Σπίτια μιας άλλης εποχής. Παλιά, ταπεινά, φτωχικά. Σπίτια μικρά, χωρίς πολλές ανέσεις, χωρίς πολυτέλειες, ίσα για να στεγάζουν τις οικογένειες της Κρήτης, που πολλές φορές ήταν πολυμελείς. Κατασκευασμένα από φυσικά υλικά με τη λεγόμενη λαϊκή κρητική αρχιτεκτονική. Ήταν τα σπίτια των προγόνων μας. Ασήμαντα, αλλά γοητευτικά.
Αυτό ήταν το θέμα της ομιλίας του λαογράφου Γεωργίου Σταματάκη, το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής, στον αύλειο χώρο του Ιστορικού – Λαογραφικού μουσείου Ρεθύμνου, το οποίο και είχε την πρωτοβουλία διοργάνωσης της εκδήλωσης. «Τα σπίτια των προγόνων μας – Η απίστευτη γοητεία του ασήμαντου», ήταν μια εκδήλωση που παρακολούθησε αρκετός κόσμος με μεγάλο ενδιαφέρον.
Γνωστή για την ευαισθησία της σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, η πρόεδρος του Ιστορικού – Λαογραφικού μουσείου κ. Φαλή Βογιατζάκη, πριν την ομιλία του κ. Σταματάκη, προλογίζοντας την εκδήλωση αφού παρουσίασε τον ομιλητή και το βιογραφικό του, τόνισε ότι σήμερα, σε μια εποχή που κυριαρχούν οι νέες τεχνολογίες και ο σύγχρονος σχεδιασμός, είναι ανάγκη να σκεφτούμε, με ηθικά κριτήρια, βαθύτερα την απλότητα που χαρακτήριζε τα λαϊκά σπίτια. Μια απλότητα που όπως είπε δεν ήταν εις βάρος του περιβάλλοντος και της φύσης, κι όμως κάλυπτε τις απαραίτητες ανάγκες των ανθρώπων.
Όπως υπογράμμισε η κ. Βογιατζάκη: «Οι μυστικές αρετές του λιτού και απέριττου, στα όρια του ευτελούς και ασήμαντου, αυθεντικού κρητικού λαϊκού σπιτιού, το καθιστούν πραγματικό επίτευγμα της αρχιτεκτονικής των βασικών αναγκών του ανθρώπου που εντάσσεται στην ολότητα της φύσης, πράγμα που ιδιαίτερα εκτιμούμε στην εποχή μας, του ακραίου και περιττού καταναλωτισμού. Η ομιλία του κ. Σταματάκη μας κάνει να σκεφτούμε βαθύτερα. Την εποχή του άκρατου καταναλωτισμού, της κλιματικής αλλαγής και των περιβαλλοντικών καταστροφών που γίνονται με τα χρόνια πιο αισθητοί, μας κάνει να σκεφτούμε το πιο απλό. Μας ταξιδεύει στη λαϊκή αρχιτεκτονική των σπιτιών που ήταν ακριβώς για τα απαραίτητα, δίνει έμφαση στα απλά πράγματα και μας κάνει να σκεφτούμε βαθύτερα για μια κοινωνία με ηθικά κριτήρια και με σεβασμό στη φύση και στις φυσικές διαδικασίες».
Ο κ. Σταματάκης κατάγεται από το χωριό Καπετανιανά Ηρακλείου και λατρεύει να μελετάει και να αποτυπώνει, κάποιες φορές με χιουμοριστικές ιστορίες, τη ζωή στην Κρήτη του παρελθόντος, πριν γίνουν όλα σύγχρονα, εστιάζοντας στη γοητεία που αναδύεται από το λαϊκό ύφος των κτισμάτων. Αυτή η γοητεία, τόνισε, έγκειται στην απλότητα των ανθρώπων της εποχής εκείνης, που όμως ζούσαν σε ένα λειτουργικό σπίτι σύμφωνα με τις ανάγκες τους και χτισμένο με φυσικά υλικά. Ο κ. Σταματάκης παρουσίασε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία της Κρητικής λαϊκής αρχιτεκτονικής μέσα από προσωπική εμπειρία και παρατήρηση καθώς και εικόνες παλαιών σπιτιών της Κρήτης, κατασκευασμένα με μια μοναδική αρχιτεκτονική, σπιτιών ασήμαντων με την πρώτη ματιά αλλά έχοντας απίστευτη γοητεία όταν κάποιος τα μελετήσει, τα οποία κρύβουν χιλιάδες ιστορίες ανθρώπων, «μετατρέποντάς» τα σε σημεία εξαιρετικού ενδιαφέροντος.
Το κοινό που παρακολούθησε την εκδήλωση γνώρισε τη γοητεία αυτή του λαϊκού κρητικού σπιτιού, σε πολλούς ξύπνησε μνήμες των παιδικών τους χρόνων, από τα σπίτια των παππουδογιαγιάδων τους, στα χωριά μας. Παράλληλα, ήταν απολαυστικές και προκάλεσαν γέλιο στο ακροατήριο οι ευτράπελες ιστορίες, από τη γενέτειρά του, που διηγήθηκε με γλαφυρότητα ο ομιλητής.
«Βλέπουμε τη λαϊκή αρχιτεκτονική από μια άλλη ματιά. Το λαϊκό σπίτι δεν ήταν αυτό που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε με τα χαλιά. Ήταν πολύ ταπεινό και πολύ φτωχό, σχεδόν άθλιο. Όμως αυτό το άθλιο σπίτι, το παρακμιακό, το φτωχό, το πενιχρό, κρύβει μια απίστευτη γοητεία. Αυτήν τη γοητεία παρουσιάζουμε απόψε, όπως και το που οφείλεται η γοητεία που μπορεί να έχει ένα ευτελές χτίσμα. Στο πρώτο μέρες παρουσιάστηκε το επιστημονικό μέρος και στο δεύτερο, διηγήθηκα κάποιες χαριτωμένες ιστορίες από τα Καπετανιανά, ώστε να τεκμηριωθεί το πρώτο μέρος» ανέφερε ο κ. Σταματάκης.
Ο Γεώργιος Σταματάκης, σύμφωνα με το βιογραφικό του που παρουσίασε η πρόεδρος του Ιστορικού – Λαογραφικού μουσείου Ρεθύμνου, γεννήθηκε στα Καπετανιανά ευτύχησε να προλάβει ζωντανή ακόμη και την τελευταία αναλαμπή του πολιτισμού μας, καταγράφοντας σε ογδόντα ογκώδεις χειρόγραφους τόμους τις διηγήσεις των τελευταίων αυθεντικών ανθρώπων του τόπου του.
Διετέλεσε αρχισυντάκτης του περιοδικού «Κρητικό Πανόραμα» όπου δημοσίευσε πάνω από 120 κείμενα ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου, μεταξύ των οποίων και 39 «ηθογραφήματα» υπό τον γενικό τίτλο «Γράμματα από τα Καπετανιανά», τα οποία μεταφράστηκαν, παρά τις ιδιαιτερότητές τους, σε ξένες γλώσσες και οκτώ από αυτά παρουσιάστηκαν στο θέατρο. Η εργογραφία του περιλαμβάνει πάνω από 250 δημοσιευμένες εργασίες.
Υπήρξε ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου Καπετανιανών και πρώτος πρόεδρος του συνδέσμου Προστασίας των Αστερουσίων, που οδήγησε στην ένταξή τους στο Απόθεμα Βιόσφαιρας της Unesco.