Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΛΕΔΑΚΗ
Ό κ. Χέρτσφελντ είναι αρκετά γνωστός στους Ρεθεμνιώτες από τις επιτόπιες ανθρωπολογικές έρευνες που έχει πραγματοποιήσει στην περιοχή μας.
Όπως «η ιδεολογία του ανδρισμού στην Κρήτη» – κυκλοφορεί μεταφρασμένο αλλά και το «Ρέθυμνο ένα μέρος στην ιστορία» αναμένεται να μεταφρασθεί από τα Αγγλικά. Την είδηση για τη μετάφραση της εργασίας του αυτής, μας την έδωσε στην πρόσφατη διάλεξη που συμμετείχε από απόσταση η όποια είχε οργανωθεί από τον Δήμο και το Πανεπιστήμιο Κρήτης, με θέμα: «Οικολογία και Κοινωνική Ανθρωπολογία» με συνομιλητές τους κ.κ. Γ. Νικολακάκη, κοινωνικό ανθρωπολόγο και Σ. Πυρίντσο, βιολόγο. Η μετάφραση αυτής της έρευνας έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς αφορά το γνωστό θέμα της παλιάς πόλης.
Αν και έχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Ανδρέα Νενεδάκη, οι Ρεθεμνιώτες εξακολουθούν να τον θυμούνται τόσο για το συγγραφικό του έργο όσο και για τους αγώνες του για την κοινωνική ισότητα αλλά επίσης για τις προσπάθειές του σχετικά με την πολιτιστική αναβάθμιση του Ρεθύμνου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το ότι το 15ο Δημοτικό Σχολείο της πόλης μας φέρει τιμής ένεκεν το όνομά του.
Θεωρώ πάντως ότι έχει σημασία να δούμε τη ζωή και το έργο ενός δικού μας ανθρώπου που ξεχώρισε, με τη ματιά ενός τρίτου, δεν θα έλεγα τώρα πλέον ξένου, ενός κοινωνικού ανθρωπολόγου αυτής της κλίμακας.
«Ο λογοτέχνης και ο ανθρωπολόγος. Μια εθνογραφική βιογραφία του Ανδρέα Νενεδάκη», είναι ο τίτλος του βιβλίου του Μάικλ Χέρτσφελντ με τον οποίο συνομιλήσαμε.
Ερώτηση: κ. Χέρτσφελντ, σε ποια σημεία συναντά τελικά ο κοινωνικός ανθρωπολόγος τον λογοτέχνη;
«Νομίζω ότι η γνωριμία με τον Ανδρέα Νενεδάκη ήταν εξαιρετική τύχη για εμένα. Μην ξεχνάτε ότι τον γνώρισα εξ αιτίας σας, στο προαύλιο της Δημόσιας βιβλιοθήκης. Συνήθως εμείς οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι ασχολούμαστε με κοινωνίες, όχι με άτομα αν και τα άτομα που παρατηρούμε αποτελούν τον πυρήνα της γνώσης μας. Στον Ανδρέα τον Νενεδάκη ανακάλυψα ένα συνομιλητή ο οποίος ανέλυε τις κοινωνίες τις οποίες είχε ζήσει – ορεινή δυτική Κρήτη, Ρέθυμνο και Αθήνα – από μία οπτική που με βοήθησε να τις αντιλαμβάνομαι με ένα νέο τρόπο. Η μεταξύ μας διαφορά ηλικίας, παιδείας και εμπειρίας, δεν μας εμπόδιζε να επικοινωνούμε με δημιουργική διάθεση σε κάθε συνάντησή μας. Δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας αλλά αυτό που μπορώ να πω είναι ότι η σημασία του έργου του Ανδρέα Νενεδάκη ακόμη και για το σημερινό κοινό είναι μεγάλη.
Θεωρώ ότι με το έργο του φώτισε τη ζωή ανθρώπων που έζησαν στο περιθώριο της Ελληνικής κοινωνίας, κυρίως για πολιτικούς λόγους, καταφέρνοντας μέσα στα πλαίσια αυτής της θεματολογίας να πει ενδιαφέροντα πράγματα. Νομίζω ότι δεν ήταν ευρύτερα γνωστός μέχρι τους «Βουκέφαλους» οπότε λαμβάνει το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1991 και για το ίδιο βιβλίο, το 1994 το βραβείο Ελληνοτουρκικής φιλίας Αμπτί Ιπέκτσι. Παράλληλα, με την λογοτεχνική αξία του έργου του, κατάφερε να περιγράψει με ακρίβεια τις κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωσαν τις ζωές των ηρώων του είτε επρόκειτο για μυθοπλασία είτε για πραγματικές περιγραφές.
Επί πλέον παρουσίασε με μεγάλη ακρίβεια τα βιώματα των χαρακτήρων του, σκιαγραφώντας με εξαιρετικό τρόπο την ψυχολογία τους, σαν να ήταν κοινωνικός ανθρωπολόγος. Με τον ίδιο τρόπο που περιέγραφε τα δικά του βιώματα των παιδικών χρόνων αλλά και της ωριμότητας, δηλαδή στον πόλεμο στην κατοχή στην αντίσταση στην δικτατορία και όχι μόνο, φωτίζει τις ζωές των άλλων, αναλύοντας όχι μόνο τις κοινωνικές τους αξίες αλλά και τις ψυχολογικές και ηθικές πλευρές της προσωπικότητας τους.
Όλα αυτά τα εξέφραζε μέσα από μία βαθειά ιδεολογική πεποίθηση καθώς πίστεψε στον σοσιαλισμό και τον κομουνισμό, θεωρώντας ότι είναι βασικός άξονας της σκέψης του. Ας μην ξεχάσουμε τον ρόλο της συζύγου του, της ζωγράφου Έλλης Κομνηνού η οποία δεν ήταν μόνο ταλαντούχος αλλά πηγή έμπνευσης και στήριξης για τον Ανδρέα. Οι συζητήσεις μας και με αυτήν ήταν πάντα πολύ δημιουργικές».
Ερώτηση: Λαμβάνοντας υπόψιν τις τρεις ανθρωπολογικές έρευνες που πραγματοποιήσατε στην περιοχή μας, δηλαδή τη βιογραφία του Ανδρέα Νενεδάκη, την έρευνα για την παλιά πόλη που είναι αμετάφραστη ακόμη, και την «ιδεολογία του ανδρισμού στην Κρήτη» που κυκλοφορεί στα Ελληνικά, τι θα αφαιρούσατε από το υλικό που συγκεντρώσατε τότε ώστε να επικαιροποιήσετε, εντός ή εκτός εισαγωγικών, τα συμπεράσματα σας;
«Καθόλου απλή ερώτηση. Είναι αδύνατο να απαντήσω συνολικά τώρα. Οι εποχές που περιγράφω στις τρεις αυτές εργασίες μου, δηλαδή στις δεκαετίες 1980 και 1990, σηματοδοτούν ριζικές αλλαγές στην Κρητική κοινωνία.
Θα ήθελα να γίνει τώρα η μετάφραση, καθώς τώρα γίνεται η προσπάθεια εξωραϊσμού αρκετών ιστορικών κέντρων όπως η Ρώμη και η Μπανγκόκ με αρκετές αρνητικές συνέπειες. Έχω πραγματοποιήσει αντίστοιχες έρευνες σε αυτές τις πόλεις. Το Ρέθυμνο είναι εξαίρεση γιατί οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν νόμιμοι κάτοχοι των σπιτιών τους είτε από κληρονομιά είτε λόγω της πολιτικής του Ελληνικού κράτους απέναντί στους Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Είναι αλήθεια ότι στην αρχή οι κάτοικοι ήταν αρκετά αρνητικοί απέναντι στην αναστύλωση και στον αυστηρό έλεγχο των ακινήτων που επέφερε αλλά στη συνέχεια άρχισαν να αλλάζουν τη στάση τους όταν εμφανίσθηκαν τα οικονομικά οφέλη που προερχόταν κυρίως από τον αυξημένο τουρισμό.
Θεωρώ ότι η περίπτωση της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου, πρέπει να μελετηθεί ως θετικό παράδειγμα καθώς δεν συνέβη το ίδιο σε άλλες πόλεις που έχω μελετήσει όπως στην Ρώμη. Όταν γίνεται παρέμβαση για διατήρηση σε παλιά κτιριακή υποδομή, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο πληθυσμός υποχρεώνεται να εγκαταλείψει την συγκεκριμένη περιοχή, επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την αύξηση των ενοικίων η οποία επηρεάζει και άλλες διαστάσεις της καθημερινότητας.
Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται λόγω των παρεμβάσεων διαφόρων παραγόντων αλλά προπαντός ορισμένων ισχυρών οικονομικών φορέων που εκμεταλλεύονται ανελέητα το κοινωνικό κύρος που δημιουργείται όταν κατοικεί κάποιος σε «ιστορικό κτίριο» ή σε μια «ιστορική ζώνη». Στη παλιά πόλη της Ρώμης, οι μεγάλες τράπεζες, διάφορα εκκλησιαστικά ιδρύματα και μεγάλες επιχειρήσεις έκαναν τέτοιες επενδύσεις ώστε οι εργαζόμενοι και πολλοί μικρό επαγγελματίες να αναγκάσουν να ψάχνουν στέγη πολύ μακριά από τα συνηθισμένα κοινωνικά δίκτυά τους. Η διαφορετικότητα, λοιπόν, των περιπτώσεων όσο αναφορά το πρόγραμμα διατήρησης, είναι ένα ζήτημα που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα».
Σύντομο βιογραφικό
Ό Μάικλ Χέρτσφελντ έχει διδάξει σε αρκετά αναγνωρισμένα πανεπιστήμια της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Από το 1991 είναι καθηγητής κοινωνικής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Έχει διατελέσει πρόεδρος της ένωσης νεοελληνιστών των ΗΠΑ, της οργάνωσης ανθρωπολογίας της Ευρώπης, καθώς και διευθυντής του Αμερικανός ανθρωπολόγος. Το 1997 εξελέγη εταίρος της Αμερικάνικης Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Είναι Βρετανός. Το 2021 πολιτογραφήθηκε Έλληνας. Έργα του είναι: «Πάλι δικά μας» παράδοση, ιδεολογία και η δημιουργία της σύγχρονης Ελλάδας. 1982
Η ποιητική του ανδρισμού. Ανταγωνιστικό τη τα και ταυτότητα σε ένα ορεινό Κρητικό χωριό. (1985).
Η ανθρωπολογία μέσα από τον καθρέφτη. Κριτική εθνογραφία. (1987)
Εάν μέρος στην ιστορία. Κοινωνικά στιγμιότυπα του παρελθόντος σε μία Κρητική πόλη. (1991)
Πολιτιστική οικειότητα. Η κοινωνική παραγωγή της διαφορετικότητας. Διερευνώντας τις κοινωνικές ρίζες της δυτικής γραφειοκρατίας. (1992)
Μία εθνογραφική βιογραφία του Ανδρέα Νενεδάκη. (1997)
Θεωρητική πρακτική στην κουλτούρα και την κοινωνία. (2001)
Τεχνητές και βοηθοί (2004).
Έξωση από την αιωνιότητα. Η ανοικοδόμηση της σύγχρονης Ρώμης. (2009)
Σοφία του πνεύματος. Κοινότητα και πολιτική στην Μπαγκονκ. (2016).
Ανατρεπτικός αρχαϊσμός. Προβλήματα στις παραδόσεις και στις πολιτικές της εθνικής κληρονομιάς. (2022).
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», με τον τίτλο «Ο λογοτέχνης και ο ανθρωπολόγος. Μια εθνογραφική βιογραφία του Ανδρέα Νενεδάκη από τον Μάικλ Χέρτσφελντ».