Το ντοκιμαντέρ παραγωγής της σκηνοθέτιδας Βάνιας Τέρνερ, μέσα από τις ιστορίες της Σοφίας και της Αμαλίας, θίγει τα ζητήματα της έμφυλης βίας και της παιδικής κακοποίησης
Η έμφυλη βία, η ψυχική εξουθένωση, η παιδική κακοποίηση και τα ανθρώπινα τραύματα ως ειδικότερα κομμάτια των πολυάριθμων παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας προσεγγίζονται μέσα από το ντοκιμαντέρ «Tack» της Βάνια Τέρνερ, το οποίο προβλήθηκε στο Ρέθυμνο το περασμένο σαββατοκύριακο. Η ακαταλληλότητα θεσμών και συστημάτων, η μεροληπτική και άνιση αντιμετώπιση των γυναικών και οι πιέσεις που μπορεί να ασκεί εκούσια και ακούσια ο κοινωνικός περίγυρος σε θύματα κακοποίησης είναι πτυχές της ταινίας που αναδεικνύονται μέσα από μία ιστορία, που στιγμάτισε τον δημόσιο διάλογο και συνεχίζει να καθοδηγεί ένα γενναίο αφήγημα καταπολέμησης της βίας και της κατάχρησης της εξουσίας. Το ντοκιμαντέρ αποτελεί μία αφορμή για να ανοίξουν δύσκολες συζητήσεις, γύρω από «υπόγειες» σκέψεις, ένα πάτημα για να εγείρουμε θέματα που μας αφορούν και μας επηρεάζουν, αλλά στην πραγματικότητα ελάχιστα πράττουμε για να τα προσεγγίσουμε με ευθύτητα και ειλικρίνεια. Πολλοί μιλούν για ένα ντοκιμαντέρ επίκαιρο, το οποίο παρουσιάζει μία ωμή πραγματικότητα γύρω από παγιωμένες αντιλήψεις, στερεότυπα και παραβιαστικές συμπεριφορές στη χώρα, ως ένα κοινωνικό φαινόμενο και όχι ως αποσπώμενες «από το σύνηθες», συμπεριφορές, που αποδίδονται σε τυχαιότητες. Στην πραγματικότητα, το ντοκιμαντέρ Tack πέρα από «εντός θέματος» είναι και ιστορικής σημασίας, καθώς δίνει βήμα, λόγο, εικόνα και παρασκήνιο γύρω από τις ζωές δύο γυναικών, οι οποίες μοιάζουν οικείες σε πολλές, περισσότερες μάλιστα από όσες υψώνουν τις φωνές τους και γίνονται «αντιληπτές».
«Η Σοφία μπήκε στα σπίτια όλων μας, μέσω της τηλεόρασης, με έναν τρόπο που δεν μπαίνουν ταινίες σαν τη δική μου», ανέφερε μεταξύ άλλων στα «Ρ.Ν.», η Βάνια Τέρνερ, σκηνοθέτρια του ντοκιμαντέρ και ένας από τους ανθρώπους που έζησαν «εκ των έσω» τις εμπειρίες και τις ζωές των δύο γυναικών που πρωταγωνιστούν. Η Ολυμπιονίκης που πυροδότησε το κίνημα #MeToo στην Ελλάδα δίνει τη δύναμη σε μια νεότερη αθλήτρια να σπάσει τη δική της σιωπή. Σε μια δίκη ορόσημο, η Σοφία στέκεται στο πλευρό της Αμαλίας, η οποία αποφασίζει να καταγγείλει τον πρώην προπονητή της για τη συστηματική κακοποίηση που υπέστη από εκείνον όταν ήταν παιδί.
«Το κοινωνικό αποτύπωμα είναι τεράστιο»
Ένας σχεδιασμός που άλλαξε, μία σειρά για τον σεξισμό που εξελίχθηκε σε δύο ταινίες και μία αφορμή για ενασχόληση με τα έμφυλα ζητήματα, όπως κατέθεσε στα «Ρ.Ν.», η κ. Βάνια Τέρνερ: «Όταν ξεκινήσαμε τα γυρίσματα, δεν ξέραμε που θα καταλήξει όλο αυτό. Όσο εξελίσσονταν τα γεγονότα περισσότερο και γινόταν ξεκάθαρο ότι θα πάμε σε δίκη, τότε το βρίσκαμε και το συζητούσαμε λίγο μεταξύ μας και ξεκαθάριζε το πεδίο. Είναι πολύ δύσκολο να αποτυπώσω τι ακριβώς σημαίνει αυτή η ταινία για μένα. Ήταν πολύ δύσκολα τέσσερα χρόνια, πολύ δύσκολες οι στιγμές που βιώσαμε μέσα και έξω από το γυμναστήριο. Το αρχικό μου κίνητρο ήταν να παρακολουθήσω τη Σοφία Μπεκατώρου. Μου είχε γίνει μία ανάθεση από τη «Στέγη» τον Αύγουστο του 2020, για να κάνουμε μία σειρά για τον σεξισμό, κάτι το οποίο δεν έγινε ποτέ, αντ’ αυτού έγιναν δύο ταινίες, τα ντοκιμαντέρ Tack και Girlhood. Εκείνη την περίοδο ερευνούσα έτσι και αλλιώς έμφυλα θέματα, όλως τυχαίως. Όταν έφτασε το θέμα της Σοφίας και κάναμε μία επαφή μαζί της, μετά τα πρώτα δημοσιεύματα, τότε πίστευα ότι θα κάνω κάτι που θα ήταν εστιασμένο στη Σοφία και θα είχε να κάνει με την κακοποίηση στον αθλητισμό, την κατάχρηση εξουσίας στην Ελληνική Ιστιοπλοϊκή Ομοσπονδία. Αυτό σταδιακά άλλαξε, όσο γινόταν ξεκάθαρο ότι θα πάει σε δίκη η υπόθεση της Αμαλίας».
Το ντοκιμαντέρ, αλλά και η ίδια η ιστορία της Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου ήταν οι αφορμές για να ξεκινήσουν οι συζητήσεις στη δημόσια σφαίρα, παρέχοντας κατευθυντήριες γραμμές για ένα υγιές και συμπεριληπτικό αφήγημα. Η κ. Τέρνερ σχολίασε: «Η Σοφία μπήκε στα σπίτια όλων μας, μέσω της τηλεόρασης, με έναν τρόπο που δεν μπαίνουν ταινίες σαν τη δική μου. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, όλη η Ελλάδα ασχολούνταν με αυτό το θέμα, κάτι το οποίο δεν είχε ξανασυμβεί. Ξαφνικά αρχίσαμε να μιλάμε για την κακοποίηση, να αναζητούμε το κατάλληλο λεξιλόγιο. Το κοινωνικό αποτύπωμα ήταν τεράστιο. Όλοι κάναμε μία συζήτηση με τους φίλους μας, τους συγγενείς μας και τους γονείς μας τότε ή τουλάχιστον προβληματιστήκαμε. Ο χρόνος θα δείξει ποιος θα είναι ο αντίκτυπος από τη δίκη της Αμαλίας».
«Ο καθένας θα δει αυτό που μπορεί και θέλει να δει»
Το ντοκιμαντέρ είναι πολυεπίπεδο, εστιάζοντας στις διαπροσωπικές σχέσεις, στα προβλήματα, τις πιέσεις και τις δυνάμεις που μπορεί να αντλήσει κανείς από τον περίγυρό του, με τη σκηνοθέτιδα να δηλώνει ότι δεν επιδιώκει να περάσει κάποιο μήνυμα, αλλά περισσότερο να αφήσει χώρο και χρόνο στο κοινό να εστιάσει στις δικές του προσεγγίσεις: «Δεν θέλω να περάσω ένα συγκεκριμένο μήνυμα μέσα από το ντοκιμαντέρ, πιστεύω ότι ο καθένας θα δει αυτό που μπορεί και θέλει να δει. Εμένα η προσέγγισή μου είναι πολύ προσωπική, υπάρχει ωστόσο η δυνατότητα να αποκαλυφθούν αντιφάσεις που ενδεχομένως έχουμε, στις σχέσεις μας με τους γονείς μας παραδείγματος χάριν, το πόσο μπορεί να μας πληγώνουν, ακόμα και αν υπάρχει αγάπη και τρυφερότητα. Θέλω αν γίνεται ο θεατής και ο κόσμος να αισθανθεί ότι είναι εκεί μαζί μας με την Αμαλία και τη Σοφία και μας κρατάει το χέρι και το βιώνει πάρα πολύ κοντά, όπως το βίωσα και εγώ. Φυσικά, υπάρχουν πολλά επίπεδα που έχουν να κάνουν με την ελληνική οικογένεια, τις παθογένειες του δικαστικού συστήματος, με το κατά πόσο ένα σεξουαλικό έγκλημα καταλήγει να γίνεται κουτσομπολιό. Όλα αυτά προφανώς υπάρχουν και συμβαίνουν στην κοινωνία, αλλά η ταινία δεν είναι καταγγελτική».
Δεν πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ που «προκύπτει», αλλά για μία συνειδητή επιλογή, που προσφέρεται σε «ανοιχτά», τολμηρά μάτια, που δεν διστάζουν να ακούσουν, να σκεφτούν και μιλήσουν για ζητήματα, στα οποία πολλοί γυρνούν την πλάτη τους. «Στην τηλεόραση υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μεγαλύτερη επιρροή από εμάς και ένα μεγάλο μερίδιο κόσμου που δεν θα επιλέξει να δει τη δική μου την ταινία. Τότε, όλοι ήξεραν για τη Σοφία. Θα έπρεπε να είσαι σε ένα βουνό πάνω, απομακρυσμένος, για να μην έχεις ακούσει για την ιστορία της, αλλά μας έφερε αντιμέτωπους με μία πολύ σκληρή πραγματικότητα, η οποία όμως ήταν κρυμμένη κάτω από χαλί. Το ντοκιμαντέρ αυτό πρέπει να πας σε έναν κινηματογράφο και να επιλέξεις να το δεις συνειδητά. Η Σοφία όμως έθιξε ακόμα και το πως μπορείς να κάνεις ένα κοινό που μπορεί να μην έβλεπε ποτέ μία τέτοια ταινία, να το κάνεις να τη δει», ανέφερε η κ. Τέρνερ.