Ανανεώθηκε το κύμα ανησυχίας μετά την αναζωπύρωση της σεισμικής δραστηριότητας στη Σαντορίνη και την Αμοργό, τα τελευταία 24ωρα, με την εικόνα, ωστόσο, να μην διαφοροποιείται και τον ρυθμό της σεισμικότητας να παραμένει στα ίδια επίπεδα με τις προηγούμενες ημέρες, σύμφωνα με όσα δήλωσε στον ΣΚΑΪ Κρήτης 92,1 και στην εκπομπή της Σώτιας Πεντεδήμου, ο Βασίλης Καραστάθης, διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου. Μπορεί να μην πρόκειται για μία «τυπική σεισμική ακολουθία», όπως επεσήμανε, αλλά πρόκειται για εκδήλωση μιας σεισμικής ακολουθίας που κινείται σε παρόμοια μεγέθη, η εξέλιξη της οποίας επεκτείνεται σε διάστημα μερικών εβδομάδων, μέχρι να ολοκληρωθεί. Ωστόσο, «στη φύση τίποτα δεν είναι προβλέψιμο», όπως ανέφερε μεταξύ άλλων, με έναν σεισμό μεγαλύτερου μεγέθους να μην μοιάζει πιθανός, αλλά να μην μπορεί και να αποκλειστεί ως ενδεχόμενο.
«Τις πρωινές ώρες είχαμε έντονη σεισμική δραστηριότητα»
Ως ένα «αναμενόμενο σμήνος σεισμών» χαρακτήρισε τις σεισμικές δονήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Σαντορίνης ο κ. Καραστάθης, ο οποίος τόνισε ότι τα δεδομένα δεν έχουν αλλάξει πολύ από την Κυριακή. «Ο προχθεσινός σεισμός ήταν ελάχιστα μεγαλύτερος από 5,3 ρίχτερ και δεν διαφοροποιεί την εικόνα. Το θέμα είναι να μην μεταγγιστεί η συχνότητα της σεισμικότητας, δηλαδή ο ρυθμός των σεισμών ανά ημέρα. Τις πρωινές ώρες της Δευτέρας είχαμε πολύ έντονη σεισμική δραστηριότητα, η οποία όμως αργότερα δεν συνεχίστηκε», ανέφερε και στη συνέχεια στάθηκε στην κρισιμότητα του ρυθμού της σεισμικότητας: «Η σεισμικότητα ως προς τον ρυθμό της παραμένει στα ίδια επίπεδα με τις προηγούμενες ημέρες μέχρι στιγμής. Η παράμετρος της συχνότητας του ρυθμού της σεισμικότητας είναι από τις κρισιμότερες για την εκτίμηση της εξέλιξης της ακολουθίας».
Ανοικτό άφησε το ενδεχόμενο να συνεχιστούν οι σεισμοί, ακόμα και για αρκετές εβδομάδες ο κ. Καραστάθης, με τις προβλέψεις να μην χωρούν εύκολα σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη φύση: «Η εξέλιξη ενός τέτοιου συστήματος προχωράει συνήθως αρκετές εβδομάδες και σιγά σιγά με την αραίωση βρίσκεται σε αποδρομή, πάντα όμως αφήνουμε ένα περιθώριο, μήπως υπάρξει και κάποιο μεγαλύτερο μέγεθος, γιατί στη φύση τίποτα δεν είναι προβλέψιμο σε αυτό το βαθμό, ώστε να αποκλειστεί και αυτό το ενδεχόμενο».
«Δεν το έχουμε συναντήσει ξανά στον ελληνικό χώρο τις τελευταίες δεκαετίες»
Πρωτόγνωρο για τη χώρα είναι το φαινόμενο με τους συνεχόμενους σεισμούς αυτής της έντασης, με τις σεισμικές δονήσεις να διατηρούνται σε παρόμοια μεγέθη, σύμφωνα με τον κ. Καραστάθη: «Αυτό που παρατηρούμε αυτή τη στιγμή δεν είναι μία τυπική σεισμική ακολουθία, από αυτές που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Είναι μία «σμηνοσειρά» με μεγάλα μεγέθη, όμοιά της τις τελευταίες δεκαετίες δεν έχουμε συναντήσει στον ελληνικό χώρο, διεθνώς υπάρχουν παραδείγματα. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει λογική του κύριου σεισμού και των μετασεισμών, εδώ έχουμε στο ίδιο περίπου μέγεθος πολλούς σεισμούς, υπάρχει το λεγόμενο σμήνος σεισμών, έχουμε ένα μεγάλο ποσοστό των σεισμών να κινούνται με παρόμοια μεγέθη», ανέφερε.
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα για τη σύγκριση ανάμεσα στις σεισμικές δονήσεις στη Σαντορίνη και στο Αρκαλοχώρι, ο κ. Καραστάθης σημείωσε: «Είναι διαφορετικά πράγματα. Στη μία περίπτωση του Αρκαλοχωρίου είχαμε μία προσεισμική ακολουθία, τον κύριο σεισμό και μία μετασεισμική ακολουθία. Στη Σαντορίνη υπάρχει ένα τελείως διαφορετικό τεκτονικό περιβάλλον, με πολύ μεγάλες διαφορές, η ακολουθία έχει τεράστιες διαφορές σε σχέση με το Αρκαλοχώρι, μιλάμε για σμήνος σεισμών, ενώ στο Αρκαλοχώρι δεν μιλούσαμε για σμήνος σεισμών».
«Ακόμα και αν γίνει σεισμός 6 ρίχτερ, είμαι αισιόδοξος ότι δεν θα έχουμε πολλές ζημιές»
Η βορειοανατολική προέλευση των σεισμών προς το νησί της Σαντορίνης, τους καθιστά λιγότερο επικίνδυνους και επιβλαβείς απέναντι στις κτιριακές υποδομές, από ό,τι αν προέρχονταν από την Καλντέρα, την εδαφική κοιλότητα δηλαδή, που σχηματίζεται όταν υποχωρεί το τμήμα ενός ηφαιστειακού κώνου ή όταν διαβρώνονται βαθμιαία τα εσωτερικά τοιχώματά του, σύμφωνα με όσα ανέφερε, επίσης, στον ΣΚΑΪ Κρήτης 92,1, ο Παναγιώτης Καρύδης, καθηγητής Αντισεισμικής Τεχνολογίας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο: «Είμαστε σε αναμονή, για να δούμε πώς θα εξελιχθεί το φαινόμενο. Από πλευράς αντισεισμικής συμπεριφοράς των κατασκευών, όταν έρχεται ο σεισμός βορειοανατολικά από τη Σαντορίνη, τα κτίρια έχουν ευνοϊκότερη συμπεριφορά, δηλαδή πλήττονται με μικρότερη έκταση, από το αν ο σεισμός προερχόταν από την Καλντέρα, γιατί ακόμα και αν ήταν μικρότερου μεγέθους, θα είχαμε δυσμενέστερα αποτελέσματα και αυτό οφείλεται κυρίως σε διάφορους παράγοντες, όπως η κατεύθυνση του σεισμού και η αδράνεια των μαζών, σε σχέση με τη φορά του σεισμού, καθώς και το έδαφος που απορροφά τη σεισμική δόνηση».
Επιπλέον, ο κ. Καρύδης συμπλήρωσε: «Ακόμα και αν γίνει ένας σεισμός 6 ρίχτερ, εγώ είμαι αισιόδοξος ότι δεν θα έχουμε πολλές ζημιές, εκτός από την περιοχή της Καλντέρας, όχι λόγω άμεσης επιρροής στα κτήρια, εμμέσως όμως λόγω των κατολισθήσεων που ενδεχομένως να λάβουν χώρα», ενώ όπως ανέφερε, οι βλάβες σε περίπτωση συνέχισης των σεισμικών δονήσεων οι ζημιές θα είναι μεμονωμένες, με επιφύλαξη, μόνο στην περιοχή της Καλντέρας.
Υπεύθυνες ανακατασκευές κτιρίων για ασφαλείς υποδομές
Ερωτώμενος για την τρωτότητα των κτιριακών υποδομών στην Κρήτη και τους ενδεχόμενους κινδύνους, τόσο κατά τη διάρκεια των σεισμών στη Σαντορίνη, αλλά και σε περίπτωση νέων σεισμικών δονήσεων συγκεκριμένα στο νησί, ο κ. Καρύδης τόνισε ότι: «Προφανώς η Κρήτη δεν μπορεί να κινδυνεύσει πολύ», ενώ επίσης ανέφερε: «Συνιστώ ο κόσμος να μην πηγαίνει πολύ κοντά στα κτίρια, στους δρόμους, να πηγαίνει στο μέσο του δρόμου, να περπατάει και να ρίχνει και μία ματιά προς τα πάνω για το τι γίνεται». Παράλληλα, παρότι στην Ελλάδα τηρούνται οι αντισεισμικοί κανόνες, ο κ. Καρύδης συμβούλεψε τους ιδιοκτήτες κτιρίων να προχωρούν σε υπεύθυνες επισκευές και ανακαινίσεις, πάντα με τη συμβολή ενός έμπιστου και έμπειρου μηχανικού, καθώς τα κτίρια που δεν έχουν συντηρηθεί, τα μπαλκόνια των ετοιμόρροπων στην παλιά πόλη, οι σοβάδες που κρέμονται σε εγκαταλελειμμένα σπίτια αυξάνουν τον δείκτη επικινδυνότητας.
Αναφέρθηκε μάλιστα και σε ένα φαινόμενο, μία τάση των τελευταίων χρόνων, που αφορά στις ανακατασκευές παλαιών κτισμάτων για τη χρήση τους σε βραχυχρόνιες μισθώσεις. Όπως τόνισε: «Κάποιοι ιδιοκτήτες επενδύουν χρήματα περισσότερο σε αισθητικές παρεμβάσεις και αποκαταστάσεις, πληγώνοντας όμως τα δομικά χαρακτηριστικά της υποδομής. Όταν, για παράδειγμα, σε ένα παλιό ακίνητο κατεδαφίζονται τοίχοι για να μεγαλώσουν οι χώροι τους και τοποθετούνται γυψοσανίδες χωρίς μελέτες στατικότητας, αυτό μπορεί να πληγώσει στατικά το ακίνητο και να το κάνει πιο ευάλωτο».
Επιμέλεια: Γιάννης Κωστάκογλου