Οι Ελληνομικρασιάτες, όπως όλοι οι χριστιανοί, μετρούν βέβαια το χρόνο με αφετηρία τη Γέννηση του Χριστού. Ως πρόσφυγες όμως ή προσφυγογενείς αναμετρούν τον χρόνο με αφετηρία την αποφράδα εκείνη μέρα που οι πύρινες γλώσσες έζωσαν θανατηφόρα τον Ελληνισμό της Μικρασίας, αφανίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι του και ξεριζώνοντας το υπόλοιπο από τα χώματα όπου για τριάντα ολόκληρους αιώνες ζούσε και δημιουργούσε έργα θαυμαστά. Γι’ αυτό και η βασιλόπιτα που έχουμε μπροστά μας είναι συνδυασμός του «εορταστικού» άρτου και του «μελίπηκτου» των αρχαίων προσφορών τόσο προς τους θεούς όσο και προς τους νεκρούς. Ίσως μάλιστα θα έπρεπε να γίνονται δύο βασιλόπιτες, όπως ήταν το έθιμο στην Αρτάκη της Κυζίκου: μια «ανεβατή», αφιερωμένη στο Χριστό, τον Αϊ-Βασίλη και τους οικείους και μία «λειπανάβατη», αφιερωμένη στους νεκρούς μας, θαμμένους και άταφους. (Ισαβέλλα Μαλόβρουββα, «Σμύρνη, Διαμάντι της Ανατολής…», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Α’).
Εμείς, λοιπόν, τα ξενιτεμένα παιδιά της πανώριας Ιωνίας, 72 χρόνια (Βλέπε σημείωση στο τέλος) από την «Τελευταία Πρωτοχρονιά», την Πρωτοχρονιά του μοιραίου έτους 1922, ας στρώσουμε τη θύμησή της με ροδανθούς και υάκινθους, αφήνοντας τη φαντασία να μας σεργιανίσει σε παραδείσους χαμένους αλλά όχι ξεχασμένους: το Αϊβαλί, τα Αλάτσατα, το Αδραμύτιο και το Αίδίνι∙ τα Βουρλά, το Δικελί, την Έφεσο και τον Τσεσμέ∙ τη Μενεμένη και τα Μουδανιά∙ το Μαρμαρίσι και τα Μοσχονήσια∙ την Προύσα, την Πάνορμο και την Πέργαμο∙ τη Σινώπη, τη Σαμψούντα και την Τραπεζούντα∙ τις Φώκιες και τη Σμύρνη, το «Διαμάντι της Ανατολής», το «Στέμμα της Ιωνίας», την «πόλη του θρύλου και του πόνου»! Και ’δώ ο νους σταματά!…
* * *
Η Σμύρνη, η «γκιαούρ Ισμίρ», υποδέχεται την Πρωτοχρονιά του μοιραίου έτους 1922 με ευχές στα αρμενικά, τα ιταλικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ολλανδικά και κυρίως στα ελληνικά, αφού η συντριπτική πλειοψηφία είναι Έλληνες. Η Σμύρνη με τα τριάντα σχολεία (:την Ευαγγελική Σχολή, το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, το Ομήρειο Ίδρυμα κ.λ.π.) και το έτοιμο να λειτουργήσει «Ιωνικό Πανεπιστήμιό» της με την εμβληματική επιγαφή του «ex oriende lux» (Εξ Ανατολών το φως)». με τα τέλεια οργανωμένα νοσοκομεία (όπως, πρώτο και καλύτερο, το Γκραικικόν) και τους αρρώστους που καταφθάνουν από παντού για να θεραπευτούν. με τα δραστήρια φιλανθρωπικά της ιδρύματα (:το άσυλο των αστέγων, το λαϊκό κέντρο, το ορφανοτροφείο, τη φιλόπτωχη αδελφότητα, το ταμείο φτωχών, την αδελφότητα «Ευσέβεια», τον σύλλογο Κυριών κ.ά.). με τους δημιουργικούς πνευματικούς συλλόγους της (όπως ο Φιλολογικός σύλλογος «Όμηρος», ο Καλλιτεχνικός, ο Δημοσιογραφικός κ.ά.). με τα αθλητικά σωματεία της (όπως ο Πανιώνιος και ο Απόλλων) και τις λέσχες της, που συγκέντρωναν όλη την «εκλεκτή κοινωνία». με τους δώδεκα κινηματογράφους της και τα πολυτελή θέατρα (όπως η Νέα Σκηνή, το Θέατρο Σμύρνης, το Σπόρτιγκ Κλαμπ, το Κράιμερ ή το Γκαίυ). με τις κατάμεστες τράπεζες (με πρώτη και καλύτερη την Εθνική), και προπαντός η ονειροπόλα Σμύρνη με τον απελευθερωτικό ελληνικό στρατό και με τις δεκαέξι πανέμορφες ορθόδοξες εκκλησίες της υποδέχεται τον Αϊ-Βασίλη και τον καινούριο χρόνο!…
Η μητρόπολη Αγία Φωτεινή λαμποκοπά μέσα κι έξω. Ο επιβλητικός μητροπολίτης Χρυσόστομος με τα χρυσά άμφια και την πατερίτσα του αστράφτει σαν αληθινός βυζαντινός αυτοκράτορας πάνω στον θρόνο του. Το βλέμμα του όμως είναι βυθισμένο στοχαστικά και ανήσυχα στο μέλλον. Λαλεί χαρμόσυνα το πανύψηλο καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής, καθώς το μεγάλο βαυαρικό ρολόι του δείχνει ακριβώς 12 κι αντιλαλούν οι καμπάνες των άλλων εκκλησιών απ’ την πόλη και τα μαγευτικά περίχωρά της: το Κορδελλιό, το Αλάμπεη και την Παπασκάλα∙ τα Πετρωτά, την Αγία Τριάδα και το Μερσικλή∙ το Βαϊρακλή και το Δραγάτς∙ το Καρατάσι και το Σαλαγανό∙ την Καλλιθέα(Καραντίνα), την Ενόπη (Γκιοζ Τεπές) και τη Μυρακτή (Κοκάρ-Γιαλή)∙ το Βουρνόβα, το Χατζηλάρ και το Βουνάβασι∙ τον Παράδεισο, το Βουτζά και το Σεβδήκιοϊ…
«Τα στενά της σοκάκια, οι φαντασμαγορικοί βερχανέδες της, τα αρχαϊκά της σπίτια, τα καφασωτά παράθυρα, τα αιώνια μπαλκόνια, οι μιναρέδες, τα ψηλά κωδωνοστάσια, οι τρούλοι της, τα σαχνισίδια της μέσα στο τρεμουλιαστό φως των φαναριών της έδιναν στην πόλη μια εντύπωση έντονα ειδυλλιακή, κάποιο μυστικισμό». (Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν).
Μέσα, όμως, στη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς του ’22 οι μιναρέδες και τα κωδωνοστάσια έμοιαζαν να αποκρεμιούνται σ’ ένα αγκάλιασμα ερωτικό ή θανατηφόρο – δεν ήξερες!
«Το Και, το Παραλλέλι, η Μπελαβίστα, οι Βερχανέδες, οι Μεγάλες Ταβέρνες, το Μπουλβάρ-Αλιότι, ο Κουλές, τα Τράσα (…), τα βαποράκια του Κορδελλιού, το τραμ της πλακόστρωτης προκυμαίας που το ’σερναν άλογα, τα κατάμεστα με εύθυμο κόσμο κέντρα, τα μονά ζυγά φιστίκια, τα «πολιτάκια» με τα σαντούρια, όλα έμοιαζαν σαν εύθυμες κτυπητές κορδέλες που έπλεκαν ένα χαρωπό γαϊτανάκι. Και μέσα σ’ αυτά η μητέρα να μπαινοβγαίνει με τα παιδιά στα καταστήματα και ν’ αγοράζει τη χαρά του περιττού μέσα σε μεγάλα και μικρά πακέτα». (lφιγένεια Χρυσοχόου, Ξεριζωμένη Γενιά).
Άσε τι γινόταν με τη βασιλόπιτα. «Η νοικοκυρά έβαζε μέσα το φλουρί. Η ίδια σχεδίαζε δικέφαλους αητούς και διάφορα πλουμιά με καρεφύλλια και μύγδαλα (Συνήθως πατούσε στη μέση μια ρομβοειδή σφραγίδα με το δικέφαλο αητό, απ’ αυτές που σκάλιζαν οι μοναχοί στο Άγιο Όρος). Η ίδια σκαρίφιζε με ζυμάρι τη χρονολογία. Σαν τρελά μπαινόβγαιναν τα παιδιά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Πότε θα ’ρθει η ώρα να κόψουν την πίτα… Να δουν σε ποιον θα πέσει το φλουρί… Πότε θα μοιράσουν τα ρεγάλα και τους μποναμάδες… Κι οι μεγάλοι αγωνιούσαν για τα ρεγάλα. Ήξεραν ότι όλα ήταν αγορασμένα απ’ του Ξενόπουλου, απ’ τον Μπον Μαρσέ, απ’ τα μεγάλα καταστήματα της Σμύρνης. Πάνω στο στρογγυλό τραπέζι της τραπεζαρίας, η γελένη γεμάτη καρύδια, μύγδαλα, φουντούκια, «μάνα του Ουρανού», κουκουνάρια, σταφίδες, σύκα, κουρμάδες, δαμάσκηνα, λεμπλεμπούδες. Στη μέση ένα αναμμένο κερί, και τα παιδιά να μπαινοβγαίνουν, να γεμίζουν τις τσέπες και να μασουλίζουν. Δε σταματούσαν τα κάλαντα και οι ευχές στην ξώπορτα…». (Σωκ. Ρωνάς, «Λαϊκό Μηνολόγιο Σμύρνης», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Ζ’).
Βέβαια, «κάθε παλιά Σμυρνιά, την παραμονή στον εσπερινό, έστελνε στον εφημέριο της ενορίας το κόνισμα του Αγίου Βασιλείου με τον άρτον για το Ύψωμα. Και την άλλη μέρα, ξωλείτουργα ο παπάς ήθελε να πάει στο σπίτι να ψάλει το Απολυτίκιον και το Μεγαλυνάριον του Αγίου: «Τον ουρανοφάντορα του Χριστού»… Η νοικοκυρά κρατούσε μια άσπρη πετσέτα ανοιχτή και ο παπάς βαστώντας τον άρτον τον ύψωνε εκ τρίτου αναφωνών: «Μέγα το όνομα…. Της Αγίας Τριάδος», συμπλήρωνε η οικοδέσποινα. «Πάτερ όσιε, βοήθει τους δούλους σου», ξανάλεγε ο παπάς κι έκοβε ανάλογες μερίδες, ευλογία για τους εορτάζοντας… Στο Γιαμανλάρ νταγ το πρωί της Πρωτοχρονιάς, όταν ξυπνούσαν οι άνθρωποι, ήθελε να κοιτάξουν το βουνό και να ευχηθούν: «Να είναι στερεωμένοι όλο το χρόνο». Αν το βουνό ήταν χιονισμένο, αυτό σήμαινε ότι ο χρόνος θα τους ήταν ευτυχισμένος…». (Δημ. Λουκάτος, «Το Έθιμο της Βασιλόπιτας», Μικρασιατικά Χρονικά, Τόμος Ι’).
Παρόμοιες σκηνές εκτυλίσσονται παντού…
Στην Κρήνη (Τσεσμές), μετά το κόψιμο και το μοίρασμα της πίτας, άφηναν όλα τα κομμάτια της πάνω στο τραπέζι μαζί με γλυκά και νερό, για να κατέβει τη νύχτα ο Αϊ-Βασίλης να φάει και να ξεδιψάσει. (Δημ. Λουκάτος, ό.π.»
Επίσης , έσφαζαν στο κατώφλι της πόρτας μια κόττα ή ένα διάνο «για το καλό». (Γεώργιος Μέγας, «Ελληνικαί εορταί και έθιμα λαϊκής λατρείας»)
Στη Χίο της Βιθυνίας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο νοικοκύρης κάρφωνε ένα κλαδάκι ελιάς πάνω στη βασιλόπιτα, που ακουμπούσαν όρθια στον τοίχο και λειτουργούσε ως ειδώλιο του Αϊ-Βασίλη. Πάνω στο κλαδάκι όλα τα μέλη κρεμούσαν τα χρυσά τους (βραχιόλια, αλυσίδες, σκουλαρίκια, δακτυλίδια κ.ά.) και τα άφηναν εκεί όλη τη νύχτα, για να τους φέρει ο Αϊ-Βασίλης ευτυχία. (Δημ. Λουκάτος, ό.π.).
Στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) η νοικοκυρά σχημάτιζε με ένα πιρούνι πάνω στην πίτα ένα σταυρό «τσιμπιστό», για να…βγαίνουν τα μάτια των εχθρών και να μην τους γλωσσοτρώνε, ενώ με ένα κλειδί έκανα διάφορα πλουμιά για να «κλειδώνεται» το στόμα των εχθρών. (Γ. Μέγας, ό.π.) .
Εξάλλου, όποιος κέρδιζε το φλουρί δεν το έπαιρνε. Το εξαγόραζε η νοικοκυρά, γιατί ήταν γρουσουζιά να φύγει από το σπίτι. (Δημ. Λουκάτος, ό.π).
Στον Πόντο τοποθετούσαν στο εικονοστάσι έξι κλαδιά ελιάς και έξι δάφνης με την ευχή: «ήρθε καλοχρονιά, ας πάει κακοχρονιά». Επίσης τα κορίτσια έριχναν στη θάλασσα στάρι και αλάτι και έφερναν στο σπίτι θαλασσινό νερό με βότσαλα, που σκόρπιζαν στα δωμάτια, για να έχουν αφθονία αγαθών.
Στη Σινώπη, ειδικότερα, κάθε Πρωτοχρονιά κάρφωναν πάνω από το τζάκι ένα νέο κλαδί ελιάς, για να τους δίνει νέα ζωή. (Γ. Μέγας, ό.π.)
Στο ίδιο μέρος όποιος έβρισκε το φλουρί έπρεπε να πάει πρωί πρωί στη βρύση να αφήσει ένα κομμάτι πίτα αλειμμένο με μέλι και βούτυρο, για να εξευμενίσει το στοιχειό που κατοικούσε σ’ αυτή, και να φέρει στο σπίτι ένα κουβά «αγιοβασιλιώτικο νερό» για ανανέωση. (Γ. Μέγας, ό.π.) .
Στα Κοτύωρα καλό σημάδι για την οικογένεια ήταν να πέσει το νόμισμα στην Παναγία, που της «μελετούσαν» το πρώτο κομμάτι. (Λύσανδρος Θεοδωρίδης, «Η Παραμονή του Αγίου Βασιλείου εις Κασταμονήν», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Β΄)
Στην Κασταμονή, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές εκτός από τη βασιλόπιτα ετοίμαζαν και τον αϊβασιλιώτικο χαλβά και μάλιστα με ιδιαίτερη φροντίδα, γιατί από την επιτυχία του εξαρτούσαν την τύχη της χρονιάς. Μετά τον Εσπερινό, τέσσερις ομάδες μαθητών με λευκούς χιτώνες, γαρνιρισμένους με θαλασσί χρώμα και με πολύχρωμα φαναράκια στα χέρια επισκέπτονταν όλα τα σπίτια. Τα κεράσματα ήταν ρακί και μεζέδες για τους μεγάλους και ξηροί καρποί ή φρούτα για τους μαθητές. Με τα χρήματα που εισέπρατταν κάλυπταν έξοδα του σχολείου… (Ηλίας Βενέζης, «Μικρασία, Χαίρε»).
* * *
Έτσι έγιναν όλα, όπως κάθε χρόνο, την Πρωτοχρονιά του 1922. Όμως, μήπως δε σταύρωσαν την πίτα «τρις» με το μαχαίρι; Μήπως δε «μελέτησαν» σωστά τα κομμάτια της; Μήπως δεν πάτησαν σωστά πάνω της τη σφραγίδα και ο δικέφαλος αποτυπώθηκε μονοκέφαλος ή ακέφαλος; Μήπως το «φλουράκι» το κέρδισε το Τουρκάκι που παραστεκόταν ή του το «μαρτύρησε» το πονηρό Φραγκάκι; Μήπως δεν πέτυχε ο αϊβασιλιώτικος χαλβάς της Κασταμονίτισσας; Μήπως ξέχασαν να ανανεώσουν τα παλιά κλαδιά ελιάς και δάφνης στα εικονοστάσια τους; Ή μήπως το πρωί της Πρωτοχρονιάς του ’22 πυκνή ομίχλη έκρυβε τη θέα του αχιόνιστου Γιαμανλάρ Νταγ; Μήπως, πάλι, έπιασαν κάποιες κατάρες των Λεβαντίνων εμπόρων που είχαν θησαυρίσει κάτω απ’ το παλιό τουρκικό καθεστώς των διομολογήσεων και τώρα έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τους Έλληνες; Ή μήπως πίσω απ’ τα καφάσια των παραθύρων τα κατακόκκινα από λύσσα μάτια των Τούρκων «μάτιαζαν» το Ελληνικό στοιχείο, που ζούσε το όνειρο της Ανάστασης; Δεν μπορεί, κάποιο κακό σημάδι θα είδαν οι Μικρασιάτες την παραμονή ή ανήμερα της Πρωτοχρονιάς! (…)
* * *
Την Πρωτοχρονιά του 1922 η τραγωδία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας βρίσκεται σε κορύφωση. Όλα όμως έγιναν όπως κάθε χρόνο στη «Βασιλίδα της Ιωνίας» και τα περίχωρά της. Γιατί, όπως γράφει ο Η. Βενέζης, «Η καταιγίδα, η καταστροφή πλησίαζαν. Εμείς ήμαστε τότε σχεδόν παιδιά, δεν είχαμε νου και μάτια να δούμε. Αλλά οι πατέρες μας, που είχαν και τα δυο, δεν ήθελαν να δουν. Δεν είχαν μήτε φαντασία. Η ζωή των ελληνικών κοινοτήτων συνεχιζόταν μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα ευφορίας – που είναι χαρακτηριστική των απελπισμένων καταστάσεων…». (Ηλίας Βενέζης, Μικρασία, Χαίρε).
Και η «Μικρασιατική Άμυνα», η μυστική οργάνωση που γεννήθηκε από την ανάγκη αυτοάμυνας των Μικρασιατών, όταν κάποιοι Σμυρνιοί άρχισαν να αντιλαμβάνονται την εγκατάλειψη της Ελλάδας από τους συμμάχους και την επικείμενη από την Ελληνική βασιλική κυβέρνηση; Ήταν απλώς μια λύση απελπισίας την ίστατη στιγμή!…
Για κάποιους, ασφαλώς, στα παρασκήνια ή και στις κερκίδες του παγκόσμιου αυτού θεάτρου όλα αυτά είναι απλώς στοιχεία τραγικής ειρωνείας, αφού το ξέρουν ή το φαντάζονται ότι πρόκειται για την τελευταία Πρωτοχρονιά των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Ξέρουν ή το φαντάζονται ότι «Ο κύβος ερρίφθη» τελεσίδικα!…
Το τελευταίο, βέβαια, επεισόδιο της τραγωδίας, θα παιχτεί «επί σκηνής» τον Αύγουστο του ίδιου έτους…
Και το τραγικό τέλος του επεισοδίου, η «Καταστροφή» ή η «Έξοδος», θα γραφεί την 27η Αυγούστου, με την είσοδο στη Σμύρνη των δυνάμεων του Κεμάλ, την πυρπόληση της πόλης και τη μεγάλη σφαγή. τέλος που θα συνοψιστεί στο θρήνο:
Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι
πουθενά δεν ματαγίνει.
Κάηκε κι έγινε στάχτη
βγήκε του Κεμάλ το άχτι.
Συγχρόνως αρχίζει να γράφεται η «Οδυσσεια» της προσφυγιάς!…
* * *
Μετά την περιοδεία της μνήμης στη γη της Ιωνίας και τη βαριά ατμόσφαιρα που έφερε η Καταστροφή, ας ξαναγυρίσουμε στο παρόν και παρακαλώ να δεχτείτε τη συγνώμη μου, αν έξυσα πληγές. Στο γύρισμα όμως του χρόνου και οι απολογισμοί αποτελούν έθιμο. Στις μέρες μας, εξάλλου, που οι «μεγάλοι» κόβουν και μοιράζουν τη γεωγραφική πίτα όπως τους συμφέρει και η Τουρκία προσπαθεί να αξιοποιήσει τις συγκυρίες, οι εκδηλώσεις των Μικρασιατών δεν πρέπει να έχουν απλώς μουσειακό χαρακτήρα αλλά και άμεσα εθνικό – όχι, βέβαια, εθνικιστικό.
Λέμε, λοιπόν, προς την Ανατολική πλευρά του Αιγαίου: «Αν ζητάτε να σβήσουμε την ιστορία μας, το συναξάρι και το μαρτυρολόγιό μας – αυτό δεν μπορούμε. Όμως ξέρουμε να κάνουμε κάτι άλλο τίμιο και βαθύ: Μπορούμε να μη μνησικακούμε. Γι’ αυτό, χωρίς να σβήσουμε την ιστορία μας, εμείς τη συναδελφοσύνη των λαών μας θα τη βοηθήσουμε έτσι: Θα βάλουμε στο μερίδιό μας όλα όσα υποφέραμε τόσους αιώνες μίσους, τη λύπη μας και τον ξεριζωμό μας. Και απ’ την άλλη θα βάλουμε την αγάπη μας για την ειρήνη, τη συνείδηση της ανάγκης να μη βρεθούνε πια οι λαοί μας σε πόλεμο και εξολοθρεμούς». (Ηλίας Βενέζης, ό.π.) (…) Εμείς εδώ στα ελλαδίτικα χώματα που ριζοβολήσαμε φτιάξαμε τη Νέα Έφεσό μας, τη Νέα Μαγνησία μας, τη Νέα Αλικαρνασό μας, τις Νέες Φώκιες μας, τη Νέα Σμύρνη μας… τη Νέα Ιωνία μας, γιατί είμαστε φυλή της μνήμης και της δημιουργίας. (…) Ας ανταλλάξουμε κλαδιά ελιάς. Υπάρχουν τόσες και στις δυο πλευρές του Αιγαίου. Ας αφήσουμε να υψωθούν στον ουρανό, αντί για αεροπλάνα, λευκά περιστέρια. Υπάρχουν τόσα και στις δυο πλευρές του Αιγαίου. Ας κρατήσομε καθαρό το γαλάζιο του Αιγαίου. Αρκετό κόκκινο το θόλωσε και από τις δυο πλευρές του. Στο σημείο αυτό που αιώνια «φιλιούνται» η Ασία με την Ευρώπη, ας δώσουμε το φιλί της φιλίας∙ όχι του Ιούδα. Θα είναι η καλύτερη προετοιμασία για να αντιμετωπίσουμε όχι μόνο το νέο έτος αλλά και το νέο αιώνα, στο κατώφλι του οποίου βρισκόμαστε.
Λέμε, επίσης, προς τη Δύση ότι ως λαός μνήμης δεν ξεχνάμε τις καλές στιγμές που μας ενώνουν ούτε και τις κακές στιγμές που μας χωρίζουν∙ όπως αυτές που η Σμύρνη μετατρεπόταν σε βιβλική κόλαση κάτω από τις ευλογίες και τη νερωνική απάθεια των ομόδοξων «Συμμάχων» μας, που μπόρεσαν οι μικρόψυχοι από τα αγκυροβολημένα στο λιμάνι της πλοία να απολαύσουν το βιασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Να τους πούμε ότι το ποτήρι της αντοχής μας έχει ξεχειλίσει και ότι ο δρόμος της εξιλέωσής τους – μερικής έστω – απέναντι στον Ελληνισμό και την αιώνια ηθική τάξη περνά μέσα από τη δικαίωση των δικαίων της Ελλάδας (…). Διαφορετικά, ας μη μιλάνε για πολιτισμό της Δύσης, αλλά για δύση του πολιτισμού. Ας θυμηθούν εξάλλου την προειδοποίηση που κάνει ο Σατομπριάν στο Memoireς του («Απομνημονεύματα πέραν του τάφου»), την τόσο σημαντική και επίκαιρη: «Το να προτίθεσαι να εκπολιτίσεις την Τουρκία, δίνοντάς της ατμόπλοια και σιδηροδρόμους, εκπαιδεύοντας το στρατό της και μαθαίνοντας να χειρίζεται το στόλο της, δε σημαίνει ότι επεκτείνεις τον πολιτισμό στην Ανατολή αλλά ότι εισάγεις τη βαρβαρότητα στη Δύση».
Ας σταθούμε, τέλος, οι Έλληνες απέναντι στον εαυτό μας με ειλικρίνεια και αυστηρότητα και να υποσχεθούμε ότι ποτέ πια δε θα αφήσομε στον τόπο μας να κάνει «ποδαρικό» ο διχασμός, η «διχόνοια η δολερή» κατά τον εθνικό μας ποιητή. Και να τηρήσουμε την υπόσχεσή μας. Αυτό θα είναι η καλύτερη διαχείριση της μνήμης της Μικρας Ασίας!
Ευχαριστώ και καλή χρονιά!».
Πηγή:
Γ. Φρυγανάκης, «Στη Σκιά των Αλησμόνητων Πατρίδων», Αθήνα 2022, σελίδες 575 (Απόσπασμα από την ομότιτλη ομιλία μου στο Δημαρχείο Ρεθύμνου στις 9.1.1994, κατά την εκδήλωση της κοπής της Βασιλόπιτας του -ενιαίου τότε – Μικρασιατικού Συλλόγου Ρεθύμνου).
Φωτογραφίες: Μεταφορά από το βιβλίο Γ. Φρυγανάκης, «Η Ρεθυμνιώτικη Πένα και οι Πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής», Ρέθυμνο 2011, σελίδες 317.
* Ο Γιώργος Φρυγανάκης είναι φιλόλογος – συγγραφέας