Της ΜΙΧΑΕΛΑΣ ΑΒΔΗ*
Εντείνεται το τελευταίο διάστημα η αναζήτηση αποθεμάτων φαρμάκων μιας και οι ελλείψεις σε αυτά φτάνουν σε εκρηκτική κατάσταση. Ακόμη και τα πιο στοιχειώδη φάρμακα, όπως αντιπυρετικά και αντιβιώσεις, μέχρι τα πιο εξειδικευμένα, έχουν εξαφανιστεί από τα συρτάρια των φαρμακείων. Οικογένειες με μικρά παιδιά, με τις ιώσεις να θερίζουν, ηλικιωμένοι και άλλοι ασθενείς που έχουν ανάγκη το φάρμακό τους για χρόνιες παθήσεις, «οργώνουν» τα φαρμακεία μήπως βρουν κάποιο που να ‘χει ξεμείνει. Η αγανάκτηση «ξεχειλίζει» όπως αναφέρουν με το ατελείωτο σαφάρι ακόμη και σε ολόκληρο το νομό.
Κι όμως… Την ίδια στιγμή που παρατηρούνται τέτοιες ελλείψεις, οι φαρμακοβιομηχανίες δουλεύουν στο «φουλ». Στην Ελλάδα, μάλιστα, η παραγωγή και η διακίνησή τους από τις φαρμακαποθήκες δεν έχει μειωθεί καθόλου. Ο κλάδος παραμένει από τους πιο «δυναμικούς», όπως καμαρώνουν κυβέρνηση και φαρμακοβιομήχανοι.
Μάλιστα, στον πρόσφατο νόμο – έκτρωμα για τη δευτεροβάθμια περίθαλψη προβλέπεται η επέκταση της λειτουργία τους και τα Σάββατα, υποτίθεται για την απρόσκοπτη τροφοδοσία της «αγοράς φαρμάκου»!
Η «αγορά» όμως κάνει και πάλι το θαύμα της, εξαφανίζοντας τα φάρμακα που έχει ανάγκη ο λαός. Πώς γίνεται αυτό; Είναι, τελικά, πρόβλημα έγκαιρων παραγγελιών από τον ΕΟΦ και δήλωσης των αποθεμάτων;
Τα φάρμακα, ως ακριβοπληρωμένο από τον λαό εμπόρευμα, ακολουθούν κι αυτά τη διαδρομή που χαράσσεται από τα συμφέροντα των καπιταλιστών, στην αναζήτηση του μέγιστου κέρδους. Και μπορεί οι εμπλεκόμενοι φαρμακοβιομήχανοι και φαρμακέμποροι να πετούν οι μεν τις ευθύνες στους δε, και η κυβέρνηση να καμώνεται ότι «παίρνει μέτρα», όμως το πρόβλημα διαρκώς επιδεινώνεται, αποδεικνύοντας ότι δεν οφείλεται σε κάποιες «στρεβλώσεις», αλλά στην «κανονικότητα» της καπιταλιστικής αγοράς. Να, λοιπόν, γιατί δε μπορεί να δοθεί «κεντρική πολιτική λύση» όπως εύλογα τίθεται το ερώτημα.
Το κριτήριο του μεγαλύτερου κέρδους βάζει παντού τη σφραγίδα του: Από τη μία οι «παράλληλες εξαγωγές» που κάνουν οι φαρμακέμποροι, εξάγοντας φάρμακα σε χώρες που οι τιμές τους είναι υψηλότερες σε σχέση με την Ελλάδα, με συνέπεια στη χώρα μας να δημιουργούνται ελλείψεις.
Έτσι «πληρώνει» ο λαός το περιβόητο «εξαγωγικό προφίλ» της καπιταλιστικής οικονομίας, με τους εξαγωγείς βέβαια να απολαμβάνουν και τα ανάλογα οφέλη, όπως είναι η επιστροφή ΦΠΑ κ.ά.
Από την άλλη, με το ίδιο κριτήριο οι φαρμακοβιομήχανοι περιορίζουν τις ποσότητες φαρμάκων που «ρίχνουν» στην αγορά χωρών με πιο χαμηλές τιμές σε σύγκριση με άλλες αγορές, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ακόμα μεγαλύτερες ελλείψεις, αφού παράλληλα οι φαρμακέμποροι συνεχίζουν τις εξαγωγές και από τις μειωμένες ποσότητες που παραλαμβάνουν.
Επομένως, οι όμιλοι στην παραγωγή και εμπορία του φαρμάκου, που σε πολλές περιπτώσεις ταυτίζονται, θέτουν το εξής εκβιαστικό «δίλημμα»: Είτε θα γίνεται ακόμα πιο ακριβό το φάρμακο για τον λαό, με απευθείας πληρωμές ή αποζημίωση από τα ασφαλιστικά ταμεία, είτε με την «ελευθερία» της αγοράς θα το αποσύρουν και θα αφήνουν ξεκρέμαστους χιλιάδες ασθενείς και υγειονομικούς.
Στα παραπάνω δεν είναι «λύση» οι ολιγόμηνες απαγορεύσεις των «παράλληλων εξαγωγών» ή τα παζάρια γύρω από το πόσο θα κρατήσουν αυτές οι απαγορεύσεις, που προτάσσει ο ΣΥΡΙΖΑ, για να μένει στο απυρόβλητο η πηγή του κακού: το γεγονός ότι το ίδιο το φάρμακο είναι εμπόρευμα, με τους ασθενείς μόνιμα χαμένους και τους καπιταλιστές μόνιμα κερδισμένους.
Στην επικίνδυνη κατάσταση που διαμορφώνεται για τον λαό, δεν χωράει τίποτα λιγότερο από την απαίτηση για επάρκεια με ευθύνη της κυβέρνησης όλων των φαρμάκων, με απαγόρευση διά παντός των παράλληλων εξαγωγών, με μέτρα ώστε κάθε φάρμακο που εισάγεται να πηγαίνει στον ασθενή που το έχει ανάγκη απολύτως δωρεάν.
Οι μεγάλες ελλείψεις και το πανάκριβο φάρμακο φανερώνουν ταυτόχρονα τον πραγματικό αντίπαλο που πρέπει να στοχεύει η πάλη του λαού: Τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, την επιχειρηματική δραστηριότητα σε έναν από τους πιο ευαίσθητους τομείς για την υγεία και τη ζωή του λαού, των ασθενών. Αυτό το εμπόδιο είναι που πρέπει να φύγει από τη μέση, ώστε το φάρμακο να πάψει να αποτελεί εμπόρευμα, να είναι δωρεάν αγαθό για όλους και όχι πηγή πλούτου για λίγους.
* Η Μιχαέλα Αβδή είναι μέλος της ΤΕ Ρεθύμνου του ΚΚΕ και του ΔΣ της Ένωσης Ιατρών ΕΣΥ