Στην ιδιαίτερα προσεγμένη κι ενδιαφέρουσα εκδήλωση που έγινε στα Αγκουσελιανά στις 10 Αυγούστου προς τιμήν των ηρώων Στυλιανού Κλειδή και Χρήστου Μακρή από την Ομοσπονδία Συλλόγων π. επαρχίας Αγ. Βασιλείου Ρεθύμνου «Ο Πρέβελης», ο κ. Αντώνης Τσουρδαλάκης, σπουδαίος εργάτης του απόδημου Ελληνισμού, π. πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Κρητών και π. πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κρητών Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας, μου έδωσε τιμητικά για το Λύκειο των Ελληνίδων Ρεθύμνης, το βιβλίο του πατέρα του Σωκράτη με τίτλο «Κρήτες Πρωτοπόροι της Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας. Αφιέρωμα στους Κρήτες της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας από το 1829».
Επί τόπου άνοιξα το πόνημα αυτό νοιώθοντας, σαν Ελληνίδα και Κρητικιά, την ανεκτίμητη αξία μιας τέτοιας εργασίας, μα και με ευγνωμοσύνη για το δώρο. Αμέσως έλαμψαν μπροστά μου εκπληκτικές πληροφορίες, σπάνιο και πλούσιο φωτογραφικό υλικό με λεπτομερή στατιστικά στοιχεία. Τα Αγγλικά κείμενα πάντα συνοδεύονταν με τα αντίστοιχα Ελληνικά, πράγμα που πολύ επίσης με συγκίνησε…απόδειξη του σεβασμού κι εκτίμησης στην Ελληνική γλώσσα που τόσο την ταλαιπωρούμε στην χώρα μας σήμερα και η οποία καθορίζει την ταυτότητα και την εθνότητά μας.
Η σοβαρότητα της δουλειάς αυτής που προϋποθέτει πολυετή έρευνα η οποία είναι εμφανής με την πρώτη ματιά, μου μίλησε στην καρδιά και την επομένη άρχισα μια πιο επιστάμενη μελέτη.
Ο συγγραφέας, με καταγωγή από τις Μέλαμπες, ήταν απόφοιτος της Εκκλησιαστικής Σχολής στην Ελλάδα και μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1965 για Μελβούρνη με το πλοίο «Ελληνίς», του οποίου φωτογραφία υπάρχει στην τελευταία σελίδα του πονήματος μαζί με τις φωτογραφίες άλλων πλοίων που μετέφεραν για χρόνια τους Έλληνες μετανάστες στην Ήπειρο αυτή. Εργάστηκε ως υπάλληλος της Ηλεκτρικής εταιρείας της Βικτώρια και υπηρέτησε ως διευθυντής στα δημοτικά σχολεία της Ελληνικής Ορθόδοξης ενορίας «Αγίου Βασιλείου» Brunswick μέχρι το 1994, για 30 χρόνια. Επίσης είναι ιεροψάλτης ακόμη και σήμερα που προσφέρει την υπηρεσία αυτή στην Ελληνορθόδοξη Ενορία της Παναγίας Σουμελά στο Keilor. Από τους ιδρυτές του Συλλόγου Ρεθυμνίων Βικτώριας «Το Αρκάδι» όπου ήταν και γραμματέας μέχρι το 1984, υπηρέτησε στο Δ.Σ. της Κρητικής Αδελφότητος Μελβούρνης και Βικτωρίας πάλι ως γεν. γραμματέας ενώ από το 2008 συμμετέχει στην Συμβουλευτική Επιτροπή της Παγκρήτιας Ένωσης Μελβούρνης. Είναι ανεγνωρισμένος ιστοριοδίφης και το αγρόκτημά του στην Αυστραλία έχει το όνομα «Μέλαμπες». Παντρεύτηκε το 1967 και η σύζυγός του, Άννα Μαρκάκη, είναι από την Ασή Γωνιά. Έχουν τρία παιδιά, τον Αντώνη, τον Σήφη και την Ελευθερία καθώς και τέσσερα εγγόνια.
Στην αρχή του βιβλίου υπάρχουν οι κάτωθι χαρακτηριστικές μαντινάδες:
«Των Αντιπόδων τη στρατιά εβάλετε μπροστά σας
Μ’ελπίδα να εκπληρωθούν όλα τα όνειρά σας
Μια άλλη Ελλάδα κτίσατε εδώ στην Αυστραλία
Ομάδι με την Κρήτη μας και την Ορθοδοξία
Να είστε υπερήφανοι για την καταγωγή σας
Τα ήθη και τα έθιμα που φέρατε μαζί σας
Τις ρίζες μην ξεχάσετε γιατί θα ξεχαστείτε
Μέσα στο διάβα της ζωής σίγουρα θα χαθείτε!
Πώς να αντισταθεί κανείς σε τέτοια αγάπη για την Ελλάδα και την Κρήτη! Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Ο απλός και ανθρώπινος τρόπος προσέγγυσης των προσώπων και των στοιχείων που τα αφορούσαν και που ήταν δοσμένα με έναν σοβαρό, άμεσο και λεπτομερή όσο αυτό ήταν δυνατόν, λόγο που έρεε, παρέσυρε και γοήτευε, έκανε την ανάγκη μελέτης του πονήματος αυτού, επιτακτική. Άρχισα να διαβάζω με ενθουσιασμό και βρήκα πολλά και συγκλονιστικά για τους μετανάστες μας στην μακρινή αυτή Ήπειρο, Κρητικούς μα και Ρεθεμνιώτες.
Στην άκρως ενημερωτική εισαγωγή του ο κ. Τσουρδαλάκης, δίνει πολύτιμα γενικά στοιχεία για την μετανάστευση των Ελλήνων σε όλον τον κόσμο. Όσον αφορά δε την Αυστραλία, μας λέει ότι το 1911 αριθμούσαν περί τις 2.000 με αύξηση το 1922 λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής και φτάνουν τον αριθμό 12.000 μέχρι το 1947-1950 οπότε είναι και το πρώτο μεγάλο κύμα μετανάστευσης λόγω του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Από το 1952-1970 πάνω από 500.000 Έλληνες φθάνουν στην Αυστραλία και ο Ελληνισμός «απογειώνεται», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος, σε όλους τους τομείς συμμετέχοντας ενεργά και δυναμικά στο πολιτιστικό, πολιτικό, οικονομικό, επιστημονικό και αθλητικό γίγνεσθαι της χώρας. Ιδρύονται σχολεία, κολλέγια, ενορίες, γηροκομεία και οι περισσότεροι οργανώνονται σε Ελληνικές Κοινότητες, Συλλόγους κ.ά. για την διασφάλιση της εθνογλωσσικής και θρησκευτικής τους ταυτότητας, όπως μας τονίζει. Ο Ελληνισμός αναδεικνύεται ως ένα από τα πιο οργανωμένα και υπολογίσιμα μέλη της Αυστραλιανής Κοινωνίας. Το 1931 αρχίζει η έκδοση Ελληνικών εφημερίδων όπως το «Εθνικόν Βήμα» κ.ά. Το 1980 ιδρύεται η Κρητική Ομοσπονδία Αυστραλίας και Ν. Ζηλανδίας που το 1983 γίνεται ιδρυτικό μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Κρητών. Από το 2008, με την Ελληνική οικονομική κρίση, πάνω από 50.000 Έλληνες μετανάστευσαν στην Αυστραλία όλοι μορφωμένοι και κατά το πλείστον με διπλώματα ανωτέρων και ανωτάτων σχολών συμπληρώνω εγώ.. Αυτός ο δωρεάν πνευματικός πλούτος που αδιαμφισβήτητα ωφελεί την Αυστραλία, είναι μια πληγή που αιμορραγεί για την Ελλάδα μας ακόμη και σήμερα και το λέω αυτό με πόνο ψυχής για τον τόπο μας που αδυνατεί να κρατήσει τέτοιο θησαυρό αλλά τον χαλαλίζει όχι μόνο στην Αυστραλία μα και στην Ευρώπη, στην Αμερική και αλλού, κατά χιλιάδες.
Από τον 19ο αιώνα λοιπόν ξεκινά η μετανάστευση των Ελλήνων στην Αυστραλία, σε μια Ήπειρο με φοβερά αντίξοες κλιματικές καταστάσεις και κάτω από δυσκολότατες κι επικίνδυνες συνθήκες διαβίωσης, με στερήσεις, πείνα, λοιμούς. Αρχικά οι Έλληνες απόδημοι ήταν χρυσοθήρες, εργάτες στα ορυχεία χρυσού, στα καπνά, στην συλλογή στρειδιών, στις σιδηροτροχιές (τραίνα) και συνήθως έκαναν εργασίες που δεν καταδέχονταν οι Άγγλοι. Όμως με σκληρή δουλειά, απίστευτο πείσμα και αξιοθαύμαστη απαντοχή, σύντομα κατόρθωσαν να ορθοποδήσουν και να δημιουργήσουν. Έτσι, μέχρι το 1951 είχαν ήδη κατορθώσει να γίνουν γαιοκτήμονες με άλογα, πρόβατα, αγελάδες, έμποροι, καλλιεργητές στρειδιών, καπνέμποροι και καπνοβιομήχανοι, σιτοπαραγωγοί, τσαγκάρηδες, μάγειροι, ραφτάδες, ζαχαροπλάστες, εστιάτορες, ξενοδόχοι, εργοστασιάρχες κι επιχειρηματίες γενικά. Υπέστησαν διωγμούς λόγω ρατσισμού, κυρίως το 1912-1913 (Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο) και 1936 μέχρι το 1940,( Β΄Παγκόσμιο πόλεμο) διότι οι Αυστραλοί θεωρούσαν την χώρα μας σύμμαχο των Γερμανών λόγω του βασιλέα της Ελλάδος, πράγμα που άλλαξε βέβαια στην πορεία μια και συμμαχήσαμε (Καλλίπολη 1915, Μάχη της Κρήτης 1941). Αυτή η αντιμετώπιση όμως μαζί με τον φόβο της απέλασης, ανάγκασαν πολλούς Έλληνες να αγγλοποιήσουν ή να «κουτσουρέψουν» τα ονόματά τους, γεγονός που κατέστησε δυσκολώτατο το έργο για τον εντοπισμό τους. Ο συγγραφέας σημειώνει ότι από το έτος 2000 που άρχισε την έρευνά του κατάφερε να συμπεριλάβει στον πολυσέλιδο κατάλογο του βιβλίου του και να καταγράψει ίσως το 70% των Κρητών μεταναστών από το 1829 ενώ εντόπισε και κατέγραψε πάνω από 100 πρώιμους Κρητικούς που μετοίκησαν στην Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία από το 1829 μέχρι περίπου τα μέσα του 20ου αιώνα.
Εδώ αισθάνομαι την ανάγκη να επιστήσω την προσοχή σε ορισμένα πρόσωπα που με συγκίνησαν ιδιαίτερα και που βέβαια είναι σταγόνα στον ωκεανό μέσα στην πληθώρα των ονομάτων και των καταπληκτικών ιστοριών που τόσο επισταμένως και με τόσο μεράκι και αγάπη, καταγράφει ο κ. Τσουρδαλάκης.
Ως πρώτοι Κρητικοί στην Αυστραλία αναφέρονται το 1829, οι Γιώργος Βασιλάκης και Γιώργος Λαρίτσος, ναυτικοί σε πειρατικό καράβι από τη Γραμβούσα που συνέλαβαν οι Άγγλοι μαζί με πέντε άλλους Έλληνες. Μετά από παρέμβαση του Ιωάννη Καποδίστρια τους χαρίστηκε η ζωή και εστάλησαν στην Αυστραλία, στην Νέα Νότια Ουαλία, όπου για οκτώ χρόνια εργάστηκαν ως κατάδικοι – αμπελοκαλλιεργητές.
Το 1848 ο Γεώργιος Ντόκος, Κρητικός, έφθασε στην Βικτώρια. Ήταν χρυσοθήρας και πολύ έντιμος άνθρωπος. Τον αποκαλούσαν «Τίμιος Γιώργης» «Honest George» και σήμερα υπάρχει δρόμος με το όνομα του, «Docos Street» στο Parkes της Νέας Ουαλίας.
Το 1860 ο Αντώνης Σερλής από τον Άγιο Μάμα, Μυλοποτάμου Ρεθύμνης φθάνει στην Μελβούρνη. Έγινε επιτυχημένος εστιάτορας και ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης
Το 1866 ο Κωσταντίνος Κουκουτσάκης από τα Τσικαλαριά, Κισσάμου, Χανίων, έφθασε στην Αυστραλία. Ξεκίνησε σαν χρυσοθήρας. Η δισεγγονή του Γαβριέλλα Λορντ είναι σήμερα μια από τις πιο διακεκριμένες μυθιστοριογράφους της Αυστραλίας και λατρεύει την Κρήτη.
Το 1877 ο Στρατής Ανδρουλάκης από το χωριό Αποδούλου, Αμαρίου Ρεθύμνης φθάνει στην Μελβούρνη, πρώτος Έλληνας στο Newcastle της Νέας Νοτίου Ουαλίας. Έγινε επιτυχημένος έμπορος κι επιχειρηματίας ενώ αγωνίστηκε για την δημιουργία Ενορίας στην περιοχή με την αποστολή Ελληνορθόδοξου ιερέα που δεν υπήρχε και που τον είχαν μεγάλη ανάγκη. Σε επιστολή του προς τον Αντ. Βορεάδη στο Ηράκλειο το 1896, εκφράζει την αγωνία του και περιγράφει τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί για αυτό το θέμα που τους έκαιγε όλους και τελειώνει με περίπου τα εξής: «…είμεθα σχεδόν όλοι εδώ αγράμματοι και βλέπομεν όλους εδώ χωριάτες και μη, γραμματισμένους,…άραγε θα φωτίση κανένα βουλευτήν μας ο Θεός να προτείνει να γίνουν υποχρεωτικά τα γράμματα και εις την Κρήτην;…τουλάχιστον μέχρι την Τρίτη του Ελληνικού…θα τον συνδράμουν και πολλοί άλλοι…( εννοεί οικονομικά θα βοηθήσουν και οι γνωστοί του εκεί)». Τόση έγνοια για τα γράμματα αλλά και την Κρήτη του. Βέβαια πολλοί Κρητικοί από την Αυστραλία συνέδραμαν στην δημιουργία Σχολείων, Εκκλησιών και άλλων κοινοφελών έργων στο νησί μας στα δύσκολα χρόνια και τους ευγνωμονούμε γι’ αυτό.
Ήταν άνθρωποι που ξεκίνησαν με το «τίποτα» εκτός από τον στέρεο χαρακτήρα, το Ελληνικό πνεύμα, την δύναμη της ψυχής και το θαύμα της Πίστης που οδηγούσαν τα γερά τους χέρια και χάραζαν το δρόμο τους. Ορισμένοι χάθηκαν στην πορεία αλλά πολλοί, πάρα πολλοί κατάφεραν να δημιουργήσουν, να κτίσουν μια λαμπρή Ελλάδα διάσπαρτη σε όλη την αχανή Ωκεανία χωρίς να χάσουν την γλώσσα, την κουλτούρα, τον πολιτισμό της καρδιάς, της μάνας Ελλάδας και της Κρήτης. Δεν μου επιτρέπεται στα πλαίσια ενός άρθρου να μακρηγορήσω περισσότερο αλλά πολλοί Κρήτες πολέμησαν με τις Αυστραλιανές δυνάμεις, στους δύο παγκόσμιους πολέμους, στην Κορέα, το Βιετνάμ και υπηρετούν σήμερα και στον Στρατό το Ναυτικό και την Αεροπορία της ενώ πολλοί Ιερείς και δύο Αρχιεπίσκοποι, ο κυρός Στυλιανός Χαρκιανάκης από το Ρέθυμνο και σήμερα ο Σεβασμιώτατος Μακάριος Γρινιεζάκης από το Ηράκλειο, είναι Κρητικοί.
Τελειώνοντας αλλά όχι ολοκληρώνοντας μια και το πόνημα του κ.Τσουρδαλάκη είναι θησαυρός ανεκτίμητος που δεν καλύπτεται εύκολα και μας αφορά όλους όχι μόνο για να βρούμε τυχόν δικούς μας στους καταλόγους του στο τέλος του βιβλίου αλλά προ πάντων για να διδαχθούμε και να πάρομε δύναμη και κουράγιο βλέποντας πως μέσα μας κρύβομε αρχέγονες δυνάμεις και δυνατότητες που μπορούν όταν θελήσομε να κάνουν θαύματα.
Εδώ, στους καταλόγους αυτούς, με προσοχή, εντόπισα τους καταγεγραμμένους πρωτοπόρους «Ρεθεμνιώτες πρώτης γενιάς» στην Ωκεανία.
20 μετανάστες ήταν από την πόλη Ρέθυμνο μια και δεν υπήρξε πιο συγκεκριμένη πληροφορία. Επίσης ορισμένοι είχαν δηλώσει μόνο «Κρήτη», χωρίς άλλο προσδιορισμό. Αυτοί δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν την λίστα.
19 από τις Μέλαμπες
17 από την Καρωτή
14 από τα Ζωνιανά
10 από τα Ανώγεια
9 από την Αγία Γαλήνη
8 από τον Φουρφουρά
Από 6, μετανάστες είχαν τα χωριά: Αρχοντική, Γεράνι, Καστρί Μυλοποτάμου.
Από 5, τα χωριά: Επισκοπή Ρεθύμνου, Αγκουσελιανά, Αργυρούπολη, Αβδονήτες.
Από 4, τα χωριά: Γέννα Αμαρίου, Μοναστηράκι, Άγιος Μάμας, Επισκοπή Μυλοποτάμου, Αξός, Κρυονέρι Μυλοποτάμου, Πλατανές Ρεθύμνης.
Από 3, τα χωριά: Ατσιπόπουλο, Γιαννιού, Βενί, Κρύα Βρύση, Ρούστικα, Μαργαρίτες.
Από 2, τα χωριά: Χρωμοναστήρι, Ατσιπάδες, Μιξόρουμα, Χώνος, Νεύς Αμάρι, Ρουσοσπίτι, Κάτω και Άνω Μαλάκι, Σαχτούρια, Άγιος Ιωάννης Μυλοποτάμου, Αλόϊδες, Αποδούλου, Σαϊτούρες, Κάτω Βαλσαμόνερο, Γερακάρης, Απόστολοι, Κεραμέ, Κουρούτες, Λιβάδια, Μούδρος.
Από 1 μετανάστη, τα χωριά: Μέρωνας, Πρασές, Καλέργω, Γουργούθοι, Πλαδιανά, Άνω Μέρος, Άγιος Ανδρέας, Πλατάνια Αμαρίου, Κεραμωτά, Βιράν Επισκοπή, Ρουμπάδω, Νησί Μυλοποτάμου, Αρμένοι Ρεθύμνης, Αλώνες, Ορθές, Πατσός, Ζουρίδι, Πρινές, Βελονάδο, Πλακιάς, Αγιά Μυλοποτάμου, Γαράζο, Δαμαβόλου, Αγρίδια, Λαμπιώτες, Αγία Παρασκευή, Μικρή Γωνιά, Αΐμονας, Καρέ, Κούφη, Γάλλου, Σίσαρχα Μυλοποτάμου, Ροδάκινο, Μαρουλάς.
Τα συμπεράσματα δικά σας.
Μια τέτοια δουλειά αποτελεί πολύτιμη πηγή αναφοράς για τους απόδημους της Κρήτης μας που με μόχθο, πόνο αλλά και έμπνευση, έστησαν μια καινούργια ζωή στην απέραντη Ωκεανία.και η ευγνωμοσύνη μας προς τον συγγραφέα είναι τεράστια.
Ευχαριστώ θερμά τον κ. Αντώνιο Τσουρδαλάκη, γιό του κ. Σωκράτη Τσουρδαλάκη που μου πρόσφερε το πόνημα αυτό, δίνοντας μου έτσι την ευκαιρία να μαθητεύσω και να διδαχθώ τόσα πράγματα για τον τόπο μου την Ιστορία του και τους ανθρώπους του.