Μηδενική η οικονομική ενίσχυση των επαγγελματιών αλιέων από το κράτος – Εξαφανισμένα πολλά είδη ψαριών από τις τοπικές θάλασσες – Οικονομική διέξοδος για πολλούς επαγγελματίες η στροφή προς τον αλιευτικό τουρισμό
Συρρίκνωση ιχθυαποθεμάτων, ολοένα και συχνότερη εμφάνιση εισβολικών ειδών, όπως λαγοκέφαλοι και φώκιες και αυξανόμενες ζημιές σε εξοπλισμό και αλιευτικά εργαλεία είναι όλοι παράγοντες που έχουν μετατρέψει το παραδοσιακό επάγγελμα της αλιείας, σε μία επαγγελματική δραστηριότητα με αβέβαιο παρόν και μέλλον. Η αλιεία του Ρεθύμνου και της Κρήτης βρίσκεται μπροστά σε μία από τις πιο κρίσιμες οικονομικές προκλήσεις των τελευταίων ετών, με τους επαγγελματίες και τους ερασιτέχνες να εγκαταλείπουν σταδιακά κάθε χρόνο την ενασχόλησή τους με το ψάρεμα, κρίνοντας ότι οι συνθήκες είναι αποτρεπτικές. Η αλιεία είναι ένα επάγγελμα που παρότι συχνά πλήττεται από καταστροφές που προκαλούνται από φυσικούς παράγοντες της θάλασσας, δεν αποζημιώνεται και δεν εξασφαλίζεται με αυτόν τον τρόπο καμία αποκατάσταση σε φθορές σκαφών και εξοπλισμού. Παράλληλα, όπως τονίζουν οι ψαράδες της περιοχής, ο βυθός στο τοπικό θαλάσσιο οικοσύστημα έχει «αδειάσει» και τα ψάρια έχουν μειωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και πολύωρες εξορμήσεις καταλήγουν με ελάχιστα ή μηδενικά αποτελέσματα. Την ίδια στιγμή, η παρουσία ξενικών ειδών, κυρίως του λαγοκέφαλου, έχει ανατρέψει πλήρως την ισορροπία του οικοσυστήματος, με τους επαγγελματίες να υπογραμμίζουν ότι πλέον «δεν υπάρχει κανένα μέρος που μπορούμε να βρούμε ικανοποιητικές ποσότητες ψαριών». Η έντονη παρουσία του λαγοκέφαλου στις τοπικές θάλασσες έχει ανοίξει τη συζήτηση για τη σύσταση επιδοτούμενων προγραμμάτων κυνηγιού και εξάλειψής του από τους ίδιους τους ψαράδες, όπως έχει γίνει και στην Κύπρο. Το Ρέθυμνο μάλιστα μπορεί να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το εγχείρημα σε περίπτωση που το επιδοτούμενο πρόγραμμα εγκριθεί, όπως επισημαίνουν στα «Ρ.Ν.» οι επαγγελματίες αλιείς. Το πρόβλημα με τους λαγοκέφαλους την τελευταία τριετία μάλιστα, σε συνδυασμό με την αύξηση των φώκεων, αποτελούν καθοριστικό παράγοντα πίεσης, καθώς δεν περιορίζονται μόνο στη λεία τους, αλλά προκαλούν σοβαρές ζημιές στα εργαλεία, με κόστος που μπορεί να φτάσει «από 100 έως 1.000 ευρώ», όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι ψαράδες. Πολλοί μάλιστα διακόπτουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα τους χειμερινούς μήνες, για να περιορίσουν τα έξοδα, ενώ επεξεργάζονται πολύμηνες εξορμήσεις στην Βόρεια Ελλάδα, όπου τα ιχθυαποθέματα είναι ακόμα υπαρκτά. Συνεπώς, η οικονομική ασφυξία, η έλλειψη στήριξης από την πολιτεία και η αίσθηση ότι η κατάσταση ξεφεύγει από κάθε δυνατό έλεγχο οδηγούν πολλούς να αμφισβητούν αν η αλιεία έχει μέλλον στο νησί. Μέσα σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, επαγγελματίες και ερασιτέχνες συμφωνούν πως απαιτούνται άμεσα μέτρα, τόσο για την προστασία της αναπαραγωγικής περιόδου των ψαριών όσο και για τον περιορισμό των εισβολικών ειδών, πριν η τοπική αλιεία οδηγηθεί σε οριστική κατάρρευση.
Πρόγραμμα επιδότησης κυνηγιού λαγοκέφαλου
Σε επεξεργασία βρίσκεται ένα πρόγραμμα επιδότησης των ψαράδων για την απομάκρυνση του λαγοκέφαλου από τα τοπικά θαλάσσια οικοσυστήματα, ένα ψάρι «χωρίς εχθρούς», το οποίο βλάπτει σοβαρά όχι μόνο το υπάρχον ιχθυαπόθεμα, αλλά και τα δίχτυα των ψαράδων. Όπως ανέφερε μεταξύ άλλων μιλώντας στα «Ρ.Ν.», ο πρόεδρος του Συλλόγου Επαγγελματιών Αλιέων Νομού Ρεθύμνου, Στέλιος Στυλιανουδάκης, η Γενική Διεύθυνση Αλιείας σε συνεργασία με την Περιφέρεια βρίσκονται σε διαβούλευση, προκειμένου να εισάγουν αυτό το επιδοτούμενο πρόγραμμα, που μπορεί να δώσει ανάσα στην τοπική αλιεία. «Στόχος είναι να μειώσουμε τις ζημιές. Τα περισσότερα σκάφη έχουν σταματήσει να χρησιμοποιούν δίχτυα, γιατί πλέον δεν συμφέρει. Ο λαγοκέφαλος είναι παντού. Αυτό το πρόγραμμα έχει γίνει και την Κύπρο, η οποία ήταν η πρώτη που συνάντησε το πρόβλημα με τον λαγοκέφαλο. Εδώ είναι υπό συζήτηση, να παρθούν κάποια μέτρα να επιδοτηθούν οι ψαράδες για να ψαρεύουν, γιατί πρόκειται για ένα ψάρι χωρίς κανένα εχθρό. Εγώ αυτό που βλέπω είναι ότι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, σε τρία με τέσσερα χρόνια θα έρθει το τέλος για την αλιεία», ανέφερε και στη συνέχεια σημείωσε ότι ο Σύλλογος των επαγγελματιών έχει ήδη μαζέψει όλα τα απαραίτητα έγγραφα, προκειμένου να κατατεθούν τον επόμενο μήνα και να διεκδικήσει ο Νομός Ρεθύμνου την ανάληψη του προγράμματος, τουλάχιστον για την Κρήτη. Σε κάθε περίπτωση και μέχρι τα ιχθυαποθέματα να αποκατασταθούν, οι επαγγελματίες ψαράδες μειώνονται διαρκώς, σύμφωνα με τον κ. Στυλιανουδάκη, στρεφόμενοι μάλιστα προς τη διέξοδο του αλιευτικού τουρισμού: «Οι επαγγελματίες δεν παραμένουν στον χώρο. Επειδή μας έδωσε το κράτος τη δυνατότητα αλιευτικού τουρισμού, πολλοί επαγγελματίες έχουν κάνει στροφή στον αλιευτικό τουρισμό, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Οι κανονικοί ψαράδες έχουν μειωθεί πάρα πολύ, όχι μόνο στον δήμο Ρεθύμνου, αλλά σε όλο τον Νομό. Παλαιότερα είχαμε 25-30 καΐκια και ψαρεύαμε και τώρα έχουμε μείνει από πέντε μέχρι οκτώ. Μπορεί μία μέρα στο λιμάνι να έχει πάει μόνο ένας ή ακόμα και κανένας», υπογράμμισε, ενώ στη συνέχεια επεσήμανε ότι οι αλιείς με μεγάλα σκάφη σταματούν την επαγγελματική δραστηριότητα τους χειμερινούς μήνες, ενώ σκέφτονται ακόμα και να καταφύγουν στη Βόρεια Ελλάδα, όπου υπάρχουν ακόμα διαθέσιμα ψάρια. «Θέλουμε να έχουμε εργαλεία, για να μπορέσουμε να πάμε έστω πέντε με έξι μήνες προς τη Βόρεια Ελλάδα για να δουλέψουμε, γιατί αν δεν έχουμε, τα εργαλεία κοστίζουν 30-40 χιλιάδες ευρώ. Δεν είναι εύκολο να ξαναφτιάξεις εργαλεία. Έχουμε ζοριστεί πάρα πολύ. Όσοι έχουμε μεγάλα σκάφη, θα οδηγηθούμε σιγά σιγά στον αλιευτικό τουρισμό, δεν υπάρχει περίπτωση. Εγώ που γυρνάω σε όλη την Ελλάδα και δεν έχω πρόβλημα να πάω σε ένα άλλο μέρος με πολλά ψάρια, και όμως δεν μπορώ να επιβιώσω», κατέληξε ο κ. Στυλιανουδάκης.

«Δεν υπάρχει κανένα μέρος που μπορούμε να βρούμε ικανοποιητικές ποσότητες ψαριών»
Με μελανά χρώματα αποτυπώνεται η εικόνα της αλιείας στο Ρέθυμνο, τόσο από τους επαγγελματίες, όσο και από τους ερασιτέχνες ψαράδες. Ο Βαγγέλης Κασωτάκης, επαγγελματίας ψαράς και πρώην Αντιπρόεδρος του Συλλόγου επαγγελματιών αλιέων Ρεθύμνου, μιλώντας στα «Ρ.Ν.» αναφέρθηκε σε μία πραγματικότητα που επιδεινώνεται χρόνο με τον χρόνο. «Από το κακό στο χειρότερο πηγαίνουμε. Ό,τι πρόβλημα είχαμε πέρυσι, φέτος έχει αυξηθεί σε ένταση», σημείωσε, τονίζοντας πως ακόμη και η τουριστική αλιεία βρίσκεται πλέον υπό αμφισβήτηση λόγω της δραματικής επέκτασης των λαγοκέφαλων. «Δεν υπάρχει κανένα μέρος που μπορούμε να βρούμε ικανοποιητικές ποσότητες ψαριών», ανέφερε, ενώ στη συνέχεια εξήγησε ότι οι λαγοκέφαλοι έχουν εξαπλωθεί σε βάθη που παλαιότερα δεν πλησίαζαν. «Πλέον τα βρίσκουμε στα 60 και 70 μέτρα». Σύμφωνα με τον ίδιο, η κατάσταση του θαλάσσιου οικοσυστήματος έχει καταρρεύσει. «Όλο το ιχθυαπόθεμα έχει διαλυθεί, έχουμε γεμίσει με εισβολικά είδη και έχουν αυξηθεί πάρα πολύ οι φώκιες». Οι φώκιες, όπως υπογραμμίζει, αποτελούν μια από τις σοβαρότερες απειλές για τους επαγγελματίες: «Η φώκια είναι το πρώτο πράγμα που διώχνει έναν ψαρά από το επάγγελμά του, η ζημιά που κάνουν είναι τεράστια». Παράλληλα, η απουσία οικονομικής στήριξης επιδεινώνει την κατάσταση: «Δεν υπάρχουν πλέον κίνητρα ο ψαράς είναι ο μόνος που δεν αποζημιώνεται», σημείωσε ο κ. Κασωτάκης, κρίνοντας επίσης πως η επιδότηση της στοχευμένης αλιείας λαγοκέφαλου θα βοηθήσει την κατάσταση, αν και το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό.
Αντίστοιχα δυσοίωνη είναι η εικόνα και από την πλευρά των ερασιτεχνών αλιέων, όπως την παρουσίασε στα «Ρ.Ν.», ο Μανώλης Βεριδάκης, πρόεδρος του Συλλόγου Ερασιτεχνών Αλιέων Νομού Ρεθύμνου: «Υπάρχουν πάρα πολλές φώκιες, τα λαγοκέφαλα βρίσκονται παντού και τα ψάρια έχουν εξαφανιστεί. Ο βυθός έχει αδειάσει». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μια πρόσφατη εξόρμηση των ψαράδων «Ψαρεύαμε για έξι ώρες και βγάλαμε μόνο τέσσερα ψάρια», ενώ οι φώκιες κυνηγούσαν τα υπόλοιπα, τόνισε ο κ. Βεριδάκης, επισημαίνοντας επίσης ότι μόνο με γενναία μέτρα προστασίας μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη στο επάγγελμα, αναφέροντας το παράδειγμα της Αμοργού, όπου η αλιευτική δραστηριότητα σταματάει κατά την αναπαραγωγική περίοδο Απριλίου και Μαΐου, σε ένα μέτρο που τηρείται καθολικά από επαγγελματίες και ερασιτέχνες. «Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα ξαναδούμε ψάρια, αλλιώς θα εξαφανιστούν τελείως», ανέφερε ο κ. Βεριδάκης και τέλος σημείωσε ότι η μείωση των ψαριών είναι πλέον εμφανής σε όλα τα βάθη: «Πηγαίνουμε στα 220-240 μέτρα και βγάζουμε μόνο τρία με τέσσερα ψάρια, η κατάσταση είναι τραγική», κατέληξε.












