Η πανηγυρική ατμόσφαιρα στο Ρέθυμνο
Πρωτομηνιά σήμερα και οι περισσότεροι θα περιοριστούν σε ευχές για καλό μήνα. Πόσοι άραγε θα σκεφτούν πόσο σημαντική ήταν η σημερινή μέρα κάποτε για τους Κρητικούς;
Αυτή την πρώτη του Δεκέμβρη ανέτειλε κι επίσημα ο ήλιος της λευτεριάς στο μαρτυρικό νησί.
Την 1η Δεκεμβρίου του 1913 η Κρήτη ενσωματώθηκε και επίσημα στο ελληνικό κράτος. Ακριβώς ένα μήνα νωρίτερα (1 Νοεμβρίου 1913), ο σουλτάνος Μεχμέτ ο 5ος είχε παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα επικυριαρχίας επί της μεγαλονήσου. Αιώνες αιμάτων και δακρύων στη μαρτυρική Κρήτη έβρισκαν επιτέλους την ιστορική τους δικαίωση.
Εκείνη τη μέρα και η φύση φαινόταν να πανηγυρίζει. Ο ήλιος έλαμπε κι όλοι ζούσαν μεγάλες στιγμές συγκίνησης. Ιδιαίτερα οι μπαρουτοκαπνισμένοι καπετάνιοι που ευχαριστούσαν τον Θεό για την ευκαιρία να ζήσουν την ξαστεριά στο νησί μετά από τόσους αιώνες δουλείας.
Η επίσημη ανακήρυξη της ένωσης έγινε στα 1913, παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, μέσα σε ιδιαίτερα πανηγυρικό κλίμα.
Γράφει η εφημερίδα «Εστία» των Αθηνών για το μεγάλο αυτό γεγονός.
«Η πόλις ηγρύπνησε στολιζομένη. Εορτάζει δε ο ουρανός, αποκατασταθείσης από της νυκτός της γαλήνης και ανατείλαντος εαρινού ηλίου. Οι δρόμοι παρουσιάζουν όψιν λειμώνων ευωδιαζόντων από τας μυρσίνας. Παντού είναι ανηρτημέναι Βυζαντιναί σημαίαι μεταξύ των κυανολεύκων. Συνωστίζονται παντού χωρικοί υψηλόκορμοι ζώσαι εικόνες του Θεοτοκοπούλου. Τα Κρητικόπουλα εις σμήνη κυκλοφορούν με τις φουφουλίτσες των. Από του Νικηφόρου Φωκά του εκδιώξαντος εκ Κρήτης τους Άραβας πρώτην φοράν Έλλην βασιλεύς αποβιβάζεται εις την νήσον».
Οι εκδηλώσεις κορυφώθηκαν στις 11:50 το πρωί, όταν οι γηραιοί αγωνιστές Αναγνώστης Μάντακας, 94 ετών, και Χατζημιχάλης Γιάνναρης, 88 ετών, ύψωσαν την ελληνική σημαία στο φρούριο Φιρκά, ενώ την ίδια ώρα ερρίπτοντο 101 κανονιοβολισμοί από τα ναυλοχούντα ελληνικά πολεμικά πλοία.
Και οι φιλίστορες πανηγυρίζοντας έκαναν και τη σχετική αναδρομή στο ιστορικό παρελθόν.
Αναρίθμητοι αγώνες μέχρι την μεγάλη μέρα της ένωσης
Όπως είναι γνωστό η Κρήτη περιήλθε ολοκληρωτικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 4 Οκτωβρίου του 1669, όταν ο μέγας Βεζύρης Κιοπρουλής εισήλθε πανηγυρικά στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο), θέτοντας τέλος στην Ενετοκρατία στο νησί, που κράτησε 465 χρόνια (1204-1669). Παρά τη φυγή πολλών κατοίκων και την πληθυσμιακή αλλοίωση από τους νέους κατακτητές, οι Κρήτες ποτέ δεν έσκυψαν το κεφάλι στους Οθωμανούς. Το μαρτυρούν οι εξεγέρσεις του 1692 («Κίνημα του 1692») και του 1770 («Επανάσταση του Δασκαλογιάννη»).
Το 1821, οι Κρήτες συμμετείχαν στον εθνικό ξεσηκωμό, αλλά οι προσπάθειές τους δεν ευοδώθηκαν, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού Τούρκων και Τουρκοκρητικών στο νησί και της έλλειψης εφοδίων. Οι εξεγέρσεις κατά του κατακτητή συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση και πυκνότητα.
Από το φθινόπωρο του 1896 η κατάσταση στην Κρήτη είχε αρχίσει και πάλι να επιδεινώνεται. Η τουρκική αντίδραση εκδηλώθηκε με τρομοκρατικές επιδρομές και φόνους. Οι μουσουλμάνοι με τη βοήθεια του στρατού χτυπούσαν στις πόλεις και οι χριστιανοί απαντούσαν στην ύπαιθρο. Η κορύφωση όμως της τραγωδίας συντελείται στα Χανιά όπου στις 23 Ιανουαρίου 1897 μια μεγάλη πυρκαγιά κατακαίει τη χριστιανική συνοικία, ενώ χριστιανοί δολοφονούνται ανυπεράσπιστοι. Από τα Χανιά, ο Γάλλος πρόξενος ενημέρωνε την κυβέρνησή του ότι αυτές οι φρικιαστικές σκηνές ήταν αποτέλεσμα της συμφωνίας μεταξύ της οθωμανικής κυβέρνησης και των μουσουλμάνων της Κρήτης, που επιδίωκαν από κοινού να εμποδίσουν την εφαρμογή των αλλαγών, τις οποίες είχαν επιβάλει οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Οι ειδήσεις για τις σφαγές στην Κρήτη προκάλεσαν εξέγερση της κοινής γνώμης στην Αθήνα και στις 24 Ιανουαρίου χιλιάδες οργισμένοι διαδηλωτές κατέκλυσαν τους δρόμους της Αθήνας και περικύκλωσαν τη Βουλή. Ενώπιον της Εθνικής αντιπροσωπείας ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης επέλεξε τον ρόλο του ειρηνοποιού, αναθέτοντας την προστασία της Κρήτης στις ξένες Δυνάμεις. Ήταν ο ίδιος δημαγωγός που το 1889 ξεσήκωνε την Αθήνα με διαδηλώσεις κατά του Χαριλάου Τρικούπη. Τώρα είχε έρθει η ώρα να πληρώσει τον ακραίο λαϊκισμό του. Κάτω από τις αφόρητες πιέσεις μιας ανερμάτιστης αντιπολίτευσης και της έξαλλης κοινής γνώμης, αποφάσισε από κοινού με τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ να επέμβει η Ελλάδα στην Κρήτη. Η απόφαση είχε όλα τα στοιχεία της προχειρότητας, της έλειψε η μυστικότητα και καθυστέρησε να εκτελεσθεί, με αποτέλεσμα οι Μεγάλες Δυνάμεις να προλάβουν να αποβιβάσουν ισχυρές δυνάμεις στα Χανιά για να επιβάλουν ειρήνευση στο νησί. Έτσι, όταν ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος με ένα σύνταγμα αποβιβάστηκε στο Κολυμπάρι ήταν πλέον αργά. Οι Μεγάλες Δυνάμεις με διακοίνωσή τους του απαγόρευσαν να προσεγγίσει τα Χανιά σε απόσταση μικρότερη των έξι χιλιομέτρων.
Όμως η νέα επανάσταση άρχισε να λαμβάνει διαστάσεις και σκληρές μάχες διεξάγονταν σε ολόκληρη την Κρήτη. Στις Αρχάνες Ηρακλείου, στο Ρέθυμνο, το Λασίθι και στις επαρχίες του νομού Χανίων Κυδωνία, Κίσσαμο και Σέλινο. Επίκεντρό της όμως ήταν το Ακρωτήρι. Εκεί «γεννιέται» ο επαναστάτης Βενιζέλος, ο οποίος σταδιακά γίνεται ένας εκ των ηγετών. Ανάμεσα στους απότομους πέτρινους όγκους του, η επανάσταση με τον Καγιαλέ ύψωσε την ελληνική σημαία, με το βλέμμα προς την πόλη των Χανίων και το λιμάνι της Σούδας, όπου καιροφυλακτούσαν ο τουρκικός στρατός και οι στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων.
Όσα δεν κατάφεραν όμως οι ποταμοί αίματος που χύθηκαν στο νησί πέτυχαν οι …Τούρκοι κάνοντας ένα τραγικό λάθος που εξόργισε τις προστάτιδες δυνάμεις.
Στις 25 Αυγούστου 1898, εκατοντάδες χριστιανοί σφαγιάστηκαν και μαζί τους 17 Άγγλοι στρατιώτες και ο πρόξενος της Αγγλίας στο Ηράκλειο Λυσίμαχος Καλοκαιρινός. Πυρπολήθηκαν καταστήματα και συνοικίες χριστιανών και η εικόνα επανέφερε στη μνήμη τις σκληρότερες στιγμές της τουρκικής θηριωδίας.
Η Αγγλία αντέδρασε αμέσως και δυναμικά. Απαγχονίστηκαν 17 σημαίνοντες Τουρκοκρητικοί, πρωταίτιοι των βανδαλισμών, άλλοι απελάθηκαν ή φυλακίστηκαν και ο τουρκικός στρατός υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Κρήτη. Στις 2 Νοεμβρίου 1898 και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε το κρητικό έδαφος.
Η ελευθερία της Κρήτης ήταν πλέον γεγονός. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ανέλαβαν την προστασία της νήσου και η μακραίωνη περίοδος της δουλείας είχε τελειώσει οριστικά. Η Κρητική Πολιτεία που συστάθηκε αποτέλεσε το μεταβατικό στάδιο πριν από την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα την 1η Δεκεμβρίου 1913.
Η Κρήτη τέθηκε υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων και την υψηλή μόνο επικυριαρχία του σουλτάνου. Από το 1898 έως το 1913 δημιουργήθηκε η Κρητική Πολιτεία, με αρμοστή τον Έλληνα βασιλόπαιδα Γεώργιο και κυβέρνηση αποτελούμενη από πέντε χριστιανούς και ένα μουσουλμάνο.
Η νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) για την Ελλάδα, εξαιτίας και της διορατικής πολιτικής του Έλληνα πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, επιτάχυνε τις εξελίξεις. Στις 30 Μαΐου 1913 ο παραπαίων σουλτάνος παραιτήθηκε όλων των δικαιωμάτων του στην Κρήτη με τη Συνθήκη του Λονδίνου (άρθρο 4), ενώ με ιδιαίτερη συνθήκη παραιτήθηκε και από την επικυριαρχία του στο νησί (1 Νοεμβρίου 1913). Η Κρήτη ήταν ελεύθερη και η ένωσή της με την Ελλάδα είχε πραγματοποιηθεί. Το Κρητικό Ζήτημα, που απασχόλησε επί μακρόν τη διεθνή πολιτική, είχε επιλυθεί.
Οι πανηγυρισμοί στο Ρέθυμνο
Οι φήμες ότι πλησιάζει η μεγάλη μέρα που η Κρήτη θα ενωθεί με την Ελλάδα οργίαζαν. Ο κόσμος όμως ήταν επιφυλακτικός. Και με το δίκιο του.
Κι ενώ ήταν διάχυτη στην αρχή μια επιφυλακτικότητα από τα μέσα του Νοέμβρη 1913 το Ρέθυμνο ζει σε μια ατμόσφαιρα πανηγυρική. Μια γλυκιά λαχτάρα έχει πλημμυρίσει τις καρδιές. Ήταν όλα έτοιμα για τη προσάρτηση της Κρήτης στην Ελλάδα. Επιτέλους ένα όνειρο χρόνων, ποτισμένο με κρουνούς αίματος, γινόταν πραγματικότητα.
Εκείνη την εποχή βέβαια που δεν υπήρχαν μέσα άμεσης ενημέρωσης και οι εφημερίδες τηλεγραφικώς έπαιρναν κάποιο έκτακτο ανακοινωθέν δεν μπορούσαν οι Ρεθεμνιώτες να ζήσουν τη μεγαλειώδη σκηνή που διαδραματίστηκε στο φρούριο Φιρκά στα Χανιά.
Η εφημερίδα που κυκλοφορεί στο Ρέθυμνο αυτή την περίοδο είναι η «Κρητική Επιθεώρηση» η οποία στο κύριο άρθρο της, που υπογράφει κάποιος Ε.Ι.Τ, (πιθανότατα πρόκειται για τον Εμμανουήλ Ι. Τσουδερό, που αρθρογραφεί συχνά στην ίδια εφημερίδα και λόγω συγγένειας, εκφράζει τη χαρά όλων για τη μεγάλη μέρα της λύτρωσης).
Αναφέρει μεταξύ άλλων ο αρθρογράφος:
«Ευλογητή και αγία η μέρα αυτή αιώνων πόθοι εξεπληρώθησαν. Αγώνες μακροί αλλά ένδοξοι εστεφανώθησαν με το έπαθλον το επιμόνως επιζητηθέν και μόνον αρμόζον την Ένωσιν.
Ημέρα τιμής μεγάλη αύτη δια την Κρήτην. Ημέρα ευτυχίας δια τους Κρήτας.
Μακρότατη είναι η ιστορία των αγώνων της Κρήτης, ισόχρονος σχεδόν με τα έτη δουλείας αυτής.
Και δεν υπήρξαν βραχέα τα έτη ταύτα. Από το 69 π.χ ότε η Κρήτη εστερήθη της ανεξαρτησίας αυτής υποδουλωθείσα υπό τον ζυγόν των Ρωμαίων, στρατηγούντος Μετέλου του Κρητικού μέχρι σήμερον, η Κρήτη, πλην μικρών διαλειμμάτων, επολέμησε κατά των τυράννων αυτής, δεν είναι δ’ ολίγοι εκείνοι των οποίων ησθάνθη την υποδουλωτικήν πτέρναν επί του στήθους της.
Μετά τους Ρωμαίους οι Άραβες και οι Σαρακηνοί από 653μ.Χ μέχρι του 960 ότε ο Νικηφόρος Φωκάς απηλευθέρωσε και κατέστησεν αυτήν επαρχίαν της Ελληνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Όταν όμως το 1204 μ.Χ. τα κτήσεις του Βυζαντίου διενεμήθησαν οι Σταυροφόροι η Κρήτη περιήλθε εις τους Γενουαίους, των οποίων ο αρχηγός Βονιφάτιος Μομφεράτος την επώλησεν αντίχιλίων μάρκων χρυσών, ίσον προς δραχμάς 64.000 εις τους Ενετούς….».
Και αφού ο αρθρογράφος αναφέρει όλες τις επαναστάσεις που ακολούθησαν με λεπτομέρειες καταλήγει:
«Επιστέγασμα όλων αυτών των αγώνων, είναι η σημερινή ευτυχής ημέρα. Η αποδίδουσα εις την Κρήτην ου μόνο ελευθερίαν ήρεμον αλλά και την ποθητήν ενότητα.
Μεγάλη αληθώς ημέρα. Ομοία αυτής η κρητική ιστορία ουδεμίαν έχει να επιδείξει. Της τελετής τοιαύτης ημέρας αντάξιοι αληθώς μυσταγωγοί υπήρξαν ο δαφνοστεφής του ελληνισμού Κωνσταντίνος και ο πρώτος αυτού σύμβουλος, ο συμπολίτης ημών κ. Ελευθέριος Βενιζέλος, οι οποίοι υπό τους ήχους των τηλεβόλων του ελλησποντομάχου στόλου μας και τας ανταυγείας των απονεμουσών τας τιμάς ενδόξων λογχών των γενναίων στρατιωτών μας τας οποίας ησπάζετο ο συμπανηγυρίζων με ημάς κρητικός ήλιος ανεπέτασαν την κυανόλευκον σημαίαν του γένους επί των επάλξεων του Φιρκά την σημαία η οποία συμβολίζει ότι ευγενές,γενναίον και υπερήφανον υπό την ζήδωρον σκιάν της οποίας οι Κρήτες αναπαυόμενοι απλώς εκ των αγώνων του παρελθόντος θα αναλάβωση νέας δυνάμεις δια να εκτελέσωσι εις την πρώτην φωνήν του βασιλέως των τον όρκον τον οποίον έδωσαν σήμερον.
Να εισέλθωσιν αυτοί πρώτοι εις την Κωνσταντινούπολιν επικεφαλής έχοντες τον Κωνσταντίνον ΙΒ’, όπως Κρήτες ήσαν οι τελευταίοι πρόμαχοι της Κωνσταντινουπόλεως, ενδόξως πεσόντες μέχρις ενός παρά το πλευρόν του μεγάλου αυτοκράτος του Ελληνισμού του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Ε.Ι.Τ. Ακόμα δεν είχαν χαρεί την πολυπόθητον Ένωση και η σκέψη όλων ήταν στην Κωνσταντινούπολη και στον μαρμαρωμένο βασιλιά».
Μια εκδήλωση
Λίγες μέρες μετά, γιατί οι εφημερίδες μέχρι να ενημερωθούν επαρκώς έγραφαν «κατόπιν εορτής», διαβάζουμε για μια μεγάλη τελετή που έγινε στην πόλη με την ευκαιρία της άφιξης Βασιλέως και Βενιζέλου στα Χανιά.
Παρουσία όλων των αρχών τελέστηκε πάνδημος δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό χοροστατούντων των Μητροπολιτών Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Χρυσάνθου και Λάμπης και Σφακίων Αγαθαγγέλου.
Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία και Μωαμεθανών υπαλλήλων στην τελετή Ανάγκα και θεοί πείθονται. Για τη σημασία της ημέρας μίλησε ο Επίσκοπος Χρύσανθος προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση στο ακροατήριό του. Είχε πράγματι το χάρισμα του λόγου ο μακαριστός.
Η ομιλία έκλεισε με τις ουρανομήκεις ζητωκραυγές του εκκλησιάσματος υπέρ του στρατού, του στόλου, του βασιλέως και του Βενιζέλου.
Είχε βρει τον ιδανικό τρόπο ο Ρεθεμνιώτικος λαός να εκφράσει τη μεγάλη του ικανοποίηση.
Μετά τη δοξολογία ακολούθησε δεξίωση στο κτήριο της Νομαρχίας.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι όλη η πόλη είχε σημαιοστολιστεί και από πλευράς δήμου είχε τοποθετηθεί μια μεγαλοπρεπής αψίδα.
Κατά τις εννέα το βράδυ έγινε μεγάλη λαμπαδηφορία, με συμμετοχή μαθητών και λαού.
Θα ήταν πράγματι εντυπωσιακό το θέαμα σε ένα κατασκότεινο Ρέθυμνο αφού ακόμα δεν υπήρχε ηλεκτρικός φωτισμός, με τους λαμπαδηφόρους που στην πορεία έψαλαν πατριωτικά τραγούδια σκορπώντας ρίγη συγκίνησης. Η πορεία διαλύθηκε κατά τις 10 το βράδυ.
Στο μεταξύ η εφημερίδα είχε κατακλυσθεί από συγχαρητήρια τηλεγραφήματα προς τον Βασιλέα και τον Βενιζέλο.
Στο τηλεγράφημα του δήμου Ρεθύμνου υπογράφουν ο δήμαρχος Χ. Βακογλάκις και ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Μιχαήλ Παπαμιχελάκης.
Συγκινητικό και το τηλεγράφημα που υπογράφουν οι οπλαρχηγοί, Στυλιανός Γαλερός, Ευάγγελος Γαλλιανός, Γεώργιος Γοβατζής, Νικόλαος Νενεδάκις, Ιωάννης Βιστάκις.
Δεν έλειψαν βέβαια και τα τηλεγραφήματα από τα σωματεία.Σημειωτέον ότι όλοι πήραν απαντήσεις και από τον Βασιλέα και από τον Βενιζέλο.
Ψίθυροι αναστατώνουν το Ρέθυμνο
Και πάνω που πήραν τη χαρά ξεκίνησε μια περίοδος ανασφάλειας για τους Ρεθεμνιώτες. Οι ψίθυροι για μοίρασμα του νομού, ένα μέρος να προσαρτηθεί στο Ηράκλειο και το μεγαλύτερο στα Χανιά τους είχε όλους αναστατώσει.
Για μια ακόμα φορά η μικρή πολιτεία ένοιωθε να συνθλίβεται ανάμεσα στους όμορους και πολυπληθέστερους νομούς.
Είχαν αναστατωθεί γιατί αν προχωρούσε η πρώτη σκέψη να μοιραστεί η Κρήτη στα δύο και να υπάρχουν δύο νομοί τότε θα μπορούσε ο νομός να μείνει χωρίς Πρωτοδικείο, χωρίς άλλες διοικητικές υπηρεσίες ακόμα και χωρίς Επισκοπή. Επομένως θα ήταν καταδικασμένο το Ρέθυμνο σε αφανισμό.
Επίσης είχε ανησυχήσει τους Ρεθεμνιώτες η πληροφορία ότι το στράτευμα από 250 ευζώνους που θα κατέβαινε στο νησί για να το θωρακίσει θα μοιράζονταν Χανιά και Ηράκλειο.
Στις ανησυχίες αυτές κανένας από το κέντρο δεν έδινε απαντήσεις. Το τοπίο άρχισε να γίνεται θολό και το μέλλον του Ρεθύμνου αβέβαιο.
Η σκέψη να σταλεί μια αντιπροσωπεία στον Βενιζέλο για να συζητηθούν οι φόβοι αυτοί έμεινε σαν ιδέα.
Τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση ο δικηγόρος Σέργιος Μανουράς, πήγε στα Χανιά και ζήτησε σαφείς εξηγήσεις.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι ο παππούς του συνώνυμου μεγάλου μας λογίου και ιστοριοδίφη στον οποίο οφείλουν πολλά τα Κρητικά Γράμματα, που διακρινόταν για τοΝ δυναμισμό και την ευρυμάθειά του διατηρούσε μια ιδιαίτερη σχέση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο απολαμβάνοντας μάλιστα τη μεγάλη εκτίμηση και τον θαυμασμό του Εθνάρχη.
Ο Βενιζέλος τον δέχτηκε με χαρά αλλά εκείνος δεν άφησε τον χρόνο να κυλήσει με φιλοφρονήσεις και εισαγωγές περί ανέμων και υδάτων. Λιτά αλλά κατηγορηματικά του έθεσε τα θέματα ένα προς ένα και φυσικά δεν παρέλειψε να του μεταφέρει το κλίμα της αβεβαιότητας που ταλάνιζε τους Ρεθεμνιώτες.
Μεταξύ των άλλων διαμαρτυρήθηκε και τον παραγκωνισμό του Ρεθύμνου όταν κατέβηκαν Βασιλέας και Βενιζέλος στα Χανιά για τη μεγάλη τελετή, ενώ έθεσε και το ζήτημα των στρατιωτών που παραμένουν στις τάξεις του στρατού για αδικαιολογήτως μεγάλο διάστημα. Αυτό ήταν κι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα για πολλές οικογένειες που με το να έχουν παιδί στο μέτωπο, εκτός από τη μεγάλη αγωνία για τη ζωή του, δεν μπορούσαν να προγραμματίσουν τη ζωή τους.
Ο Βενιζέλος δεν διέκοψε ούτε μια φορά τον Μανουρά γνωρίζοντας πως ο σοφολογιότατος φίλος του δεν υπερέβαλε στο παραμικρό.
Αμέσως μετά του ζήτησε συγγνώμη που λόγοι υγείας δεν του επέτρεψαν να έρθει στο Ρέθυμνο και εκ μέρους του Βασιλιά που απουσίασε και αυτός λόγω απειλημένων υποχρεώσεων.
Όσο για τα υπόλοιπα είπε ξεκάθαρα ότι πρόκειται για μυθεύματα και να μη δοθεί καμιά σημασία στους ψιθύρους. Για τους στρατιώτες εξήγησε ότι άλλο σώμα θα ερχόταν για να θωρακίσει την Κρήτη και να μην αισθάνεται ο λαός καμιά ανησυχία.
Διαβεβαίωσε επίσης ότι δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο να παραγκωνισθούν οι μη πτυχιούχοι δικηγόροι, ένα θέμα που έθεσε με την ευκαιρία ο Μανουράς που είχε την επαφή αυτή με τον Βενιζέλο.
Ακόμα και για τους στρατεύσιμους υποσχέθηκε ότι θα λυθεί το ζήτημα με την υπόλοιπη Ελλάδα γιατί και από αυτή υπήρχαν στρατιώτες που είχαν περάσει προ πολλού τους 32 μήνες στο στράτευμα.
Ο Σέργιος Μανουράς εκτός από τον Ελευθέριο Βενιζέλο επισκέφθηκε και τον γενικό διοικητή Κρήτης Ρούφο στον οποίο μετέφερε τα ίδια αιτήματα του Ρεθύμνου περισσότερο για ενημέρωση γιατί είχε πλήρη εμπιστοσύνη στον Εθνάρχη ότι θα τα επιλύσει. Όπως και έγινε.
Μετά τις διαβεβαιώσεις αυτές όλα πήραν τον δρόμο τους και το Ρέθυμνο μπορούσε πλέον να ξεφαντώσει γιορτάζοντας τη μεγάλη στιγμή της ελευθερίας του.