Μανός Αστρινός – Ποπούλα Τσάκωνα Αστρινού. Δυο σπουδαίες προσωπικότητες του Ρεθύμνου, δυο άνθρωποι με πνευματικό ανάστημα που άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στην πόλη και η τοπική κοινωνία θυμάται πάντα με αγάπη, σεβασμό και νοσταλγία. Η Ποπούλα Αστρινού Τσάκωνα έφυγε από τη ζωή ακριβώς πριν δυο χρόνια. Ο Μανός Αστρινός είχε φύγει ενωρίτερα. Τον Φεβρουάριο κλείνουν 10 χρόνια από την ημέρα που το Ρέθυμνο τον αποχαιρέτησε.
Την Κυριακή, τα τρία τους παιδιά, ο Γιώργος, ο Βασίλης και η Αθηνά, διοργάνωσαν μια εκδήλωση – αφιέρωμα στους γονείς τους. Ήταν ένα ταξίδι μνήμης για την Ποπούλα και τον Μανό. Η πόλη, έδειξε πως εξακολουθεί να τους θυμάται και να τους τιμά. Η αίθουσα «Παντελής Πρεβελάκης» γέμισε με κόσμο και όλοι μαζί ταξίδεψαν στο όμορφο παρελθόν, στα χρόνια του ζεύγους που αφιερώθηκε στην προσφορά, που υπήρξαν πραγματικοί εκπρόσωποι της ρεθεμνιώτικης αρχοντιάς. Ένα ταξίδι με λόγο αναμνήσεων διανθισμένο με τις μελωδίες του πιάνου από τον Άρη Γραικούση. Και όλοι, είχαν κάτι να θυμηθούν ακούγοντας τους ομιλητές της εκδήλωσης.
Σε αυτό το «ταξίδι», ξεχώρισαν οι συγκινητικές αναμνήσεις ζωής που έγιναν εκ μέρους της οικογένειας, από τον Βασίλη Αστρινό μα και την εγγονή Εμμανουέλα. Αναφορές σύντομες μα τόσο γεμάτες συναισθημάτων ειδικά για την μητέρα και γιαγιά, αντίστοιχα, Ποπούλα.
Ανέφερε ο Βασίλης:
«Νοέμβριος του ’77. Η αρχαιολογική σκαπάνη του Μανόλη Ανδρόνικου έφερε στο φως τους Βασιλικούς τάφους της Βεργίνας. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια όσων βρίσκονταν εκεί, άστραψε το μεγαλείο του Βασιλικού οίκου των Μακεδόνων, που για περισσότερο από 2000 χρόνια φύλαγε στα σπλάχνα της η Μακεδονική γη. Το ίδιο βράδυ, μεσούσης της σχολικής χρονιάς, ταξιδεύαμε για τη Μακεδονία. Έπρεπε και εμείς να συμπεριληφθούμε κι εμείς σ’ αυτούς τους τυχερούς.
Τέτοια ταξίδια στον χρόνο έκανα πολλά. Πάρα πολλά. Από μικρό παιδί. Τότε που η ψυχή διψά για ορίζοντα, το μυαλό δουλεύει υπερωρίες κι οι αισθήσεις είναι ανοιχτές σ’ αυτό το τόσο πολύτιμο διαφορετικό.
Μου έκανε κι άλλα ταξίδια…Ταξίδια στη γνώση και στη μόρφωση. Ταξίδια που διήρκησαν μέχρι σχεδόν την τελευταία της μέρα. Μου γνώρισε τον Σοφοκλή και τον Πλάτωνα. Τον Παπανούτσο και τον Σεφέρη. Τον Καζαντζάκη και τον Παλαμά. Λάτρευε τον Παλαμά. Πίστευε ότι το Παλαμικό έργο είναι ο τόπος που γίνεται η ολοκληρωτική πραγμάτωση και ανάσταση του ελληνικού ποιητικού λόγου στη ζωή.
Το σημείο εκείνο όπου ξεσπά και βρίσκει την κάθαρσή του το όραμα που παίζεται 2.500 χρόνια για τον ελληνισμό.
Και τον Κακριδή. Το μέγα Κακριδή που είχε την τύχη να τη διδάξει στο πανεπιστήμιο. Τον άνθρωπο που όπως πίστευε, κατόρθωσε να σπάσει την πολύχρονη παράδοση της στείρας διδασκαλίας των κλασικών γραμμάτων. Αυτόν που καθιέρωσε το μονοτονικό.
Το καλοκαίρι του ’66, ο Παντελής Πρεβελάκης της ζητά να προλογίσει το «Ηφαίστειο». Μια θρυλική θεατρική παράσταση που ανέβηκε στο προαύλειο του τούρκικου σχολείου από σύσσωμο το βασιλικό Εθνικό Θέατρο. Μινωτής – Παξινού. Εκείνη με πλούσια ευαισθησία και απόλυτο σεβασμό στο έργο και τον δημιουργό του, δίνει τα διαπιστευτήρια της σαν φιλόλογός και καταχειροκροτείται.
Χρόνια αργότερα, σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα, πάλι θα προλογίσει τον Παντελή Πρεβελάκη μετά από απαίτησή του κατά την αναγόρευσή του σε ακαδημαϊκό από το πανεπιστήμιο Κρήτης.
Είχε πάθος με το θέατρο. Παρακολούθησα μαζί της αμέτρητες θεατρικές παραστάσεις. Κατά τη διάρκειά τους μου σιγοψιθύριζε. Και μέσα από το υψηλό μορφωτικό μα και αισθητικό της επίπεδο το αγάπησα και εγώ.
Κι έκανε φιλίες πολλές με ηθοποιούς. Σ’ όλη μου τη ζωή τους θυμάμαι να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι μας. Λιάσκου, Βόγλης, Μερκούρη, Καλέργης, Βασταρδής, ακόμα και τον Άντονυ Κουΐν και τόσοι άλλοι…
Όλη της η ζωή ήταν ένα όμορφο γλέντι. Έστρωνε ορεχτικά, λαχταριστά και καλοφαγάδικα τραπέζια κάθε μέρα.
Σαν εκπαιδευτικός ήταν στ’ αλήθεια σημαντική. Ζωτική. Γυμνασιάρχης στο Σπήλι και την Κοξαρέ, χωριά που ο κοινωνικός ιστός είναι σφιχτοδεμένος και αδιαπέραστος, έφτιαξε τομές, έκανε ρήξεις, οδήγησε σε προχωρήματα, θεράπευσε και άλλαξε τελματωμένες καταστάσεις.
Δημιούργησε από το μηδέν μια σοβαρή δανειστική βιβλιοθήκη στο Σπήλι τα εγκαίνια της οποίας έκαναν δύο προσωπικές της φίλες που ήρθαν ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό. Η Άννα Σικελιανού και η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα…
Κόρη του Πολύβιου Τσάκωνα και της Αθηνάς Πρεβελάκη. Μια βαριά οικογενειακή κληρονομιά. Γιατί το θέμα είναι πάντοτε ένα. Οι γονείς μας. Είναι εκείνοι που θα πυροδοτήσουν μέσα από εμάς, σύγχρονες εκδοχές της τύφλωσης του Οιδίποδα, της οργής της Μήδειας, του δράματος των Ατρειδών ή την υπεροχή της Αντιγόνης και του Έκτορα.
Η αστική της καταγωγή δεν της επέτρεψε ποτέ να καθίσει πάνω στις δάφνες της. Έσκαψε περισσότερο, βαθύτερα κι ακόνισε τον κόσμο της. Παρ’ όλο που η προίκα των ευγενικών της τρόπων, αρκούσε για να της ανοίξει κάθε πόρτα και κάθε ανθρώπινη καρδιά.
Την επομένη της κηδείας της, με πήρε τηλέφωνο ο καθηγητής των σχολικών μου χρόνων, στον οποίο οφείλω πάρα πολλά, ο Γιώργος Φρυγαννάκης. «Βασίλη έφυγε η Μελίνα του Ρεθύμνου», μου είπε…
Πλασμένη από ίσες δόσεις ομορφιάς, ταλέντου και ακτινοβολίας, έπαιξε όλους τους γυναικείους ρόλους. Τα ρούχα πάνω της γέμιζαν ζωή και το σπίτι μας λουζόταν στο φως, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη πολλές ανθεκτικές αναμνήσεις.
Η συμβίωση μαζί της δεν ήταν μια εύκολη και απλή υπόθεση. Βεβαίως και υπήρχαν πολλές δύσκολες στιγμές, εντάσεις και περίοδοι σιωπής, που κανείς μας δεν προσπάθησε να αποφύγει. Τώρα, που ολ’ αυτά τα κοιτώ από απόσταση, σαν θεατής των γεγονότων, βρίσκω την ύπαρξη των στιγμών αυτών απολύτως απαραίτητη. Το να αποφεύγεις να βουτήξεις το πόδι σου στη λάσπη, σίγουρα σε προστατεύει απ’ το να λερωθείς, όμως απέναντι δε θα περάσεις ποτέ…
Τα χιλιοδιαβασμένα, τσακισμένα και σημειωμένα βιβλία της, τα φωτογραφικά άλμπουμ που επανασυγκολούν και επαναφορτίζουν τη μνήμη, τα ποτήρια και τα πιάτα που μας τάισε, μοιάζουν με υποσχέσεις μιας νέας ζωής. Κειμήλια, κρίκοι σε μια αλυσίδα οικογενειακή.
Όλα αυτά, μαζί με τις ιστορίες και τις αφηγήσεις που αναπαράγονται διαρκώς στο σπίτι μας, έχουν το δικό τους μέγεθος και φορτίο. Πιστεύω ότι έτσι μένουν νωπές οι μνήμες, για να θυμίζουν στην εγγονή της το ταξίδι της ζωής μέσα απ’ τον θάνατο. Μια συνθήκη που δεν απορροφάται, ούτε προσπερνάται αλλά εγγράφεται στη μνήμη μας και θα επιδρά διαρκώς στις ζωές μας, ορατά ή αόρατα, ως το τέλος».
«Ακριβή μου γιαγιά»
Πολύ συγκινητικός ήταν ο λόγος της Εμμανουέλας, της εγγονής της Ποπούλας και του Μανού Αστρινού. Συναισθηματικά δεμένη και με τους δυο αλλά ιδιαίτερα με την γιαγιά της, με λίγα λόγια αλλά μεστά περιεχομένου, της απευθύνθηκε σίγουρη πως την βλέπει και την ακούει από ψηλά, λέγοντας:
«Ακριβή μου γιαγιά! Είμαι σχεδόν βέβαιη πως αν βρισκόσουν τώρα εδώ θα ερχόσουν κοντά μου, να ελέγξεις και να διορθώσεις το κείμενό μου, να με συμβουλέψεις και να με καθοδηγήσεις στο σωστό και στο καλύτερο.
Όμως ό,τι είναι γραμμένο εδώ μέσα ακόμη κι αν έχει λάθη, λάθη δομής, λάθη συντακτικά, είναι απόλυτα σωστό, γιατί είναι αληθινό και γραμμένο με απεριόριστη αγάπη και ανείπωτο θαυμασμό, προς εσένα λατρεμένη μου!
Έφυγες νωρίς! Μα… θα μου πει κάποιος!
Νωρίς… Τα χρόνια δεν έχουν σημασία! Για μένα έφυγες νωρίς! Ήμουν μόλις 12! Μου λείπεις πάρα πολύ! Θα ήθελα να μπορούσα να σε έχω στη ζωή μου για πάντα, όμως ξέρω πως αυτό δεν είναι εφικτό και θα αρκεστώ στο να κρατάω ζωντανές τις μνήμες μου απ’ την κοινή μας πορεία. Ακριβή μου γιαγιά!
Ξέρω πως ακούγεται περίεργο όμως σε νιώθω δίπλα μου, σε αισθάνομαι κοντά μου, καθημερινά, αέναα, στα δύσκολα, στα εύκολα, στις ανησυχίες και στις επιτυχίες μου. Είσαι εκεί!!! Μου δίνεις δύναμη, κουράγιο, ελπίδα, κατεύθυνση, προορισμό. Πριν από ένα μήνα, στο πρώτο μου διαγωνισμό χορού στην Καλαμάτα, όταν φώναξαν το νούμερό μου, ένιωσα πως λιποθυμώ από το άγχος μου. Έκλεισα τα μάτια μου και… με κάποιον τρόπο σε ένιωσα τόσο κοντά μου! Μου έδωσες δύναμη, θετική ενέργεια και θάρρος! Και τα κατάφερα.
Λατρεμένη μου γιαγιά! Θα θυμάμαι πάντα τις ώρες που περνούσαμε μαζί, φτιάχνοντας γλυκά, μαγειρεύοντας, παίζοντας, συζητώντας. Θα θυμάμαι πάντα τις αγωνιώδεις προσπάθειες σου να με κάνεις να διαβάσω αλλά εγώ… σαν παιδί που ήμουν προτιμούσα τις βόλτες και τα παιχνίδια.
Θα θυμάμαι για πάντα με νοσταλγία εκείνα τα πρωινά που ερχόμουν νήπιο ακόμη και ξυπνούσα εσένα και τον γλυκύτατο παππούκο, για να πάρω την κρυμμένη σοκολάτα, στο μαξιλάρι του.
Όμορφα χρόνια, μακρινά… και αλησμόνητα. Θα θυμάμαι πάντα τη γλυκύτητα της μορφής σου, την αυστηρότητα της φωνής σου, αλλά και την υπόσχεση στο βλέμμα σου.
Χαρούμενη γιαγιά μου! Ήσουν και θα είσαι το φως στη ζωή μου, το πρότυπο, το παράδειγμα προς μίμηση.
Πρότυπο συζύγου, μητέρας και γιαγιάς! Φυσικά και πρότυπο εκπαιδευτικού μα δεν είμαι εγώ η αρμόδια να μιλήσω γι’ αυτό.
Πάντα δοτική, προστατευτική, αποτελεσματική, συναισθηματική. Πάντα υπέροχη!
Σε ευχαριστώ για την υπέροχη οικογένεια που μου χάρισες! Για τη μοναδική μαμά και τους δύο πολύ αγαπημένους θείους.
Σε ευχαριστώ και σε ευγνωμονώ για τις σοφές συμβουλές και τις αρχές και αξίες που μου δίδαξες.
Σε ευχαριστώ που υπήρξες στη ζωή μου και μου έδειξες το μονοπάτι που οδηγεί στην αλήθεια, στο φως, στη δικαίωση.
Γιαγιά μου μοναδική, σε ευχαριστώ, σε αγαπώ και σου υπόσχομαι πως πάντα θα χαμογελάς και θα με καμαρώνεις από κει ψηλά που σίγουρα με βλέπεις.
Σ’ αγαπώ γιαγιά μου!».
«Ήταν από τις προσωπικότητες που δεν κρίνονται με τα κοινά μέτρα»
Ο φιλόλογος Γιώργος Φρυγανάκης, που χαρακτήρισε την εκδήλωση στην μνήμη της Ποπούλας και του Μανού Αστρινού ως γιορτή, λέγοντας: «Επιτρέψτε μου αυτό τον χαρακτηρισμό σας, γιατί η ποιότητα αυτής της εκδήλωσης νομίζω ότι στοιχειοθετεί το δικαίωμα μου να τη χαρακτηρίσω γιορτή και μάλιστα γιορτή της πόλης των γραμμάτων που ξέρει να τιμά άξιους πολίτες της, αλλά και να τιμάται από τις τιμές που προσφέρει…», μιλώντας για την Ποπούλα αναφέρθηκε με ένα ξεχωριστό τρόπο στην επικοινωνία που είχαν οι δυο τους εκείνη την τελευταία περίοδο της ζωής της, περίοδο που λόγω covid oι κατ’ ιδίαν συναντήσεις ήταν αδύνατες όχι όμως και οι τηλεφωνικές επικοινωνίες. Αυτός ήταν ο τρόπος επαφής τους, το περιεχόμενο δε, εστιαζόταν στην ποίηση του ιδίου καθώς εκείνη διαβάζοντας ποιήματα του κ. Φρυγανάκη στον τοπικό τύπο ένοιωθε την ανάγκη να επικοινωνήσει μαζί του ποιητικά. «Βραδιά τηλεφωνικής ποιητικής συμφωνίας» χαρακτήρισε εξ άλλου μια από τις επικοινωνίες τους.
Ο κ. Φρυγανάκης, ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Κάποιοι άνθρωποι «φεύγουν», μα εξακολουθούν να ’ναι στα μάτια μας παρόντες σαν να μην έφυγαν. Αυτό ισχύει για τη συνάδελφό μου Πόπη Τσάκωνα Αστρινού, την πασίγνωστη ως Ποπούλα, χαϊδευτικό υποκοριστικό που τη συνόδεψε αρμονικά και όχι αντιστικτικά σε όλη της τη ζωή, γιατί σε όλη της τη ζωή παρέμεινε εσωτερικά νεότατη.
Η Ποπούλα λίγο προ της πανδημίας του κόβιτ είχε διακόψει τις δημόσιες εμφανίσεις της, όχι όμως και τις τηλεφωνικές επαφές της. Απόρησα λοιπόν για το ενδιαφέρον της, για κάποια στιχουργικά κυρίως σατιρικά δημοσιεύματά μου στον τοπικό τύπο, γιατί γνώριζα ότι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. «Γηράσκω αεί διδασκομένη» μου είπε μ’ ένα ύφος επιτηδευμένα Σωκρατικό. Και όταν εγώ τής υποβάθμισα φιλοφρονητικά τον ηλικιακό αυτοπροσδιορισμό της με ένα «Έ, όχι και γηράσκεις! Μεγαλώνεις, να λες», εκείνη, μετά από την παρεμβολή ενός θορύβου που παρέπεμπε σε τσάχαλο φύλλων εφημερίδας, άρχισε να μου απαγγέλλει ελαφρά παραλλαγμένους στίχους από ένα σατιρικό στιχούργημά μου που είχα δημοσιεύσει πρόσφατα στον τοπικό τύπο -που παρακολουθούσε ανελλιπώς- και αναφερόταν στα γηρατειά:
Σώπα, καημένε, που δεν γερνούμε!
Που δεν καλοακούμε το τηλέφωνο
δεν φταίει η ακοή μας,
αλλά η…φωνή του;
Που όλο παρελθοντολογούμε,
φταίει το… παράλογο παρόν
και οι… ευήκοοι ακροατές μας;
Σώπα, καημένε, που δεν γερνούμε.
που όλο γέρνουμε, μα δε γερνούμε!
Το ύφος της, χαριτωμένο // σκερτσόζικο – όπως ήταν πάντα το χαρακτηριστικό της χάρισμα. Συγχρόνως όμως εμφιλοχωρούσε και μια στωική και αυτοσαρκαστική χροιά, χαρακτηριστικό ατόμων βαθιά φιλοσοφημένων γύρω από το Κεφάλαιο «Ζωή» και θαρραλέα συμφιλιωμένων με τους αδήριτους νόμους της φύσης.
Καταληκτικά,σκιαγραφώντας την προσωπικότητα της, ανέφερε ο κ. Φρυγανάκης:
«Η Πόπη/Ποπούλα Τσάκωνα ήταν από τις προσωπικότητες που δεν κρίνονται με τα κοινά μέτρα. Δανειζόμενος πρότυπα από το αρχαίο πάνθεο, μια και ήταν κλασσική φιλόλογος, θα έλεγα ότι ήταν «πολύτροπη», ένα κράμα σε αρμονικές/ισορροπημένες/συμμετρικές αναλογίες της Αθηνάς (ως θεάς της σοφίας) της Εστίας (ως θεάς της εστίας, της οικιακής ζωής και της οικογένειας), της Νεφέλης (ως Θεάς της φιλοξενίας – παρ’ όλο που ευρύτερα γνωστός γι’ αυτήν ήταν ο Δίας), της Άρτέμιδος (ως προστάτιδας των μικρών παιδιών), της Ήρας (ως Θεάς του Γάμου), της Αφροδίτης (ως θεάς της ομορφιάς) ή της Δήμητρας (ως αρχέτυπου της χορηγού τροφής, υλικής και πνευματικής). Ήταν και Απολλώνια και Διονυσιακή. Ήταν και Πλατωνική και Αριστοτελική ή – για να έρθουμε σε νεότερα πρότυπα – και Καζαντζακική και Ζορπαδική. Ήταν ό,τι δηλώνουν ή συν-υποδηλώνουν όλες οι προαναφερόμενες αναφορές αλλά καμία μόνη της αποκλειστικά και ολιστικά..
Θα ήταν, όμως, σοβαρή παράλειψη η μη σύνδεσή της-αναλογικά βέβαια -και με το πρότυπο που ενσάρκωσε η μυθιστορηματική μας Λωξάνδρα. Οι σημερινές γεύσεις μνήμης που δοκιμάσαμε δεν πρέπει να επικαλύψουν τις μνήμες γεύσης από τις συμποτικές συναντήσεις που οργάνωνε η Ποπούλα στο σπίτι της, που ήταν διάπλατα ανοικτό, όπως άλλωστε και η καρδιά της.
Κοντολογίς, η Πόπη Τσάκωνα Αστρινού ήταν από τις εμβληματικές μορφές (και με τις δύο όψεις της λέξης μορφή) που αναπόφευκτα αγκιστρώνουν την προσοχή των συγχρόνων τους και αφήνουν έντονα τα αποτυπώματά τους και την αύρα τους στο αύριο».
«Εκπαιδευτικός με πρωτοποριακή προσέγγιση στον μαθητή»
Ο καθηγητής Βαγγέλης Παπαδάκις, φιλόλογος του οποίου υπήρξε η Ποπούλα Τσάκωνα-Αστρινού, ανασκαλεύοντας τη μνήμη των μαθητικών του χρόνων,σημείωσε πως θυμάται συχνά εκπαιδευτικές και ανθρώπινες στιγμές με εκείνη, καθώς είχε φέρει άλλον αέρα στην εκπαίδευση, με πρωτοποριακή προσέγγιση στον μαθητή.
«Ο μεγάλος Ελβετός παιδαγωγός και μεταρρυθμιστής της εκπαίδευσης, ο Γιόχαν Χάινριχ Πεσταλότσι έλεγε: «Ολόκληρη η εκπαίδευση δεν αξίζει μια πεντάρα, αν κάνει το παιδί να χάσει το θάρρος και το κέφι του». Το γέλιο είναι δώρο του Θεού. Αφήστε το παιδί να γελά. Κάνετέ το χαρούμενο!» Δίδαξε σε όλους τους εκπαιδευτικούς, ότι για να είναι κάποιος σπουδαίος δάσκαλος, δεν αρκεί μόνο η γνώση, αλλά χρειάζεται αγάπη, κατανόηση και διάθεση, για να προσφέρει γνώση και χαρά στους μαθητές. Θα πρέπει να μπορεί να αφουγκραστεί τις ανάγκες τους και να σκύψει με ειλικρίνεια και ενδιαφέρον στα προβλήματά τους…
Η αγαπημένη Πόπη Τσάκωνα ήταν μια από εκείνους τους εκπαιδευτικούς, που τηρούσε με περίσσια ευλάβεια όλα τα παραπάνω προς τους μαθητές της.
Ήταν από εκείνους τους εκπαιδευτικούς, που προσέγγιζαν το μαθητή με φιλικό τρόπο, περισσότερο ανθρώπινα, δείχνοντας του εμπιστοσύνη, κάνοντας τον να νιώθει άνετα, και δίνοντας του ανάλογη αξία.
Το Ρέθυμνο φημίζονταν πάντα σαν πόλη των γραμμάτων. Στα ιστορικά εκπαιδευτικά αρχεία της πόλης μας δικαιωματικά μια θέση, θα πρέπει να ανήκει στην κυρία Τσάκωνα. Δεν άφησε το στίγμα της γράφοντας ποιήματα ή άλλου είδους κείμενα. Άφησε όμως τα χνάρια της σαν εκπαιδευτικός, στα 39 χρόνια που υπηρέτησε στην εκπαίδευση, με το δικό της μοναδικό τρόπο, ο οποίος προηγούνταν από την εποχή του.
Η Πόπη Τσάκωνα Αστρινού ήταν από τους εκπαιδευτικούς, αγωνιστές και εραστές της εκπαίδευσης, που λάτρευε το σχολείο και τους μαθητές της. Προέρχονταν από μια ιστορική οικογένεια που συνέβαλε ιδιαίτερα στην ιστορική και πολιτιστική συνέχεια του Ρεθύμνου. Ήταν κόρη του Πολύβιου Τσάκωνα, στον οποίο οφείλεται η δημιουργία της Δημοτικής βιβλιοθήκης Ρεθύμνου, ενώ η μητέρα της Αθηνά η οποία μιλούσε ξένες γλώσσες, προέρχονταν από την γνωστή οικογένεια λογίων και πνευματικών αναστημάτων, την οικογένεια Πρεβελάκη. Τελειώνοντας το σχολείο ήθελε να γίνει γιατρός, αλλά ο πατέρας της την έπεισε να γίνει εκπαιδευτικός! Δεν μπορώ να ξέρω αν η ιατρική έχασε μια καλή γιατρό. Έχοντας προσωπική πείρα όμως, ξέρω ότι η εκπαίδευση σίγουρα κέρδισε μια σπουδαία εκπαιδευτικό!
Με τέτοιο βαρύ κληρονομικά βιογραφικό, για εκείνη την εποχή, αλλά και με τη δική της μοναδική προσωπικότητα και μόρφωση, άριστα καταρτισμένη από τις σπουδές της, γνώριζε και συναναστρέφονταν όλο τον πνευματικό και πολιτιστικό κόσμο της πόλης μας, με ιδιαίτερη άνεση.
Στην εκπαιδευτική της θητεία ως καθηγήτρια, ως διευθύντρια, και ως διδάσκουσα, στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Κρήτης, στο μάθημα της διδακτικής, αποσπούσε πάντα κολακευτικά σχόλια, από όλους όσους εμπλέκονταν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Για αρκετά χρόνια υπήρξε πρόεδρος της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Ρεθύμνου. Όπου και να υπηρέτησε άφησε έντονα το θετικό στίγμα της, σαν εκπαιδευτικός και σαν άνθρωπος.
Η κυρία Πόπη ήταν γεννημένη για εκπαιδευτικός! Ήταν από εκείνους τους εκπαιδευτικούς που κατείχαν τον τρόπο και ήξεραν να «πυρπολούν» τις ψυχές των μαθητών τους.
Ήμουν ένας από τους τυχερούς μαθητές της, που με σημάδεψε για πάντα, όχι μόνο με τις πλούσιες γνώσεις που μου πρόσφερε, αλλά και με την αγάπη και φιλία της, όταν σαν συνάδελφοι πλέον, αγωνιζόμαστε από το ίδιο μετερίζι, με κοινούς στόχους, για την εκπαίδευση και τον μαθητή».
«Ακούραστα και δημιουργικά αφιέρωσε τη ζωή του στην πόλη μας»
Για τον Μανό Αστρινό και την προσωπική της γνωριμία μαζί του, μίλησε η κ. Όλγα Πλαϊτη, που μοιράστηκε με το κοινό «Τον θησαυρό της ανάμνησή της» όπως είπε. Ανάμνηση, από τα χρόνια της εργασίας της στον δήμο όταν εκείνος ήταν διευθυντής, αναφέροντας μεταξύ άλλων:
«Κάθε φορά που τον συναντούσα, αισθανόμουν θαυμασμό και σεβασμό γιατί το άξιζε! Σπάνια συναντάς ανθρώπους που σε κερδίζουν χωρίς πολλές κουβέντες αλλά με έμφυτη αξιοπρέπεια. Πάντα διαθέσιμος για συμβουλές, σωστές υποδείξεις, με άρτια κατάρτιση, πολυπράγμονας.
Πως να λησμονήσω το μειδίαμα και το μικρό βήξιμο όταν άκουγε κάτι που το θεωρούσε λίγο;
Και πόσο έλαμπε το πρόσωπό του, όταν μια ερώτηση του κέντριζε το ενδιαφέρον και άρχιζε να ξεφυλλίζει το πολύτιμο αρχείο του.
Αυτή του η φροντίδα να διατηρεί και να φωτογραφίζει, να ταξινομεί και να καταγράφει γενικά ο πλούτος της μόρφωσής του, τον καθιέρωνε χωρίς καμιά προσπάθεια επιτήδευσης. Πολύ δύσκολο να βρεθούν λέξεις, για έναν εξαιρετικό Ρεθεμνιώτη, που ακούραστα και δημιουργικά αφιέρωσε τη ζωή του στην πόλη μας. Όλοι σίγουρα γνωρίζουμε τις σημαντικές του δραστηριότητες που δε σταματούσαν ποτέ μέχρι που η ζωή τον κάλεσε, για να κλείσει το ανεξάντλητο, ζωντανό παρόν του».