Με αισθήματα εγκαρδιότητας η ωραία και ανόθευτη ψυχή των Ρεθυμνίων ένιωσε- και ιδιαίτερα η Μονή αυτή που σήμερα μας φιλοξενεί – τον αείμνηστο Μητροπολίτη Τίτο Συλλιγαρδάκη ως «ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων της καὶ σὰρκα ἐκ τῆς σαρκός της». Το απέδειξε, εξάλλου, με τις μαζικές εκδηλώσεις αγάπης προς το πρόσωπό του από την πρώτη, κιόλας, ημέρα της υποδοχής και ενθρόνισής του στον ιστορικό θρόνο τής Μητροπόλεώς μας, καθώς, στη συνέχεια, και κατά τα 17 έτη της χρηστής και ευλογημένης ποιμαντορίας του, μέχρι και την ημέρα της Κοίμησής του, στις 11 Σεπτεμβρίου 1987.
Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κυρός Τίτος – κατά κόσμον Δημήτριος Συλλιγαρδάκης – γεννήθηκε στη Νεάπολη Λασιθίου το έτος 1929. Ευτύχησε να έχει γονείς ευσεβείς και από μικρός να γαλουχηθεί στα νάματα της ορθοδόξου χριστιανικής πίστης. Απέκτησε πλούσια θεολογική μόρφωση, ύστερα από λαμπρές θεολογικές σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογική σχολή του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης, στην επισκοπελιανή Θεολογική σχολή της Νέας Υόρκης και στη Θεολογική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Στη συνέχεια – αφού διακόνησε για δεκαπέντε (15) συναπτά έτη την ομογένεια της Αμερικής, στην κοινότητα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης- στις 17 Μαΐου 1970 κλήθηκε από την Ι. Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης και ανέλαβε την ποιμαντορία της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, όπου παρουσίασε ένα πραγματικά πλούσιο και πολυδιάστατο ποιμαντικό, λειτουργικό, πολιτιστικό, κοινωνικό, φιλανθρωπικό και συγγραφικό έργο. Κατέστη, έκτοτε, ο υψηλός εμπνευστής και καθοδηγητής, ο έμπειρος διδάσκαλος και κατηχητής τού ποιμνίου του. Αυτός που στο εξής θα έφερνε μαζί του την ευλογία του Θεού και την αγάπη των ανθρώπων.
Η Ι. Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, που χήρευε για πολλά χρόνια – λόγω μακράς ασθενείας του προκατόχου του κυρού Αθανασίου Αποστολάκη – δέχτηκε πλούσια την αναγεννητική πνοή τής ευλογημένης ποιμαντορίας του. Δημιουργεί στην πόλη μας δέκα (10) ενορίες και εγκαινιάζει 119 ιερούς ναούς. Χειροτονεί νέους ιερείς και τους τοποθετεί στις ενορίες της πόλεως και της υπαίθρου. Ανακαινίζει εκ βάθρων το παλαιό ρωσικό επισκοπείο, δίπλα στον Μητροπολιτικό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου και αξιοποιεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον βράχο του Τιμίου Σταυρού, στήνοντας πάνω του το περικαλλέστατο επισκοπείο και τον φωτεινό Σταυρό του Αγίου Παντελεήμονα. Φέρεται ότι, κάποτε, είχε πει σε στενό φιλικό του περιβάλλον: «Δεν μπορώ να βλέπω τη Φορτέτσα να δεσπόζει με τον βαρύ πάνω της τρούλο της Τουρκιάς. Σε κάποιο ψηλότερο της πόλης μας σημείο έπρεπε κάποτε να στηνόταν ο Σταυρός του Χριστού». Και το έκανε πραγματικότητα! Πάνω στον ίδιο βράχο έκτισε και τη μεγάλη κτιριακή πτέρυγα του «Κέντρου Νεότητας» (σημερινό Κέντρο Πολιτισμικής και Κοινωνικής Διακονίας «Θεομήτωρ»), για τη φιλοξενία απόρων φοιτητών του πανεπιστημίου Κρήτης – την οποία, μάλιστα, αρχικά, προόριζε για να λειτουργήσει εκεί Θεολογική σχολή τύπου Χάλκης, όνειρό του που, δυστυχώς, έμεινε ανεκπλήρωτο.
Μοναδικός του σκοπός και επιδίωξη ήταν να υπηρετήσει τον λαό τής Μητροπόλεώς μας. Να γίνει «Φῶς Χριστοῦ» και «προσφέρων καί προσφερόμενος», κατά τη γνωστή φράση της θείας Λειτουργίας. Η ευπρέπεια τού Οίκου τού Κυρίου ήταν το αποκλειστικό μέλημά του. Ανά πάσαν στιγμή καθοδηγούσε το ποίμνιό του στον «κατ᾿ ἐπίγνωσιν» ζήλον τής ορθόδοξης χριστιανικής ζωής και πνευματικότητας. Έτσι, ο πιστός λαός τού Ρεθύμνου τον θυμάται σήμερα ως τον άριστο και έμπειρο λειτουργό τού Υψίστου, τον πολυδιάστατο πνευματικό άνδρα, με το θαυμάσιο λειτουργικό, πολιτιστικό, φιλανθρωπικό, κοινωνικό, αντιαιρετικό και παιδαγωγικό έργο. Τον θυμάται ως τον άριστο οιακοστρόφο, ως τον «Καλό Ποιμένα» τής Μάνδρας τού Χριστού, που ενέπνεε, δίδασκε, κατηχούσε, συμφιλίωνε, νουθετούσε, μόρφωνε, μεριμνούσε για τους πτωχούς, τους αδύναμους, τους ασθενείς και τα ορφανά.
Γιατί η ποιμαντορία τού αειμνήστου Ιεράρχη χαρακτηριζόταν, πράγματι, από ένα πλούσιο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο, με κύριους εκφραστές του το ζωντανό «Φιλόπτωχο Ταμείο», με τους περίφημους εκείνους «Εράνους της Αγάπης» κατά τις περιόδους του Πάσχα και των Χριστουγέννων, τα συσσίτια των επί μέρους ενοριών αλλά και το Γηροκομείο Ρεθύμνου για το οποίο το ενδιαφέρον του ήταν αδιάπτωτο και καθημερινό. Παρακολουθούσε από κοντά τις ανάγκες του, συντρόφευε τους γέροντες τροφίμους του και προέδρευε ανελλιπώς σε όλες τις συνεδριάσεις του Διοικητικού συμβουλίου.
Αλλά ο χώρος όπου ο αοίδιμος Ιεράρχης έστρεψε όλως αμέριστο το ενδιαφέρον του ήταν κυρίως τα Μοναστήρια της θεοσώστου Μητροπόλεώς μας, τα οποία και ανακαίνισε όλα εκ βάθρων, σε μερικά δε από αυτά δημιούργησε και μουσεία, για να περισώσει τους πολύτιμους εκκλησιαστικούς θησαυρούς τους, βυζαντινές εικόνες και άλλα ιερά αντικείμενα.
Στο σημείο αυτό ξεχωριστή ήταν η μέριμνα που ο φιλομόναχος Ιεράρχης έδειξε και για το παρόν ιερό μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού, Κουμπέ. Το μοναστήρι αυτό πρώτο από τα πρώτα χρόνια της δεκαεφτάχρονης αρχιερατείας του γνώρισε την πατρική του στοργή και αναγεννητική του πνοή και φροντίδα. Επί των ημερών του ανακαινίστηκε από βάθρων, ιδρύθηκε η νέα περικαλλής διώροφη πτέρυγα των μοναχικών κελιών (1981), η Τράπεζα, το Αρχονταρίκι και ο περικαλλέστατος βυζαντινού ρυθμού ναός, που τιμάται στη μνήμη των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού (εγκαίνια 12-6-1983). Ακόμα, αγιογραφήθηκε και εγκαινιάστηκε ο παλιός ι. ναός του Σωτήρος (24-6-1972) και καλλωπίστηκε το πρώτον ο αύλειος της μονής χώρος. Διανοίχθηκε η σημερινή, από τα ΒΔ, πρόσβαση προς το ι. μοναστήρι και το κυριότερο όλων αυξήθηκε η Αδελφότητά του από τρεις σε οκτώ μοναχές.
Όμως, πέραν απ’ αυτά, η κυριότερη και ουσιαστικότερη προσφορά τού πολυσέβαστου Ιεράρχη προς την ιερή γυναικεία Αδελφότητα του Κουμπέ υπήρξε η ηθική συμπαράστασή του σε όλα της τα προβλήματα, ενώ και η πατρική στοργή του για τις αδελφές ήταν συνεχής και αδιάπτωτη. Αξίζει, στο σημείο αυτό, να υπενθυμίσουμε μια μικρή αλλά ουσιαστική λεπτομέρεια των τελευταίων ημερών της επιγείου ζωής του. την παραμονή, λοιπόν, που ο αλησμόνητος Ιεράρχης θα οδηγούσε τα βήματά του στον γηραιό Άθωνα- το ταξίδι από το οποίο δεν έμελλε ποτέ πια να επιστρέψει, γιατί ως άλλος Ελισσαίος «ἀνηρπάγη καθ’ ὁδόν ἐν νεφέλαις» – την παραμονή, λέγω, του ιερού και πνευματικού αυτού ταξιδιού του, λίγο μετά το μεσημέρι, επισκέφτηκε για τελευταία φορά την Ι. Μονή του Σωτήρος Χριστού και, στη συνέχεια, ο φιλομόναχος Ιεράρχης οδήγησε τα βήματά του και σε άλλα μοναστήρια της επαρχίας του, που όλα αυτά τα χρόνια της γόνιμης αρχιερατείας του είχαν δεχτεί πλούσια και ευεργετική την αναγεννητική πνοή και φροντίδα του. Εδώ, στο μοναστήρι του Κουμπέ, ο μακαριστός Ιεράρχης ζήτησε – ως να προαισθανόταν το επερχόμενο τέλος του επίγειου βίου του να επικοινωνήσει και να δει, για τελευταία φορά, μίαν προς μίαν, όλες τις αδελφές τού μοναστηριού που τόσον είχε αγαπήσει, αλλά που και εκείνες, με πρώτη – πρώτη τη λατρευτή Ηγουμένη τους, την αείμνηστη Γερόντισσα Πανσέμνη, κατά τον ίδιο τρόπο τον σέβονταν και τον υπεραγαπούσαν, ανταποκρινόμενες με τα ευγενέστερα αισθήματά τους στη μεγάλη πατρική του στοργή και αγάπη.
Πιστό σήμερα στο μεγάλο χρέος του προς Εκείνον το άγιο του Σωτήρος Μοναστήρι προσφέρει «εἰς μαρτύριον καί μαρτυρία καί εἰς μνημόσυνον αἰώνιον» – το περίλαμπρο Μουσείο «Τίτου Συλλιγαρδάκη», ως «πόνημα εὔγνωμον» και ελάχιστο φόρο τιμής για όσα πολύτιμα κι Εκείνος επιδαψίλευσε προς αυτό και την Ι. Μητρόπολή του γενικότερα.
Αυτός υπήρξε ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κυρός Τίτος Συλλιγαρδάκης. Μορφή ιεροπρεπής, θερμουργός στην πίστη, λαμπρός ρήτορας και τελετουργός, διάνοια θαυμαστή, φύση δραστήρια και ενεργητική, προσωπικότητα επιβλητική, που μέσα στην όλως επιφανειακή αυστηρότητά της ενέκλειε έναν κόσμο εξόχως συναισθηματικό και ωραίο. Ήταν ο ακούραστος εργάτης του αμπελώνος του Κυρίου, που «γέγονε», κατά τον υπέροχο του Αποστόλου λόγο, «τοῖς πᾶσι τά πάντα» και τούτο «ἵνα πάντως τινάς σώσει» (Α΄ Κορ. θ΄ 22). Πολύκλαυστε, πολυσέβαστε και τιμημένε μας Ιεράρχα υπήρξες για όλους εμάς που σε γνωρίσαμε υπόδειγμα αρετής, χριστιανικής πίστης, ευσέβειας και αγάπης, η δε Ιερά Μητρόπολή μας έχει βαθιά μέσα της ριζωμένη την πεποίθηση ότι ένας ακόμα λαμπρός Ιεράρχης πριν από 35 χρόνια προστέθηκε στη χορεία των εκλεκτών προκαθημένων της.
Ας είναι η μνήμη σου αιωνία!
* Ομιλία εκφωνηθείσα από τον Κωστή Ηλ. Παπαδάκη στις 11/9/2022, κατά το 35ο ετήσιο μνημόσυνο εις μνήμην Τίτου Συλλιγαρδάκη, στην Ι. Μ. του Σωτήρος Χριστού, Κουμπέ, Ρεθύμνου.
http://ret-anadromes.blogspot.com/
* Ο Κωστής Ηλ. Παπαδάκης είναι φιλόλογος – θεολόγος.