Ο δημοφιλής Κρητικός συγγραφέας, Σπύρος Πετρουλάκης, ο οποίος έχει γίνει πανελλαδικά γνωστός λόγω της επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς Σασμός, επισκέφθηκε την Κρήτη για να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο «Κατά Ιωάννη», να συνομιλήσει με τους αναγνώστες του και να υπογράψει αντίτυπα.
Κάνοντας στάση και στο Ρέθυμνο, ο επιτυχημένος συγγραφέας, είχε την ευκαιρία χθες, στο βιβλιοπωλείο Κλαψινάκης, να έρθει σε επαφή με τους πολίτες που τον θαυμάζουν, παρουσιάζοντάς τους το νέο του μυθιστόρημα που εκτυλίσσετε για μια ακόμη φορά στο νησί μας.
Περιγράφοντας τη συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων στην Κρήτη του 1900, κάνοντας ωστόσο και έντονες συνδέσεις με τη σημερινή εποχή, ο συγγραφέας επιχειρεί να θίξει ζητήματα ισότητας, συλλογικότητας και θρησκείας.
Τα «Ρ.Ν.» συνομίλησαν με τον κ. Πετρουλάκη, υποβάλλοντας του ερωτήσεις αναφορικά με το νέο του μυθιστόρημα το οποίο τον έφερε ξανά στο επίκεντρο της βιβλιογραφίας. Η επιλογή να είναι ο ήρωας του βιβλίου του, άτομο με αναπηρία, δεν έγινε τυχαία. Η επιλογή της Κρήτης ως το μέρος που διαδραματίζονται τα γεγονότα επίσης δεν έγινε τυχαία. Μάλιστα, όπως μας αναφέρει αινιγματικά, η ιστορία που περιγράφεται είναι 100% μυθοπλασία, αλλά 100% αληθινή.
Σε ερώτηση μας αν η ιστορία που περιγράφεται μπορεί να θεωρηθεί επίκαιρη, δεδομένου ότι αφορά σ’ έναν τόπο πολυπολιτισμικό, μιας και διαδραματίζεται στην Κρήτη, την περίοδο του 1900, περιγράφοντας τις σχέσεις μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, Κρητικών και Τουρκοκρητικών, σε μια συνύπαρξη όχι και τόσο αρμονική, ο κ. Πετρουλάκης μας απαντά: «Παρουσιάζει και την αρμονική συνύπαρξη αλλά και τα αντίθετα που χωρίζουν αυτούς τους δύο κόσμους. Στην ουσία είναι Κρητικοί και οι δύο αλλά οι μεν είναι μουσουλμάνοι και οι δε χριστιανοί. Αυτό που πραγματεύεται το βιβλίο μου είναι η διαφορετικότητα, γιατί έχουμε τον Ιωάννη που γεννιέται με ένα «πρόβλημα», και δεν έχει το δεξί του χέρι. Ωστόσο έχει μια ευλογία τρομερή, να ζωγραφίζει υπέροχα και ό,τι πιάνει να το κάνει καμβά και να το κάνει χρώμα. Μπορούσε να πιάσει το κάρβουνο και να ζωγραφίσει, να πιάσει τον ασβέστη και να ζωγραφίσει υπέροχες μορφές, οι οποίες ξεπερνούσαν την εποχή του. Αυτό ήταν που δεν άντεχαν όλοι και εκείνη την εποχή φυσικά όταν υπήρχε ένας άνθρωπος με ένα χέρι, τον φώναζαν ο παράουρος. Τον είχαν δηλαδή απόκληρο της κοινωνίας. Μέχρι και η μητέρα του δεν τον άφηνε ούτε να ζωγραφίσει, ούτε να ασχοληθεί με τα πινέλα και τα χρώματα. Και η αγιογραφία που ήταν η μεγάλη του αγάπη, πάλι ήταν ένα τεράστιο εμπόδιο για αυτόν. Γιατί ούτε οι καλόγεροι που του μάθαιναν την αγιογραφία δεν τον άφηναν να ζωγραφίσει, αφού δεν είχε το δεξί του χέρι και δε μπορούσε να κάνει τον σταυρό του. Αυτό το παιδί εγκλωβισμένο, προσπαθούσε να βρει διεξόδους για να κάνει αυτό που λατρεύει, αυτό που αγαπάει. Ένα μέρος του βιβλίου ανήκει στο σήμερα γιατί όλα ξεκινάνε όταν ένας συντηρητής έργων τέχνης στη σημερινή εποχή ανακαλύπτει ότι πίσω από μια εικόνα σε ένα μοναστήρι κρύβεται μια άλλη εικόνα που χαρακτηρίζεται ως βλάσφημη και δεν έπρεπε να βρίσκεται μέσα σε ένα μοναστήρι. Οπότε μπαίνει στη διαδικασία να βρει από που προέρχεται αυτή η εικόνα και ξετυλίγοντας αυτό το κουβάρι ξεκινάει από τη Σμύρνη του σήμερα για να φτάσει στα Χανιά του χθες και στην Κρήτη γενικά, γιατί συναντούμε και το Ρέθυμνο και στην πορεία βλέπουμε τι συμβαίνει χθες και τι συμβαίνει σήμερα».
Σε επόμενη ερώτηση για το αν η επιλογή του ήρωα να είναι άτομο με αναπηρία έγινε με σκοπό να περαστεί στους αναγνώστες το μήνυμα της ισότητας των ΑμεΑ και κατ΄ επέκταση της κατάργησης των διακρίσεων, αναφέρει ότι: «Κάνοντας μια έρευνα του τότε με το σήμερα, βλέπουμε ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα σε ότι αφορά τους ανθρώπους που έχουν είτε ψυχικό πρόβλημα είτε σωματικό, που να ανήκουν δηλαδή στο πλαίσιο των ανθρώπων που ονομάζουμε ΑμεΑ. Έτσι θέλησα να κάνω έναν ατελή άνθρωπο ήρωά μου, για να φτάσει μέσα από την ατέλεια στην τελειότητα. Θέλω να αποδείξω με αυτό το βιβλίο ότι ναι αυτοί οι άνθρωποι, δεν έχουν τίποτα διαφορετικό τελικά από εμάς γιατί η ψυχή είναι αυτή που μετράει, δεν μας κάνουν ούτε τα άκρα, ούτε τα μάτια, ούτε τα αυτιά, ούτε τίποτα, η ψυχή είναι αυτή που μας κάνει ανθρώπους».
Παράλληλα, σε ότι έχει να κάνει με την έμπνευση που λαμβάνει από την Κρήτη, ο συγγραφέας εξηγεί ότι: «Την αγάπη μου για την Κρήτη δε μπορώ να την κρύψω γιατί το αίμα νερό δε γίνεται. Τον αγαπώ, τον λατρεύω αυτόν τον τόπο, είτε είναι τα Χανιά, είτε είναι το Ρέθυμνο είτε είναι οι άλλοι νομοί της Κρήτης. Πάντα η Κρήτη είναι ένας μαγνήτης ο οποίος με τραβάει, είτε σαν άνθρωπο είτε ψυχικά είτε να ασχοληθώ μαζί της. Και όσες φορές λέω άσε την Κρήτη να ξεκουραστεί λίγο, μην την ξαναπιάσεις, τόσο ξαναγυρίζει πίσω η Κρήτη μου».
Ερωτώμενος εάν θα επιθυμούσε το βιβλίο του να μεταφερθεί στην τηλεόραση, εξήγησε πως: «Ήδη έχει γίνει μια πρώτη προσέγγιση, ωστόσο είναι πολύ νωρίς ακόμα. Θα ήθελα να μην ξεκινήσω μια τέτοια συζήτηση γιατί θέλω να πάει μπροστά, θέλω να δώσουμε χρόνο στον Ιωάννη να εξελιχθεί, να προχωρήσει, να τον γνωρίσει ο κόσμος, να γνωρίσει το βιβλίο και μετά έχει ο Θεός, βλέπουμε».
Κλείνοντας, κληθείς να απαντήσει στο αν το βιβλίο του βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα ή πρόκειται για φαντασία του, απάντησε λακωνικά και αινιγματικά ότι, «Είναι 100% μυθοπλασία, αλλά 100% αληθινό».
Μια μικρή «γεύση» για το νέο μυθιστόρημα του Σπύρου Πετρουλάκη παίρνουμε από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Χανιά, σήμερα
Στην Ιερά Μονή της Παναγιάς Ακρωτηριανής, ο συντηρητής έργων τέχνης Σταύρος Βεγράκης ανακαλύπτει μια αριστουργηματική και συνάμα «βλάσφημη» εικόνα, που κανείς δεν θα περίμενε να βρίσκεται σ’ ένα μοναστήρι. Ποιος είναι, άραγε, ο άγνωστος δημιουργός της, του οποίου την τέχνη χαρακτηρίζει ένας γνήσιος και απαράμιλλος ρεαλισμός, και κυρίως πώς έφτασε να ακολουθήσει μια τόσο τολμηρή τεχνική στις αγιογραφίες του; Σε ένα ταξίδι του στη Σμύρνη ο Βεγράκης θα βρει την άκρη της ιστορίας σε ένα εντελώς απρόσμενο μέρος. Επιστρέφοντας στα Χανιά, θα του αποκαλυφθεί μια τραγική ιστορία, βαθιά θαμμένη στη μνήμη της πόλης.
Χανιά, 1900-1922:
Μια μάνα ψαλιδίζει με άκαρδο πείσμα τις φτερούγες που πάνε να φυτρώσουν στις πλάτες του παιδιού της. Ξεφεύγοντας για λίγο από το υγρό υπόγειο, τη φυλακή του, ο Ιωάννης, ένας «ατελής» άνθρωπος, πασχίζει να φτάσει στην τελειότητα. Ο νεαρός ζωγράφος τολμά το αδιανόητο, αδιαφορώντας για το τίμημα. Βλασφημία ή ωδή στον έρωτα είναι η δημιουργία του; Ποιος, όμως, μπορεί να κρίνει την τέχνη που πηγάζει από την αλήθεια της ψυχής; Στη δίνη της ανασφάλειας και των τραγικών ιστορικών γεγονότων, δύο νέα παιδιά δεν διστάζουν να ερωτευτούν μέχρις εσχάτων. Έναν αιώνα μετά, η αγάπη, η ανθρώπινη αναλγησία και το φοβερό τέλος είναι αδύνατο να ξεχαστούν…
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Σπύρος Πετρουλάκης γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα, έχοντας ζήσει επίσης στο Ρέθυμνο και στα Χανιά από όπου και κατάγεται. Έχει δύο παιδιά, την Ειρήνη και τον Κωνσταντίνο. Είναι συνθέτης και στιχουργός. Τραγούδια του περιλαμβάνονται σε CD πολλών γνωστών καλλιτεχνών, ενώ έχει γράψει μουσική και τραγούδια για ντοκιμαντέρ και θεατρικές παραστάσεις. Παράλληλα, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός στο Δίκτυο FM. Ασχολείται με τη φωτογραφία (φωτογραφίες του έχουν βραβευτεί και δημοσιευτεί σε ευρωπαϊκά περιοδικά), είναι αφηγητής παραμυθιών, προπονητής και Πανελληνιονίκης στο άθλημα του Taekwondo και έχει ως χόμπι την αναρρίχηση και τις καταδύσεις. Από τις εκδόσεις Μίνωας κυκλοφορούν οκτώ μυθιστορήματά του για ενήλικες και επτά βιβλία για παιδιά. Το 2021 το βιβλίο του Σασμός μεταφέρθηκε στην τηλεόραση σημειώνοντας τεράστια επιτυχία.