Πριν λίγες ημέρες πήγα στον ΕΦΚΑ Ρεθύμνου, σχετικά με ένα ζήτημα κραυγαλέας κακοδιοίκησης και το μυαλό μου ήταν γεμάτο από ερωτηματικά και προβληματισμούς για το πώς έχει επιβιώσει το Ελληνικό κράτος.
Κατά μια ανέλπιστη σύμπτωση, ακριβώς στην είσοδο του κτιρίου, περίμενε ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός κ. Χατζηδάκης, που με καλωσόρισε εγκάρδια και αυθόρμητα άρχισα να του εξιστορώ τα πάθη μου.
Δεν ήθελα να γίνω αρνητικός και να του χαλάσω την προεκλογική ατμόσφαιρα, όμως στάθηκε αδύνατο να συγκρατήσω τον χειμαρρώδη ειρμό, από το πάθος μου, σχετικά με την ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης.
Του έθεσα υπόψη συγκεκριμένη διάταξη νόμου, δίχως ανάλογη εφαρμογή, που αποτελεί δείγμα μιας εν γένει κατάστασης με άμεση συνέπεια τη δημιουργία ανασφάλειας στην ελληνική κοινωνία.
Με άκουσε, και με ενθάρρυνε να συνεχίσω παρά το γεγονός ότι τα παράπονα μου τα είχα υποβάλει, πολλάκις, γραπτώς και με εμπεριστατωμένο τρόπο στην ηλεκτρονική του διεύθυνση δίχως ανταπόκριση όμως.
Ακόμη και το προσωπικό ασφαλείας του υπουργού συμπαραστάθηκε στο ξέσπασμά μου, που «έσταζε αγανάκτηση και πόνο» και προσπάθησα με ευπρέπεια, δίχως να παρασυρθώ από υβρεολόγιο, να εκφράσω το δίκαιο αίτημα μου.
«…Νερό κι αλάτι» γίνονται οι λέξεις όταν δεν συνοδεύονται από την αναγκαία γραπτή διατύπωση που προσδίδει μια πανταχού υπόσταση, σύμφωνα με τη ρήση «τα λόγια φεύγουν, τα γραπτά μένουν».
Αυτή την οδό ακολουθώ και σε αυτή βασίζομαι στην προσπάθεια να βρω δικαίωση και ηρεμία, κάτι πραγματικά πολύ δύσκολο στο συνονθύλευμα της ελληνικής «παραγραφειοκρατίας».
Από αυτή τη συνάντηση απογοητεύτηκα οικτρά, όχι τόσο από τον κ. υπουργό, καθώς είχα προβλέψει την συμπεριφορά τύπου: «…άλλα λένε τα μάτια σου και άλλα τα φιλιά σου…». Αυτό που με πίκρανε πολύ, ήταν η αντίδραση της διευθύντριας και υπαλλήλων που προσπάθησαν ευγενικά να με αποτρέψουν από την οξεία μεν αλλά εύλογη « επίθεση» προς τον αρμόδιο αιρετό πολιτικό.
Θεώρησα ως ουτοπιστής κι αφελής, ότι θα εξέθετα τα σοβαρά θεσμικά κενά που ανέκυψαν στην περίπτωσή μου και προσβάλουν τις δημοκρατικές αρχές που διέπουν μια ευνομούμενη κοινωνία.
Από την υπόθεση μου, ταλαιπωρήθηκαν και δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι δεν φταίνε. Τους κάλεσα να καταθέσουν γι αυτά στη συνομιλία μου με τον υπουργό. Αντί να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος που να αποτελέσει εφαλτήριο εύρεσης σχεδίου επίλυσης προβλημάτων, τον κάλυψαν λέγοντας μου «Άστον πρέπει να φύγει θα χάσει το αεροπλάνο»…
Η «πικρή διαπίστωσή» μου, που σφράγισε εκείνη την μέρα, είναι ότι το κατεστημένο στην Ελλάδα είναι βαθύ και ισχυρό, με πολλαπλές κοινωνικές προεκτάσεις, που δεν αφήνει περιθώρια για αισιοδοξία.
Ο γλυκός φθινοπωρινός ήλιος χαμογελαστός από ψηλά, χαιδεύει με τις χρυσές του φτερούγες, ψιθυρίζοντας μυστικά τη λαχτάρα της ζωής και τροφοδοτεί με ελπίδα τον αγώνα για δικαιοσύνη.