«…τώρα απλώς μόνο χρόνο έχει. Χρόνο για να διαβάζει βιβλία. Προυστ. Ντοστογιέφσκι. Χρόνο για να ακούει μουσική. Δεν ξέρει πόσο καιρό θα του πάρει να συνηθίσει να έχει χρόνο…». Κάπως έτσι ξεκινάει το μυθιστόρημά της «Οι περαστικοί», η Τζένυ Έρπενμπεκ.
Είναι γραμμένο μάλλον για τους απόμαχους της ζωής, τους συνταξιούχους. Ο χρόνος κυλά αδυσώπητα, όταν περνά και δεν ξέρεις τι να τον κάνεις.
Μια συνταξιούχος φιλόλογος, την οποία τυχαία συνάντησα σ’ ένα βιβλιοπωλείο της πόλης, συνεχίζει να διαβάζει. Κι όσο είναι δυνατό να αναθυμάται τα νιάτα της στα φοιτητικά χρόνια αλλά και ως νέα καθηγήτρια. Αναζητούσε το βιβλίο για το Πολυτεχνείο, με τα γεγονότα της εξέγερσης τα οποία είχαν καταγραφεί από γνωστό πανεπιστημιακό. Ήθελε να ξαναζήσει την εποχή του φόβου και της τρομοκρατίας αλλά και της εξέγερσης. Τι κι αν το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει ο 1977 για πρώτη φορά, και τώρα επανακυκλοφορεί επιμελημένο από το συγγραφέα, φυσικά δίχως να έχει αλλάξει η οπτική γωνία θεώρησης των γεγονότων; Αυτή το αγόρασε. Κι έπιασε κουβέντα με τον βιβλιοπώλη, για τα δύσκολα τότε χρόνια όπου ενημερωνόταν μόνο από τις εφημερίδες που αγόραζαν κρυφά. Αλλά μίλησε και για τα τωρινά χρόνια. Τα χρόνια της οικονομικής ανέχειας και της μιζέριας. Της κοροϊδίας των συνταξιούχων με κομμένα τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα. Με εκείνα τα ελεεινά επιδόματα που τους δίνουν στις γιορτές για να τους χρυσώσουν το χάπι και να συνεχίσουν να τους εξευτελίζουν. Αυτή η απόμαχος καθηγήτρια μίλησε για τα παιδιά της και τα δυο καθηγητές τώρα, τα οποία κυνηγούν την ευπρέπεια ενός μόνιμου διορισμού και περνούν δύσκολα.
Αλλά για να μιλήσουμε για όλους τους απόμαχους, τα περήφανα γηρατειά όπως χαρακτηρίστηκαν αλλοτινά, μόνο δύσκολα περνάνε τον ελεύθερο πια χρόνο τους, αν δεν αναγκάζονται οι περισσότεροι να εργάζονται ακόμα, θέλοντας να βοηθήσουν παιδιά και εγγόνια. Αυτοί δεν θα συνηθίσουν ποτέ να έχουν ελεύθερο χρόνο. Να διαβάσουν και να ακούσουν μουσική.