Του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΓΓΕΛΑΚΗ
Οι συντεχνίες όπως γνωρίζουμε, αποτελούσαν την οργάνωση ομάδων επαγγελματιών και τεχνιτών για την διασφάλιση των δικαιωμάτων, της γνώσης και της συνέχισης μίας τέχνης ή ενός επαγγέλματος.
Η δημιουργία επαγγελματικών οργανώσεων χάνεται στα βάθη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού όπου συναντάμε το 535 π.χ. για παράδειγμα, τους αρχικά ερασιτέχνες ηθοποιούς (υποκριτές) και τους καλλίφωνους τραγουδιστές, να οργανώνονται επαγγελματικά και στην συνέχεια σε συντεχνίες, ώστε να μπορούν να διεκδικήσουν το καλύτερο δυνατόν για την τέχνη τους.
Η συντεχνία στην αρχαία Ελλάδα έμοιαζε με μία πόλη, στην οποία συν-αποφάσιζαν για τα επαγγελματικά ζητήματα δημοκρατικά όλοι οι συν-εταίροι, καθόριζαν τους όρους συμμετοχής, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών, την απαραίτητη εκπαίδευση και τις απολαβές ανάλογα την επαγγελματική βαθμίδα του καθενός. Σημαντική καινοτομία στην αρχαία Ελλάδα, ήταν ότι τον 5ο-4ο Π.Χ. αιώνα στην αστική δημοκρατία της Αθήνας, είχαν δικαίωμα συμμετοχής στις συντεχνίες και οι δούλοι οι οποίοι ασκούσαν κάποιο τεχνικό επάγγελμα ζήτημα που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Ο θεσμός της συντεχνίας παρέμεινε και εξελίχθηκε σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπου επανεισήχθη η διαδικασία της εργασίας με οικονομικό μισθό, εξασφαλίζοντας αυτή την φορά και την ανεξαρτησία των εργαζομένων μελών από το κράτος καθώς οι συντεχνίες καθόριζαν τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής καθώς και τους κανόνες λειτουργίας, πολλές φορές εισάγοντας και θρησκευτικούς, λατρευτικούς ή ακόμα και μυστικιστικούς κανόνες και προϋποθέσεις συμμετοχής.
Τα επαγγελματικά αυτά σωματεία ή συνεταιρισμοί κατά κάποια έννοια, επισφραγίζουν την έννοια και το σκοπό της ύπαρξης τους μέσα από το Επαρχιακό Βιβλίο του Λέοντος του Σοφού, εξασφαλίζοντας έτσι και την αποδέσμευση τους από τον κρατικό έλεγχο. Στην Θεσσαλονίκη για παράδειγμα στα μέσα του 14ου αιώνα, έχουν αποκτήσει τόσο μεγάλη πρωτοβουλία και δύναμη όπου με πρωτοστάτες την συντεχνία των ναυτικών, οι οποίοι μπαίνουν επικεφαλής της εξέγερσης των Ζηλωτών καταφέρνουν να διωχθούν οι αυτοκρατορικοί άρχοντες. Μέσα από αυτόν τον συνεταιρικό θεσμό ξεπηδούν στην συνέχεια και οι αρματωλικές οργανώσεις όπου πριν την κατάκτηση από τους Οθωμανούς ήδη, αναλαμβάνουν να προστατεύσουν τα δικαιώματα των περιοχών τους ενάντια σε λογής λογής πρόσκαιρους εισβολείς(πχ Αρβανίτες στην Κόρινθο) και κατά την οθωμανική περίοδο τα δικαιώματα των εκμισθωτών φόρων.
Η Κρήτη την ίδια περίοδο έχει παραχωρηθεί στον Βονιφάτιο Μομφερατικό ο οποίος στην συνέχεια την πούλησε στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας στην κατοχή της οποίας παρέμεινε πάνω από 400 χρόνια (1204-1669). Η πρώτη περίοδος της Ενετικής κατοχής χαρακτηρίστηκε από ταραχώδεις εξεγέρσεις των ντόπιων κατοίκων στις οποίες πρωτοστατούσαν πρώην Βυζαντινοί άρχοντες, με κορυφαία την εξέγερση του Αγίου Τίτου, η οποία ονομάστηκε αποστασία καθώς συμμετείχαν σε αυτήν και Ενετοί ευγενείς. Από την περίοδο αυτή και έπειτα οι συνθήκες ομαλοποιήθηκαν, οι Ενετοί άποικοι αφομοιώθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό με τον ντόπιο πληθυσμό μέσω της απελευθέρωσης των μεικτών γάμων με ντόπιους και έτσι τον 16ο -17ο αιώνα έχουμε ιδιαίτερη άνθιση στην οικονομία, το εμπόριο και τις τέχνες, ενώ έχουν ήδη ιδρυθεί συντεχνίες και θρησκευτικές αδελφότητες στα πρότυπα των ενετικών αδελφοτήτων υπό την υψηλή εποπτεία των πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχών.
Οι συντεχνίες αυτές, συνέβαλαν στην στέρεη επαγγελματική οργάνωση των τοπικών κοινωνιών και συνέβαλαν στην σφυρηλάτηση του πνεύματος συνεργασίας, αλληλεγγύης και σύμπραξης με την δημιουργία εξαιρετικού έργου σε όλα τα πεδία. Οι συντεχνίες, συνέβαλλαν στην δημιουργία μιας κοινά αποδεκτής ταυτότητας μέσω της επαγγελματικής ιδιότητας, η οποία δημιουργούσε κοινό μέτωπο στα οποιαδήποτε επαγγελματικά ή κοινωνικά ζητήματα προκύπταν σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο.
Καθώς η Βενετία αποτελούσε ναυτική δύναμη και η Κρήτη νησιωτική της αποικία, οι συντεχνίες και οι αδελφότητες οι οποίες είχαν να κάνουν με τα επαγγέλματα της θάλασσας, (ναυπηγοί, ναυτικοί, μαραγκοί κλπ), το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα (ζωγράφοι, αγιογράφοι, γλύπτες, συμβολαιογράφοι κλπ) γνωρίζουν ιδιαίτερη άνθιση, έτσι ώστε να μιλάμε για την περίοδο αυτή ώς περίοδο της Κρητικής Αναγέννησης. Την οικονομική και πνευματική άνθηση μαρτυρούν και οι αριθμοί και τα στοιχεία για τους Κρήτες που σπούδαζαν στα πανεπιστήμια της Βενετίας και της Πάδοβας, ανάπτυξη η οποία όμως, διακόπηκε απότομα κατά τον Μεγάλο Ενετοτουρκικό πόλεμο, όπου πλέον οι Κρητικοί συντάσσονται με τους Ενετούς σε κοινό αγώνα που όμως έληξε οριστικά με την κατάληψη του Χάντακα από τους Οθωμανούς το 1669 και την παράδοση μεταγενέστερα το 1715 του τελευταίου ναυτικού οχυρού της Γραμβούσας από τους Ενετούς στους Οθωμανους.
Μετά τα πρώτα διερευνητικά χρόνια, όπου η Οθωμανική ανώτατη διοίκηση προσπαθεί να μάθει και να οργανώσει την νέα της αυτή κατάκτηση, δημιουργεί τα σαντζάκια των Χανίων, του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου, τα οποία διοικούνται τα καθένα από αυτά από Πασσά, δηλαδή Στρατιωτικό Διοικητή. Μετά την διοικητική οργάνωση, γίνονται τα πρώτα βήματα οργάνωσης της οικονομικής ζωής όπου διακρίνονται δύο βασικοί τύποι οργάνωσης, η οργάνωση των αστικών περιοχών και η οργάνωση της υπαίθρου, όπου η κάθε μια από αυτές εκφράζεται από συγκεκριμένες συλλογικότητες οι οποίες την περίοδο αυτή ελέγχονται απόλυτα από την Οθωμανική διοίκηση και πολύ πιθανόν πιο συγκεκριμένα, από τα τάγματα των Γενιτσάρων, αν και θεσμικά δεν αναγνωριζόταν από την Σουλτανική διοίκηση.
Στην ύπαιθρο, απαντούνται συλλογικότητες οι οποίες έχουν να κάνουν κυρίως με την διαχείριση των γαιών και των αντίστοιχων φόρων που επιβλήθηκαν επ’ αυτών από τους Οθωμανούς. Ο νέος τρόπους διανομής γαιών, καθώς όλη η καλλιεργήσιμη γη περιήλθε στην κυριότητα του Σουλτάνου και πλέον ενοικιαζόταν σε καλλιεργητές, δημιούργησε ένα ολόκληρο σύστημα εκχρηματισμού της κοινωνίας το οποίο βασιζόταν στους εισπραττόμενους φόρους. Τα άτομα τα οποία αναλάμβαναν την είσπραξη των φόρων, ονομάζονταν «εμινήδες των μουκατάδων» για μή βακούφικες και «μουτεβέληδες» για βακούφικες περιοχές, ενώ οι κρατικοί υπάλληλοι που αναλάμβαναν τον έλεγχο της είσπραξης ονομάζονταν «σουμπάσηδες». Από την πλευρά των χριστιανών, αρμόδιοι για τα διοικητικά και φορολογικά θέματα ήταν οι δημογέροντες, οι «κοτζαμπάσηδες» αλλά πιο συχνά συναντούμε τους «καπετάνιους των ραγιάδων» σε αντιστοιχία με τους αρματολούς της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι οποίοι αναλαμβάνουν την διαφύλαξη της ομαλότητας στην είσπραξη φόρων από την μεριά των ραγιάδων, ενώ επεμβαίνουν και σε διοικητικά ή άλλα ζητήματα τήρησης της τάξης.
Στον αστικό ιστό, αναπτύσσονται, εκτός από τους παραπάνω εκπροσώπους της φορολογικής διοίκησης, όπου εδώ οι κοτζαμπάσηδες αντικαθιστούν στα θέματα φορολογικής διοίκησης και τα τούρκικα στρατιωτικά σώματα στην επιβολή της τάξης τους καπετάνιους των ραγιάδων των χωριών, τα διάφορα επαγγέλματα τα οποία είναι απαραίτητα για την επιβίωση και την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα των πόλεων, όπως τζαγκάρηδες, επιπλοποιοί, σαγματοποιοί, πεταλάδες και πολλά άλλα τα οποία ως συλλογικότητες οι Οθωμανοί τα ονομάζουν ισνάφια-συνάφια (isnaf). Μια συλλογικότητα επίσης, η οποία έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην επικοινωνία μεταξύ των χριστιανικών σαντζακίων και της οθωμανικής διοίκησης, είναι οι Γραμματικοί της Πύλης, οι οποίοι διορίζονταν με Σουλτανικό διάταγμα (μπεράτι) κατόπιν συμφωνίας οθωμανικής διοίκησης με χριστιανικές κοινότητες και εκκλησιαστική διοίκηση. Οι Γραμματικοί, ήταν μισθωτές ορισμένων φορολογικών εσόδων ενώ αναλάμβαναν τις μεταφράσεις των ντιβανίων των πασάδων, την διαμεσολάβηση μεταξύ χριστιανικών και οθωμανικών διοικήσεων και την διευθέτηση των τοπικών οικονομικών υποθέσεων, ενώ ήταν άτομα τα οποία έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης και από τις δύο πλευρές.
Καθώς η Κρήτη από άκρη σε άκρη, είναι ελαιοπαραγωγική δύναμη, οι συντεχνίες των ελαιοπαραγωγών, λαδεμπόρων καi σαπωνοποιών και οι συντεχνίες των κρεοπωλών, εμφανίζουν μια ιδιαίτερη δυναμική ιδιαίτερα από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και έπειτα. Βέβαια εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι εκπρόσωποι των συντεχνιών αναγνωρίζονταν και ελέγχονταν σε μεγάλο βαθμό από τα σώματα των Γενιτσάρων και είχαν άμεσες εξ αντικειμένου επαφές και συναλλαγές με την Οθωμανική διοίκηση. Ο εκχρηματισμός της κοινωνίας έδωσε την δυνατότητα στις συντεχνίες αυτές να παράγουν και να εξάγουν με σημαντικό εμπορικό ισοζύγιο τα προιόντα τους δημιουργώντας έτσι την αστική τάξη η οποία στο αμέσως επόμενο διάστημα, μαζί με τους καπετάνιους και τους λόγιους της εποχής θα σταθούν αρχικά άοπλα απέναντι στην Οθωμανική Διοίκηση. Με την οργάνωση όμως, αρκετών στην Φιλική Εταιρεία και την διάδοση του μηνύματος για επαναστατικές προετοιμασίες, θα δώσουν το έναυσμα για την πάνδημη συμμετοχή της Κρήτης στον Εθνικό Απελευθερωτικό αγώνα, ο οποίος για την Κρήτη διήρκησε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Ελλάδας, καθώς με διαρκείς επαναστάσεις από το 1770 έως το 1905 διεκδικούσε την ανεξαρτησία και την Ένωση με την μητέρα Ελλάδα η οποία ήρθε εν τέλει τον Δεκέμβριο του 1913.
Ο ρόλος των συντεχνιών κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής και η συμβολή τους στον επαναστατικό αγώνα, είναι ένα ζήτημα το οποίο χρήζει περαιτέρω διερεύνησης των πηγών και αποτελεί αντικείμενο εξειδικευμένης επιστημονικής έρευνας για οποιονδήποτε μελλοντικό μελετητή.
Πηγές:
Κακριδης Φ, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία
Παππας, Νικ., Οι συντεχνίες στον Ελληνικό κόσμο
Κακλαμάνης Στ., Συνείδηση και ταυτοτητα των κοινοτήτων στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη
Πανοπούλου Αγγελική, Οι επαγγελματικές και θρησκευτικές συντεχνίες στην Ενετοκρατούμενη Κρήτη
Σπυρόπουλος Ιω, Οθωμανική διοίκηση και κοινωνία στην προεπαναστατική Δυτική Κρήτη
Περάκης Μ., Κρήτη το νησί των προσαρμογών
*Ο Χαράλαμπος Β. Αγγελάκης είναι οικονομολόγος, εκπαιδευτικός και τελειόφοιτος του ΠΜΣ Ιστορικής Έρευνας, Διδακτικής καί Νέων Τεχνολογιών