Του Παναγιώτη Στάθη
Η λειτουργία του πανεπιστημίου στο Ρέθυμνο από το 1977 αποτέλεσε τον έναν από τους δύο σημαντικότερους πυλώνες ανάπτυξης του τόπου. Ο δεύτερος είναι ο τουρισμός. Όμως, ενώ τα έσοδα από τον τουρισμό επικεντρώνονται κυρίως σε έναν περιορισμένο κύκλο επιχειρήσεων (παροχής καταλυμάτων, εστίασης και διασκέδασης, πώλησης σουβενίρ, παραδοσιακών προϊόντων και κοσμημάτων), η συνεισφορά του πανεπιστημίου στην ανάπτυξη του Ρεθύμνου απλώνεται σε ολόκληρη την οικονομική δραστηριότητα και επεκτείνεται στην παιδεία, τον πολιτισμό και τον αθλητισμό και γενικότερα σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα.
Σήμερα λειτουργούν στο Ρέθυμνο δύο ΑΕΙ: το Πανεπιστήμιο Κρήτης με εννέα τμήματα και το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο με ένα τμήμα. Λειτουργούν επίσης τρία ερευνητικά ιδρύματα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτά τα ΑΕΙ: Κέντρο Ερευνών και Μελετών του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών και Ινστιτούτο Φυσικής Πλάσματος & Λέιζερ. Ο φοιτητικός πληθυσμός και το διδακτικό, ερευνητικό και διοικητικό προσωπικό των παραπάνω ιδρυμάτων πλησιάζουν, αν δεν υπερβαίνουν, τα 9.000 άτομα. Οι περισσότεροι ζουν στην πόλη μας, νοικιάζουν τα σπίτια των ντόπιων, ψωνίζουν στην αγορά για τις καθημερινές ή έκτακτες ανάγκες τους, τρώνε στα εστιατόρια ή διασκεδάζουν στις καφετέριες, τα ρακάδικα και τα μπαρ της πόλης. Αποτελούν επίσης ένα σημαντικό, αν όχι το μεγαλύτερο, τμήμα εκείνων που παράγουν και καταναλώνουν πολιτισμό στο Ρέθυμνο. Επέδρασαν και επιδρούν καθοριστικά και στην κουλτούρα των Ρεθυμνιωτών. Δεν καταλαβαίνουμε εύκολα πόσο σημαντική είναι η συνεισφορά του πανεπιστημίου στην οικονομία και τον πολιτισμό, πόσο μεγάλη είναι η επίδρασή του στην τοπική κοινωνία, επειδή πλέον όλος αυτός ο πανεπιστημιακός πληθυσμός είναι ενσωματωμένος στην ρεθεμνιώτικη κοινωνία. Τον συναντάμε καθημερινά αλλά δεν τον διακρίνουμε, όπως διακρίνουμε τους τουρίστες.
Η ανάπτυξη του πανεπιστημίου στο Ρέθυμνο ανεστάλη την τελευταία δεκαπενταετία λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και λόγω της πολιτικής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας από το 2019 και εξής. Σύμφωνα με στοιχεία της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Κρήτης που αφορούν το σύνολο του πανεπιστημίου σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο, η κρατική χρηματοδότηση για εκπαιδευτικούς και λειτουργικούς σκοπούς το 2024 είναι μειωμένη κατά 58,62% σε σχέση με το 2009 (από περίπου 12 εκατομμύρια ευρώ σε περίπου 5 εκατομμύρια). Στο ίδιο διάστημα οι καθηγητές μειώθηκαν κατά 8,76% (από 502 σε 458) και το ερευνητικό και διοικητικό προσωπικό μειώθηκε κατά 22,71% (από 551 σε 422). Και τούτα ενόσω οι εγγεγραμμένοι φοιτητές αυξήθηκαν κατά 39,78% (από 17.489 σε 24.446). Βέβαια μεγάλος αριθμός φοιτητών και φοιτητριών που πετυχαίνουν στο Ρέθυμνο, εγγράφονται αλλά δεν έρχονται να μείνουν στο Ρέθυμνο εξαιτίας της μεγάλης αύξησης του κόστους ζωής, ιδιαίτερα των ενοικίων. Έρχονται μόνον για να δώσουν εξετάσεις στο τέλος των εξαμήνων. Άλλοι/άλλες εγγράφονται αλλά παρατούν τις σπουδές τους στη μέση.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα παρατηρούνται τα τελευταία πέντε χρόνια, εξαιτίας των ρυθμίσεων της (πρώην) υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως. Το 2019 είχε αποφασιστεί η ίδρυση τμήματος Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ρέθυμνο και είχε ιδρυθεί, χωρίς να προλάβει να λειτουργήσει, τμήμα Μουσικών Σπουδών στο ΕΛΜΕΠΑ στο Ρέθυμνο. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κατήργησε και τα δύο νέα αυτά τμήματα. Προκήρυξε ελάχιστες θέσεις μελών ΔΕΠ, λιγότερες από τις αποχωρήσεις. Καθυστερεί επί πέντε χρόνια την υλοποίηση της κατασκευής των νέων φοιτητικών εστιών και του μεγάλου αμφιθεάτρου στην πανεπιστημιούπολη του Γάλλου, έργο του οποίου η χρηματοδότηση είχε εγκριθεί στις αρχές του 2019. Στο ίδιο διάστημα άρχισε για πρώτη φορά από την ίδρυσή του Πανεπιστημίου Κρήτης και του ΕΛΜΕΠΑ να μειώνεται ο αισθητά ο φοιτητικός πληθυσμός στο Ρέθυμνο, εξέλιξη που οφείλεται σε τρεις ρυθμίσεις της πρώην υπουργού Παιδείας: α) την υπουργική απόφαση για συνολική μείωση των εισακτέων στα πανεπιστημιακά τμήματα του Ρεθύμνου κατά 258 φοιτητές το 2022 που διατηρήθηκε και τα επόμενα χρόνια, β) τη διαγραφή των φοιτητών μετά το πέρας ν+2 ετών σπουδών (μολονότι πολλοί και πολλές φοιτητές/φοιτήτριες καθυστερούν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους επειδή πλέον αναγκάζονται να εργάζονται για να ανταποκριθούν στις δαπάνες διαβίωσής τους και μολονότι η συνέχιση της φοίτησης μετά το πέρας των ν+2 ετών δεν κοστίζει τίποτε στο δημόσιο), γ) τη θέσπιση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) στο πανεπιστήμιο που είχε ως αποτέλεσμα να μείνουν πολλές κενές θέσεις εισακτέων. Συγκεκριμένα, στα πανεπιστημιακά τμήματα του Ρεθύμνου το 2021 έμειναν κενές 474 θέσεις (από τις 2.139 εισακτέων), το 2022 έμειναν κενές 392 θέσεις (από τις 1881 εισακτέων) και το 2023 έμειναν κενές 566 θέσεις (από τις 1.931 θέσεις εισακτέων). Συνεπώς, τα τρία τελευταία χρόνια λόγω της ΕΒΕ εισήχθησαν στο Ρέθυμνο 1.931 λιγότεροι φοιτητές από όσους προβλεπόταν.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για να θεραπεύσει το πρόβλημα του μαθητικού πληθυσμού που δεν κατορθώνει να εισαχθεί στα ΑΕΙ της χώρας, ένα πρόβλημα που η ίδια επέτεινε κατά πολύ με τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις, φέρνει προς ψήφιση το νομοσχέδιο για την ίδρυση «μη κρατικών», κατ’ ουσία ιδιωτικών, «πανεπιστημίων». Η ψήφιση του νομοσχεδίου θα βάλει ταφόπλακα στα πανεπιστημιακά τμήματα του Ρεθύμνου, καθώς οι νέοι άνθρωποι θα προτιμήσουν να πληρώσουν για να φοιτήσουν σε κάποια σχολή υψηλής ζήτησης (για παράδειγμα νομικά ή ψυχολογία) σε ιδιωτικό «πανεπιστήμιο» της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης παρά να φοιτήσουν σε κάποια σχολή χαμηλής ζήτησης στο Ρέθυμνο, δαπανώντας μάλιστα για τη διαβίωσή τους ένα ποσό που συνολικά δεν θα υπολείπεται πολύ από τα δίδακτρα σε ένα ιδιωτικό «πανεπιστήμιο». Βαθμιαία τα πανεπιστημιακά τμήματα του Ρεθύμνου είτε θα κλείσουν είτε θα φυτοζωούν με μικρό αριθμό φοιτητών, σχεδόν αποκλειστικά Κρητικών.
Κάποτε, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 οι Ρεθυμνιώτες και οι Ρεθυμνιώτισσες αγωνίζονταν για να εγκατασταθεί και να αναπτυχθεί το Πανεπιστήμιο στο Ρέθυμνο. Στις πρώτες καταλήψεις που έγιναν στο Πανεπιστήμιο στα Περιβόλια, το 1979, οι ντόπιοι μαγείρευαν και πήγαιναν φαγητό στους καταληψίες φοιτητές. Μου προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η συμμετοχή των ντόπιων στις εκδηλώσεις και τις κινητοποιήσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας ενάντια στο νομοσχέδιο για την ίδρυση ιδιωτικών «πανεπιστημίων» είναι τόσο ισχνή. Και τούτο, σε πλήρη αντίθεση με τη μαζική συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις ενάντια στην υποβάθμιση του νοσοκομείου της πόλης. Φοβάμαι ότι δεν έχει γίνει αντιληπτό πόσο καταστροφική θα είναι για την οικονομία και την πολιτιστική ζωή του Ρεθύμνου η ίδρυση ιδιωτικών «πανεπιστημίων» και η συνεχιζόμενη υποβάθμιση των πανεπιστημιακών τμημάτων της πόλης. Αναρωτιέμαι μήπως πολλοί και πολλές σκέφτονται ότι, εφόσον ιδρυθούν ιδιωτικά πανεπιστήμια, τα παιδιά τους θα έχουν τη δυνατότητα να φοιτήσουν σε αυτά εάν αποτύχουν να εισαχθούν στα δημόσια ΑΕΙ. Δυστυχώς φοβούμαι ότι σε λίγα χρόνια το πλήγμα που θα επιφέρει στην οικονομία του Ρεθύμνου η παρακμή των πανεπιστημιακών τμημάτων του θα καταστήσει εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι μηδενική, τη δυνατότητα των περισσότερων κατοίκων της ευρύτερης περιοχής να σπουδάσουν τα παιδιά τους είτε σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο είτε σε μια πόλη εκτός Κρήτης.
Παναγιώτης Στάθης
(μέλος της Νέας Αριστεράς Ρεθύμνου)