Καλλιρρόη Παρρέν άφησε πίσω της, ως κληρονομιά, μια πλούσια συγγραφική δουλειά.
Το πάθος της, τέλος, για την αναγέννηση και διατήρηση των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων, την οδήγησε το 1911 στη δημιουργία του «Λυκείου των Ελληνίδων».
Η Καλλιρρόη Παρρέν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατοχύρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις γυναίκες. Η κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου ωστόσο άργησε πολύ να χορηγηθεί και η Καλλιρρόη Παρρέν είχε τη ατυχία να μην δει ποτέ το όνειρό της για τη γυναικεία χειραφέτηση να γίνεται πραγματικότητα στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Στις 15 Ιανουαρίου 1940, η σπουδαία αυτή αγωνίστρια του γυναικείου κινήματος έφυγε από τη ζωή, αφού υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας πριν τιμηθεί με το «Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Β’».
Σταύρος Καλλέργης
Για τον Σταύρο Καλλέργη, ενώ μιλούσε γι’ αυτόν όλη η Ευρώπη και πάλι αρκετά καθυστερημένα μάθαμε να τον τιμάμε στον τόπο του. Κι εδώ πρέπει να τονιστεί η συμβολή του γιατρού και συγγραφέα Μανόλη Καλλέργη, που έχοντας αναλάβει με συνέπεια να φέρει στην επιφάνεια κάθε στοιχείο ιστορικό της γενιάς του, πρωτοστάτησε και για την καθιέρωση εκδηλώσεων προς τιμήν του Σταύρου Καλλέργη στον τόπο του.
Ο Σταύρος Καλλέργης, που γεννήθηκε στο Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης το 1864, κατάγεται από ιστορική γενιά, μια και η φύτρα του κρατούσε από παλιό βυζαντινό σόι. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Γεωργίου Καλλέργη, που υπήρξε οπλαρχηγός, διοικητής της επαρχίας Μυλοποτάμου.
Ως νεαρός φοιτητής, ο Σταύρος συμμετείχε ενεργά στην οργάνωση της πρώτης σημαντικής σπουδαστικής διαδήλωσης, όπου τέθηκαν βασικά ζητήματα παιδείας.
Ο πρώτος μαζικός εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το 1893. Την πρωτοβουλία, την οργάνωση και την εκτέλεση ανέλαβε ο Σταύρος Καλλέργης.
Η έντονη πολεμική που δέχτηκε από πρώην συνεργάτες του, τον οδήγησε στα πατρογονικά εδάφη. Στην Κρήτη, ο Καλλέργης δεν έμεινε ανενεργός. Εξελέγη πληρεξούσιος της Κρητικής Πολιτείας και έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής Ρεθύμνου. Ωστόσο, έπειτα από τρεις απόπειρες δολοφονίας σε βάρος του, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου επιχείρησε ανεπιτυχώς να επανεκδώσει την εφημερίδα «Σοσιαλιστής». Από το 1905 τον ξαναβρίσκουμε στην Κρήτη, με την οικογένεια που στο μεταξύ είχε κάνει, να ζει σε δραματική ένδεια, μια και είχε ξοδέψει όλη την πατρική περιουσία για την προώθηση του σοσιαλισμού στην Ελλάδα.
Διατήρησε μέχρι το τέλος τα στοιχεία ενός σπάνιου χαρακτήρα. Αρκετές φορές, καθισμένος στο υποζύγιο, θεάθηκε να περιμένει το ζώο να τελειώσει τη βοσκή του, αν έβλεπε κάποιο ελκυστικό χορτάρι στο δρόμο του και σταματούσε, παρά να το διακόψει.
Στα τελευταία του ο αδελφός του θέλησε να του φέρει γιατρό.
«Όχι» είπε εκείνος. «Άφησε καλύτερα αυτά τα λεφτά στην άκρη για να φάνε τα παιδιά μου».
Ηλίας Σπαντιδάκης
Ο Ηλίας Σπαντιδάκης γεννήθηκε στη Λούτρα Ρεθύμνου το 1886 και ο πατέρας του ονομαζόταν Αναστάσιος. Το 1906 σε ηλικία 20 ετών μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Ο Εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ κι άρχισε να δουλεύει στα χαλυβουργία του Πουέμπλο καμιά τριανταριά μίλια μακριά, με ημερομίσθιο $1.75, για δώδεκα ώρες την ημέρα.
Ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στον συρφετό των καφενόβιων: «Μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον, και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του, που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα. Είχε πολλούς εχθρούς και μέσα στο συνδικάτο ο Τίκας. Τους δημιουργούσε με τις θέσεις και τον χαρακτήρα του. Θεωρούσε πως όποιος δεν έχει δουλέψει στα ορυχεία, δεν είχε θέση στο συνδικάτο. Δεν τα πήγαινε καλά με τους επαγγελματίες εργατοπατέρες», λέει ο Ντέιβιντ Μέησον.
Τα πράγματα είχαν φτάσει στο Αμήν, το Σεπτέμβρη του 1913.
Τελικά στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 ξεκινά η μεγάλη απεργία στην πόλη Λάντλοου (Laddlow ή Ludlow), όπου υπήρχαν 13.000 ανθρακωρύχοι.
Επικεφαλής της απεργίας ήταν ο Τζον Λόζον και ο Λούης Τίκας, που είχε μια ομάδα στήριξης από Κρητικούς, μερικοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στις απεργίες του Μπίνγκαμ στη Γιούτα.
Η εταιρεία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς και ο κυβερνήτης του Κολοράντο συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες. Ο Λούης βγήκε ζωντανός από τη μάχη, παραμένοντας από τους τελευταίους στον καταυλισμό, εμψυχώνοντας, προσπαθώντας να γλιτώσει όσους γινόταν. Ο Τίκας με απαράμιλλο θάρρος, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ (Karl Linderfeld) κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα.
Το χρονικό της απεργίας δεν γράφτηκε ποτέ. Είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60.
Σήμερα το Λάντλοου είναι μια πόλη-φάντασμα. Στον χώρο της σφαγής, στην περιοχή Τρίνινταντ, έχει στηθεί μεγαλόπρεπες μνημείο από γρανίτη στη μνήμη των θυμάτων. Εκεί υπάρχει και ο τάφος του γενναίου Λούη Τίκα.
Πηγή: Πολιτιστικό Ρέθυμνο.