Το κοινό πανευρωπαϊκό θέμα για το έτος 2024 είχε τίτλο «Ανιχνεύοντας Διαδρομές, Δίκτυα και Δεσμούς στην Πολιτιστική Κληρονομιά»
Ανοιχτή θεματική ξενάγηση για το κοινό πραγματοποιήθηκε την περασμένη Κυριακή στην Προσωρινή Έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου, στον ενετικό ναό του Αγίου Φραγκίσκου, καθώς και ομιλίες, στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς που γιορτάζεται κάθε χρόνο στα τέλη Σεπτεμβρίου και έχει ως στόχο την ευαισθητοποίηση του κοινού για θέματα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, έναντι σειράς προκλήσεων της σύγχρονης εποχής.
Σε αυτήν τη μέρα που ήταν αφιερωμένη στην ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου συμμετείχε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου με το κοινό πανευρωπαϊκό θέμα για το έτος 2024 με τίτλο «Ανιχνεύοντας Διαδρομές, Δίκτυα και Δεσμούς στην Πολιτιστική Κληρονομιά».
Η ξενάγηση των παρευρισκόμενων το βράδυ της Κυριακής επικεντρώθηκε σε εκθέματα του μουσείου που αφορούν στις εμπορικές και πολιτισμικές επαφές του Ρεθύμνου και της Κρήτης με άλλες περιοχές του κόσμου, ενώ στο τέλος της ξενάγησης οι αρχαιολόγοι στις ομιλίες που πραγματοποίησαν στον αύλειο χώρου του ναού προσέγγισαν το αντικείμενο από πολλές πτυχές, ταξιδεύοντας στον χρόνο το κοινό.
Η επίκουρη καθηγήτρια Προϊστορικής και Πρωτοϊστορικής Αρχαιολογίας της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο του Πανεπιστημίου Κρήτης, Άρτεμις Καρναβά, με ειδίκευση στη Γραμμική Α και Β, στην ομιλία της με τίτλο «Ένα υφαντικό εξάρτημα μεταξύ Κρήτης και Κύπρου: ιστορίες επαφών, ανταλλαγών και αλληλεπιδράσεων» μοιράστηκε με το κοινό την ιστορική σημασία ενός υφαντικού βάρους που ήρθε στο φως με τις ανασκαφές που υλοποιούνται από το 2014 και είναι σε εξέλιξη μέχρι και σήμερα στο Καλό Χωράφι στην περιοχή του Μυλοποτάμου.
Όπως τόνισε η κ. Καρναβά μιλώντας στα «Ρ.Ν.» αποτελεί ένα εύρημα μείζονος σημασίας για τις σχέσεις Κρήτης και Κύπρου στην αρχαιότητα, καθώς επίσης δίνει σημαντικές πληροφορίες για την οικονομία και την κοινωνία στον αρχαίο κόσμο. Συγκεκριμένα περιέγραψε: «Κατά την ανασκαφή, σε συνεργασία με την Αναστασία Τζιγκουνάκη, την προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων βρήκαμε ένα πάρα πολύ ωραίο στοιχείο, ένα υφαντικό βάρος το οποίο πιστεύουμε ότι δείχνει πολύ στενές σχέσεις – και σχέσεις που δεν υποψιαζόμαστε – με την Κύπρο. Είναι ένα εύρημα από τις ανασκαφές στο Καλό Χωράφι στην περιοχή του Μυλοποτάμου, μια πολύ ενδιαφέρουσα θέση αρχαιολογικά. Η ανασκαφή ξεκίνησε από το 2014 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Είναι ένας μεγάλος οικισμός, είναι συστηματική η ανασκαφή και κάθε χρόνο δημοσιεύονται κάποια ευρήματα και κάποια προκαταρκτικά συμπεράσματα και τα ευρήματα που έχουν ιδιαίτερο χαρακτήρα μας βοηθάνε καλύτερα τη θέση. Τα υφαντικά βάρη είναι ένα εξάρτημα του αργαλειού, Αυτά τα βάρη στην αρχαιότητα ήταν πήλινα, η τεχνική ορολογία είναι αγνύθες. Αυτές μας δίνουν πάρα πολλές πληροφορίες γιατί η υφαντική ήταν πολύ σημαντική στον αρχαίο κόσμο για την οικονομία, την κοινωνία και μας λέει πάρα πολλά μυστικά».
Για τις πορφύρες και για την πορφυρή βαφή μίλησε η αρχαιολόγος με ειδίκευση στη ζωοαρχαιολογία Δήμητρα Μυλωνά, η οποία μελετάει τα κατάλοιπα των ζώων που έρχονται στο φως μέσα από ανασκαφές. Το θέμα της ομιλίας της είχε τίτλο «Πορφύρα στην Κρήτη της εποχής του Χαλκού: οι ρίζες της θαλασσινής πολυτέλεια»
Μιλώντας στα «Ρ.Ν.» η κ. Μυλωνά τόνισε: «Με την πορφυρή βαφή, την ανεξίτηλη, τη λαμπρή έβαφαν τον χιτώνα τους οι Ρωμαίοι και Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Μάλιστα εστιάζω στις ρίζες αυτής της τέχνης, της πορφυρικής, που απ’ ό,τι φαίνεται ξεκίνησε στην Κρήτη τον 18ο αιώνα π.Χ. Φαίνεται ότι εδώ είναι οι ρίζες αυτής της τέχνης. Η παραγωγή της πορφύρας ήταν πάρα πολύ σημαντική οικονομικά και πολιτισμικά για όλη την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά κάποια στιγμή στην πορεία της ξεχάστηκε. Τώρα αρχίζει και ξανά γεννιέται. Η πορφύρα προκύπτει από κάποια συγκεκριμένα είδη κοχυλιών».
Σημαντικά στοιχεία για την «ανίχνευση» των διαδρομών και των δεσμών των λαών στην αρχαιότητα αποτελούν οι μετακινήσεις των ανθρώπων και των υλικών, ένα αντικείμενο το οποίο προσέγγισε με την ομιλία της η αρχαιολόγος στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών Μαρία Βακονδίου, με τίτλο «Αρχιτεκτονική και γλυπτική στην ενετική Κρήτη: μετακινήσεις μαστόρων, υλικών, ιδεών».
Όπως η ίδια επεσήμανε μιλώντας στα «Ρ.Ν.»: «Η ομιλία μου πραγματεύεται τη γλυπτική στην Κρήτη στην περίοδο της. Πρόκειται για έργα στα οποία είναι εμφανής τόσο οι επιδράσεις από τη Δύση, φέρει στοιχεία που είναι δυτικά, χωρίς ωστόσο να είναι όμοια με αυτά που αναπτύσσονται την ίδια εποχή στη Βενετία, γιατί ακριβώς υπάρχει και το τοπικό στοιχείο που κι αυτό είναι έντονο. Ουσιαστικά αυτή η ώσμωση που καταλαβαίνουμε εμείς στα υλικά κατάλοιπα, μαρτυρεί τις μετακινήσεις τόσο των ανθρώπων, των μαστόρων που μετακινούνταν και κατέληγαν να δουλέψουν εδώ, μετακινήσεις συχνά των υλικών, στη δική μας περίπτωση της πρώτης ύλης, της πέτρας που δεν είναι πάντα από τα λατομεία της Κρήτης, αρκετές φορές είναι εισηγμένη. Μετά πια με την εφεύρεση της τοιχογραφίας, μεταφέρονται πάρα πολύ εύκολα τυπωμένα βιβλία, αρχιτεκτονικές πραγματείες, σχέδια, τα οποία συμβάλουν στη διάδοση των ιδεών».
Στη βυζαντινή ζωγραφική εστίασε στην ομιλία της η αρχαιολόγος στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου Νικολέττα Πύρρου, ως στοιχείο που φανερώνει συνύπαρξη πληθυσμών στο νησί, με το θέμα της ομιλίας της να είναι «Εικονογραφικά θέματα και άγιοι της Δύσης στις εκκλησίες της Κρήτης».
Η κ. Πύρρου μιλώντας στα «Ρ.Ν.» περιέγραψε τις θεματικές διαδρομές που έχουν διαμορφωθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου, καθώς και τους στόχους της ξενάγησης των πολιτών στην έκθεση του μουσείου. μεταξύ άλλων τόνισε: «Στόχος μας ήταν με αφορμή τα ευρήματα του Ρεθύμνου που εκτίθενται στο μουσείο, αλλά και γενικότερα μνημεία που δεν είναι μέσα στο μουσείο, να παρουσιάσουμε διαδρομές εμπορικές, πολιτισμικές της Κρήτης με άλλες περιοχές, αλλά και στοιχεία που φανερώνουν συνύπαρξη πληθυσμών στο νησί. Η δική μου ομιλία είναι για τα δυτικά στοιχεία που εμφανίζονται στη βυζαντινή ζωγραφική της Κρήτης, δηλαδή χαρακτηριστικά θέματα ή Άγιοι της Δυτικής Εκκλησίας που απεικονίζονται στους κρητικούς ναούς».