Ανακοινώθηκαν από το Υπουργείο Παιδείας τα σχολεία που από το νέο σχολικό έτος θα εφαρμόσουν το νέο, διευρυμένο, ωράριο λειτουργίας του ολοήμερου σχολείου μέχρι τις 5.30 το απόγευμα, αντί για τις 4.00 που ίσχυε μέχρι σήμερα. Οι στόχοι του νέου διευρυμένου ωραρίου, σύμφωνα με το Υπουργείο, είναι αφενός η εισαγωγή νέων διδακτικών αντικειμένων, που θα δώσουν νέα και καλύτερα εφόδια στα παιδιά και αφετέρου η στήριξη το εργαζόμενων γονέων, επιτυγχάνοντας σύγκλιση μεταξύ σχολικού ωραρίου και εργασιακού ωραρίου των γονέων.
Στη θεωρία όλο αυτό το εγχείρημα ακούγεται και φαίνεται εξαιρετικό, αφού η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης στο ελληνικό σχολείο είναι ζητούμενο για όλη την ελληνική κοινωνία. Θα αντιπαρέλθω το εκπαιδευτικό κομμάτι του νέου εγχειρήματος, αφού, έως τώρα, δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες και διευκρινίσεις επ’ αυτού. Θα σταθώ, όμως στην προσέγγιση του σχολικού ωραρίου και ωραρίου των εργαζόμενων γονέων. Πράγματι, ιδίως στις μεγαλουπόλεις και ιδιαίτερα στο λεκανοπέδιο της Αττικής, που οι αποστάσεις είναι μεγάλες, υπάρχει πρόβλημα σε μια κατηγορία εργαζόμενων γονέων, να προλάβουν να πάρουν τα παιδιά τους από το σχολείο. Σίγουρα, αυτό το μέτρο θα ανακουφίσει τους συγκεκριμένους γονείς.
Στον αντίποδα, ως εκπαιδευτική κοινότητα, πρέπει να δούμε τα του οίκου μας. Ξεκινώντας από την εκπαιδευτική οπτική γωνία, σίγουρα δεν είναι και η καλύτερη παιδαγωγικά και ψυχοσυναισθηματικά πρόταση, ένα παιδί προσχολικής και σχολικής ηλικίας να παραμένει στο σχολείο από τις 8.00 το πρωί, ίσως και νωρίτερα, μέχρι τις 5.30 το απόγευμα. Μιλάμε, περίπου, για 10 ώρες συνεχόμενης σκληρής και εξαντλητικής εργασίας στο ίδιο εργασιακό περιβάλλον.
Θα πρέπει όμως να δούμε και ποιο είναι αυτό το εργασιακό περιβάλλον. Κτιριακά, το σύνολο, σχεδόν των ελληνικών σχολείων, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι κατασκευασμένα για να λειτουργούν έως τις 13.30, ή το αργότερο ως τις 14.00 το μεσημέρι. Τα σχολεία μας δεν διαθέτουν ούτε κουζίνα, ούτε τραπεζαρίες, ούτε χώρους ανάπαυσης, ούτε τους χώρους και τις υποδομές εκείνες για να λειτουργήσουν έως αργά το απόγευμα. Στα περισσότερα σχολεία τα θρανία μάθησης μετατρέπονται σε τραπέζια φαγητού, μέσα στην ίδια την αίθουσα διδασκαλίας. Το ξύλινο καρεκλάκι, που υπάρχει στο ελληνικό σχολείο τις τέσσερις τελευταίες, τουλάχιστον, δεκαετίες δεν είναι αυτό που φημίζεται για την αναπαυτικότητά του και την εργονομία του. Ας φανταστούμε, λοιπόν, ένα παιδί 5-11 ετών να κάθεται σε αυτό το καρεκλάκι για 10 ώρες την ημέρα.
Δεν θα αναφερθώ στο ενεργειακό κόστος, αφού δεν υπάρχει αυτονομία στις σχολικές αίθουσες όσον αφορά στην κεντρική θέρμανση. Έτσι, τον χειμώνα θα πρέπει να ανάβουν όλα τα σώματα του καλοριφέρ, σε όλες τις αίθουσες του σχολείου, για να ζεσταθεί η μία αίθουσα που θα φιλοξενεί τα παιδιά του διευρυμένου ολοήμερου προγράμματος.
Και τι θα τρώνε αυτά τα παιδιά; Το φαγητό που τους έχουν βάλει οι γονείς τους το πρωί από το σπίτι; Που θα το ζεσταίνουν και θα το ξαναζεσταίνουν στους φούρνους μικροκυμάτων του σχολείου.
Και θα φεύγει το παιδί στις 5.30 το απόγευμα από το σχολείο. Που το χειμώνα θα είναι ήδη νύχτα. Και θα επιστρέφει στο σπίτι του γύρω στις 6.00. Μιλάμε για ένα παιδί που θα έχει ξυπνήσει στις 7.00 το πρωί και θα επιστρέφει στο σπίτι του μετά από 13 ολόκληρες ώρες! Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι εξουθενωμένο και πα πηγαίνει κατευθείαν για ύπνο μην αντέχοντας να κάνει οτιδήποτε άλλο. Πού είναι οι οικογενειακές στιγμές που θα πρέπει να ζήσει αυτό το παιδί; Πώς θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις εξωσχολικές δραστηριότητες, που το σύνολο των παιδιών έχουν;
Αυτοί είναι μόνο μερικοί προβληματισμοί που θέτω μετά από 27 μάχιμα χρόνια στην ελληνική πρωτοβάθμια εκπαίδευση…