Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ*
Τόσο πολύ φωνάξατε,
τόσο πολύ κραυγάσατε.
Δε θα ’ρθουν πια κοντά σας
η μάνα κι ο πατέρας.
Κι ακόμα αυτός ο ξένος,
που μπρος του με ικεσία απλώσατε
τα χέρια,
τράβηξε τα χεράκια σας που ήταν
γαντζωμένα
στα ρούχα του, κι έφυγε μακριά.
Κάτω απ’ τις πέτρες θάφτηκαν οι
κραυγές σας.
Παντού μια κόλαση φωτιάς που ο άνεμος σκορπάει,
τριγύρω πέρα απλώνεται βαθύ σκοτάδι, πίσσα
κι αέρας πουθενά για ν’ ανασάνετε.
(Ω, ποιο ήταν άραγε το έγκλημά
σας;).
Απ’ τα ωχρά χεράκια σας και τους
λεπτούς λαιμούς
ποτάμι το αίμα τρέχει.
Εσείς, κάτω απ’ τα σίδερα
τις πέτρες, τα δοκάρια,
τη σκόνη, την κοπριά,
ω, πόσο αλήθεια εύκολα
χάσατε τη ζωή σας.
Εκεί, πίσω από το λόφο Χιτζιγιάμα,
κούρνιαζαν χάμω οι φίλοι σας, όλο
αγωνία,
με μάτια τυφλωμένα απ’ τη φωτιά.
Φωνάξατε στην κόλαση της μάχης,
στων πυροβολισμών την άγρια
εναλλαγή:
Στρατιώτες, βοηθήστε μας!
Μα δε σας βοηθήσανε.
Κι απ’ τη σκιά που ’ριχναν τα
βαρέλια
ορθώθηκε ικεσία η κραυγή σας:
Πάρτε μας μαζί σας!
Στη Δύση έδειχναν κιόλας τα
χεράκια σας.
Μα κανείς δεν σας πήρε μαζί του.
Κι έτσι τους μεγάλους μιμηθήκατε
και μόνοι σας μες στα νεροβάρελα
ριχτήκατε.
Συκιάς φύλλα ορθώσατε μπροστά
απ’ το πρόσωπό σας,
κι έπειτα εσείς, παιδιά,
δίχως να καταλαβαίνετε γιατί –
πεθάνατε1.
Το σπουδαίο βιβλίο «Τα παιδιά της Χιροσίμα»2 είναι μια συλλογή από εκθέσεις, οι οποίες γράφτηκαν ανάμεσα στον Μάρτιο και τον Ιούνιο του 1951 από μαθητές και μαθήτριες της Χιροσίμα, μετά από παράκληση του καθηγητή Αράτα Οσάντα. Στις εκθέσεις αυτές, τα παιδιά αφηγούνται τις προσωπικές τους εμπειρίες από την ατομική βόμβα που έπεσε στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου του 1945 και εκφράζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους για το τρομερό εκείνο γεγονός που άλλαξε επικίνδυνα την πορεία της ανθρωπότητας. Από 1.175 εκθέσεις που είχε στη διάθεσή του ο καθηγητής Αράτα Οσάντα σταχυολόγησε 105, τις οποίες και δημοσίευσε σε μορφή βιβλίου, που παραμένει από τότε κλασικό στο είδος του ντοκουμέντου, αναφορικά με το διεθνές πρόβλημα των πυρηνικών εξοπλισμών3.
Το κείμενο που δημοσιεύεται από τους εκδότες στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ολοκληρώνεται ως εξής: «Ανεξάρτητα από το αν διαβάζουμε μια αδέξια απαρίθμηση συγκεκριμένων λεπτομερειών, πράγμα που είναι τυπικό γνώρισμα στις εκθέσεις των μικρών παιδιών ή τα γεμάτα προσωπικές σκέψεις και γι’ αυτό έντονα διαφοροποιημένα προσωπικά βιώματα των μαθητών λυκείου και των φοιτητών, πάντα διαπιστώνουμε ότι ο χρόνος, αντί να σβήσει, χάραξε ακόμα πιο βαθιά στη μνήμη των παιδιών τα συγκλονιστικά εκείνα βιώματα».
Αυτή η κραυγαλέα αληθινή διαπίστωση γίνεται βασανιστικά ειλικρινής, όταν ο αναγνώστης αφουγκραστεί την απαλλαγμένη από μοιρολατρία, γεμάτη, όμως, πόνο αφήγηση του Χιρόσι Γιοσιόκα, που καταλήγει γράφοντας: «Η ατομική βόμβα μετέτρεψε σε στάχτη όλα τα ζωντανά όντα. Μα δεν μπορεί να κάψει τις ψυχές εκείνων που επέζησαν».
Η έκθεσή του ας διαβαστεί ως ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη των θυμάτων του πυρηνικού ολοκαυτώματος της Χιροσίμα, μα και ως αφορμή για την αφύπνιση όλων των πολιτών υπέρ της ειρήνης και του αφοπλισμού, εναντίον του πολέμου και της καταστροφής που σκορπούν στη διαπάλη τους οι μιλιταριστές αγωνιζόμενοι για την παγκόσμια κυριαρχία:
- Χιρόσι Γιοσιόκα, φοιτητής. Το 1945 ήταν δεκαπέντε χρονών:
Όλη αυτή η πίκρα και η θλίψη που άπλωσε πάνω μου η ατομική βόμβα τόσο άσπλαχνα από τη μια στιγμή στην άλλη, θα με καταδιώκουν για πάντα πια στη ζωή μου. Μια αστραπή με διάρκεια κάνα δυο δευτερόλεπτα ζωγράφισε εφιαλτικές εικόνες φρίκης μπροστά μου. Στις 6 Αυγούστου, οκτώ και τέταρτο το πρωί, άρχισε για μένα το πρώτο κεφάλαιο μιας άδειας και μοναχικής ζωής, έτσι όπως την ήξερα μέχρι τότε μόνο από τα μυθιστορήματα. Ήμουν τότε μαθητής της δευτέρας τάξης στο 2ο γυμνάσιο της περιοχής. Είχαμε συγκεντρωθεί στο ανατολικό γυμναστήριο, πριν αναχωρήσουμε για τα χωράφια, όπου θα οργώναμε μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών μας υποχρεώσεων. Η πρωτότοκη αδελφή μου, μαθήτρια της τετάρτης τάξης στο παρθεναγωγείο της περιοχής, τελειώνει τις υποχρεώσεις της στη βιομηχανική εταιρεία Τόγιο, στη Μουκαϊνάντα. Η μικρότερη αδελφή μου, που πήγαινε στην πέμπτη τάξη του δημοτικού Σχολείου στο Χιρόσε, ήταν με τη μητέρα σπίτι, στο Γιοκομπόρι. Ο πατέρας ήταν απασχολημένος με τις δουλειές του στην Οζάκα, ενώ από τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου ο ένας ήταν στη Χαΐκι κι ο άλλος στη Σεούλ.
Ξαφνικά μια αστραπή διαπέρασε τον ουρανό∙ έπεσα κάτω στο χορτάρι, ενώ το κολατσιό μου κι ο σκούφος μου παρασύρθηκαν από μια αόρατη δύναμη. Ολόγυρά μου το χορτάρι έμοιαζε να ξερνά φλόγες. Από ένστικτο κόλλησα μπρούμυτα στο χώμα. Όταν σε λίγο ξέσπασε η φωτιά, δεν έμεινε σπίτι που να μην το τύλιγαν οι φλόγες. Το κορμί μου πονούσε, λες και κάτι με είχε τρυπήσει. Πρόσεξα ότι στο μισό μου πρόσωπο και στα δύο χέρια είχαν σχηματιστεί φουσκάλες με πύον, που μεγάλωναν αστραπιαία. ήθελα να πάω σπίτι και γι’ αυτό έφυγα αμέσως για τον σταθμό της Χιροσίμα.
Άνθρωποι με εγκαύματα, με το δέρμα τους ξεκολλημένο και κρεμασμένο σαν κουρέλι∙ μια γυναίκα, ίσως μια μητέρα, τραβά ένα πτώμα απροσδιορίστου φύλου∙ πάνω στο χώμα σέρνεται ένας νεαρός που του λείπουν και τα δυο πόδια… Εφιαλτικές εικόνες, αξεπέραστες σε φρίκη από κάθε τι άλλο που είχα δει στη ζωή μου. Όταν αναλογίζομαι σήμερα το τι ένιωθα τότε που με πλήρη απάθεια αντίκριζα εκείνες τις εικόνες, διαπιστώνω πως δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματά μου. Η πόλη είχε περικυκλωθεί από τις φλόγες∙ εκείνη τη μέρα δεν μπόρεσα να φτάσω στο σπίτι. Αργότερα συμπέρανα ότι το σπίτι μας, που βρισκόταν κοντά στο σημείο της έκρηξης, θα πρέπει να είχε γίνει μια άμορφη μάζα με την πρώτη κιόλας δόνηση.
Tην επόμενη μέρα νωρίς το πρωί πήγα στην πόλη παρέα με δύο φίλους μου. Στον δρόμο μοίραζαν ρυζόπιτες. Περπατούσαμε κατά μήκος των γραμμών του τραμ. Τα σπίτια ήταν ολότελα κατεστραμμένα και παντού έβλεπα σκορπισμένα πτώματα. Απ’ τα παράθυρα ενός απανθρακωμένου βαγονιού ήταν κρεμασμένα χέρια και πόδια∙ οι στέρνες ήταν γεμάτες από κορμάκια μικρών παιδιών, ενώ στον ποταμό Οταγκάβα έπλεαν σαν κορμοί δένδρων τα καρβουνιασμένα πτώματα∙ αντικρίζαμε μάζες από σάρκα, που δεν ήξερες αν ήταν από πρόσωπο ή από ώμο. Μια χαρακτηριστική δυσωδία ήταν διάχυτη στον αέρα. Οι τρεις μας τρέχαμε με τα καταφαγωμένα ψάθινα σανδάλια μας περνώντας άλαλοι μες απ’ αυτή την κόλαση. Οι πυκνοκατοικημένες περιοχές Χατσομπόρι και Καμιγιάτσο είχαν εξαφανιστεί χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη. Ενώ πλησιάζαμε τη γέφυρα Αϊόι που είχε μείνει χωρίς κάγκελα, μπορούσαμε να δούμε ίσα με τα βουνά Κόι. Στο Τοκαΐτσι άφησα τους φίλους μου∙ από κει κι έπειτα κοιτούσα γεμάτος έκπληξη το πρόχωμα του ποταμού Τενμαγκάβα.
Το σπίτι μας είχε φυσικά καταστραφεί δίχως να απομείνει τίποτα, εκτός από μια σκασμένη κατσαρόλα, μερικά μεταλλικά μέρη από το κοστούμι μου της ξιφασκίας κι ένας σβώλος καρβουνιασμένο αλάτι. Τα συντρίμμια ήταν τόσο καυτά ακόμα, ώστε τα ψάθινα σανδάλια μου καψαλίστηκαν. Είπα όμως μέσα μου ότι η μητέρα μου και η μικρότερη αδελφή μου πρέπει να ήταν κάτω από τα συντρίμμια κι άρχισα ν’ ανασηκώνω ένα – ένα τα κεραμίδια. Δεν βρήκα τίποτα που να θυμίζει κόκαλα. Αυτή η αβεβαιότητα που προκαλούσε μέσα μου μια εναλλαγή από αγωνία και μάταιη ελπίδα, ήταν για μένα, ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι, πραγματικά ασήκωτο βάρος. Κι όμως ακόμα και σε στιγμές που ήθελα να κλάψω, δεν μπορούσα. Έμοιαζα να ’χα κάπου ξεχάσει τα δάκρυά μου. Πίστευα ότι ο πατέρας θα είχε γυρίσει από την Οζάκα και ότι η μεγαλύτερη αδελφή μου ήταν ζωντανή. Αποφάσισα να βρω πού μπορούσε να ’ναι η μητέρα. Αλλά δεν ήξερα από πού ν’ αρχίσω. Μέρα με τη μέρα περιπλανιόμουν απ’ το ένα στο άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Και κάθε φορά που έλεγα στον εαυτό μου ότι δεν την είχα βρει ακόμα, ένιωθα την αβεβαιότητα και την απόγνωση να μου σπαράζουν την καρδιά. Χρειαζόμουν όλη μου τη δύναμη να ζήσω, έστω και σαν φυτό. Ενθάρρυνα ο ίδιος τον εαυτό μου. Υπέμενα την περιπλάνηση, τη δυσωδία, την αθλιότητα, τις άγριες νύχτες πάνω στην ψάθα, έχοντα στο μυαλό μου τη χαρά που θα ένιωθα σαν εύρισκα τη μητέρα. Προσμένοντας αυτή την τιτάνια χαρά, συνέχιζα να ψάχνω μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ.
Η μητέρα, που στο μεταξύ είχαν επουλωθεί τα τραύματά της, πέθανε από τη ραδιενέργεια είκοσι μέρες μετά. Η σκιά του διαβόλου σερνόταν άγρια πάνω μας∙ έπρεπε να πληρώσουμε ακριβά το αποτρόπαιο πεπρωμένο μας. Καταράστηκα γιατρούς, φάρμακα, θεραπείες. Τότε θέριευε μέσα μου η εναντίωση προς τους πάντες και τα πάντα, η επανάσταση. Ταυτόχρονα με τον σωματικό εκφυλισμό της μητέρας μου, η Ιαπωνία συνθηκολογούσε. Απ’ την αρχή κιόλας είχαμε χάσει κάθε ελπίδα για τη μικρότερη αδελφή μου. Η μητέρα διηγιόταν ότι τη μοιραία στιγμή η αδελφή μου έπαιζε μπάλα στην αυλή. Ακόμα και σήμερα, που κοντεύουνε κιόλας εφτά χρόνια από τότε, παραμένει άφαντη.
Πέρασαν μέρες άδειες, γιομάτες μελαγχολία. Ο πατέρας, σε μια γενναία του προσπάθεια να συνέλθει, μας έδωσε τα μέσα να μπούμε στο πανεπιστήμιο. Νιώθουμε απέραντη ευγνωμοσύνη απέναντί του για τον τρόπο που μας συμπαραστάθηκε, εμάς τους γιους του, και ξέρουμε ότι του οφείλουμε ανταπόδοση.
Η πρωτότοκη αδελφή μου ανέλαβε καθήκοντα μητέρας και φρόντιζε εμάς τους τρεις, μια και πηγαίναμε ακόμα στο σχολείο. Ακόμα και σήμερα διατηρώ ανεξίτηλη στη μνήμη μου την εποχή που εμείς, τα τρία αδέλφια, ζούσαμε μοναχικά στη Φουκουόκα. Οι άνθρωποι μας παρατηρούσαν μ’ ένα χαρακτηριστικό βλέμμα που φανέρωνε πως εμείς, παιδιά ορφανά από μητέρα, είμαστε κατά κάποιον τρόπο ανώμαλα παιδιά, που πέρασαν ξεχωριστές εμπειρίες με συνέπεια να πετρώσει η καρδιά μας∙ παιδιά που ωρίμασαν πρόωρα, παιδιά σε πλήρη νηφαλιότητα, που μπορούν αυτά τα ίδια να εξαπατούν ενήλικες∙ παιδιά έξυπνα, που μπορούν να καταλάβουν τον καθένα διαβάζοντας το πρόσωπό του. Ανυπόφορη ήταν για μας η συμπεριφορά των ανθρώπων που έβλεπαν όλα αυτά σε μας. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο στην εφηβεία, από το να σε κοιτάνε μ’ ένα βλέμμα περιέργειας ανακατωμένο με φιλευσπλαχνία, συμπόνια, περιφρόνηση και δυσπιστία. Σαν αναπολώ σήμερα τις μέρες εκείνες, όπου και οι τρεις ορθώναμε τη φωνή μας: «Δεν ξεχωρίζουμε τους εαυτούς μας από τα παιδιά που έχουν μητέρα», διαπιστώνω ότι απέχουμε κι οι τρεις πολύ από την εικόνα που είχε φανταστεί για μας η μητέρα. Όμως μπορώ να πω ακόμα, ότι και οι τρεις μας γίναμε άνθρωποι με χαρακτήρα αλύγιστο, που δε συνθηκολογεί ποτέ, άνθρωποι που έχουν τη δύναμη να μην καταθέτουν ποτέ τα όπλα, αλλά να παλεύουν πάντα στη ζωή
Τι μπορούν να κάνουν οι επιζώντες, αφού οι νεκροί δε γυρίζουν ποτέ πια πίσω; Δεν είν’ αυτό ένα από τα σημερινά μας προβλήματα; Η ατομική βόμβα μετέτρεψε σε στάχτη όλα τα ζωντανά όντα. Μα δεν μπορεί να κάψει τις ψυχές εκείνων που επέζησαν.
1 Απόσπασμα από το ποίημα «Μνήμα» του Σανκίτσι Τόγκε.
2 Τα παιδιά της Χιροσίμα, μετάφραση Χρυσόστομος Παπασπύρου, εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1985. Εκδόθηκε από την Εκδοτική Επιτροπή για τα παιδιά της Χιροσίμα.
3 Το 1966 κυκλοφόρησε στο Βερολίνο η γερμανική έκδοση με 61 εκθέσεις, συμπληρωμένη μ’ έναν κατατοπιστικό επίλογο του Heinz Willmann. Τον Ιούνιο του 1980 εκδόθηκε στην Ιαπωνία η πλήρης αγγλική μετάφραση του ιαπωνικού πρωτότυπου, με τον πρόλογο του καθηγητή Οσάντα διασκευασμένο σε μερικά σημεία. Η ελληνική μετάφραση του βιβλίου από τον Χρυσόστομο Παπασπύρου που κυκλοφόρησε το 1985 από τις εκδόσεις Μπουκουμάνη και η οποία είναι – δυστυχώς – εδώ και καιρό εξαντλημένη ακολουθεί τη σχετικά περιορισμένη σε έκταση γερμανική έκδοση, αν και παραθέτει τον πρόλογο του καθηγητή Οσάντα, έτσι όπως εμφανίστηκε στην αγγλική έκδοση του 1980 καθώς επίσης και τον επίλογο του Heinz Willmann.
*Ο Δημήτρης Δαμασκηνός είναι ιστορικός και συγγραφέας