Μια από τις κατηγορίες που προσάπτονται στα ΜΜΕ και ιδιαίτερα στην τηλεόραση όταν χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς είναι η υποβάθμιση του πολιτικού (δια)λόγου. Αυτό σχετίζεται κυρίως με δυο διαστάσεις της τηλεοπτικής πραγματικότητας: η πρώτη είναι η κυριαρχία της εικόνας επί του λόγου και η δεύτερη ο περιορισμένος και άρα ακριβός τηλεοπτικός χρόνος. Το αποτέλεσμα δεν περιορίζεται στην αυτό-υποβάθμιση των πολιτικών στον ρόλο ηθοποιών για να παρουσιάζονται οι τελευταίοι «καλύτεροι» στο «γυαλί». Τα στενά χρονικά περιθώρια που παρέχει το «γυαλί», αναγκάζουν (ή ενίοτε διευκολύνουν) τους πολιτικούς στο να συμπυκνώσουν τις πολιτικές τους θέσεις, στάσεις και αντιλήψεις στο επίπεδο της απλοϊκής και εύληπτης συνθηματολογίας.
Όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός της «συνθηκολόγησης» και του συμβιβασμού ενός πολιτικού με τις προϋποθέσεις και τους όρους που επιβάλει η τηλεόραση, τόσο πιο περιζήτητος καλεσμένος γίνεται. Είναι γεγονός ότι όσο περισσότερο συμβάλλουν ορισμένοι πολιτικοί στην τηλεθέαση και την επιβίωση των καναλιών τόσο περισσότερο είναι εγγυημένη η συστηματική προβολή των ίδιων. Άλλωστε, δεν μπορεί να είναι τυχαίο το ότι διαχρονικά προβάλλονται συγκεκριμένα πολιτικά στελέχη (οι λεγόμενοι τηλεμαϊντανοί) ανεξαρτήτως του χώρου από τον οποίο προέρχονται. Ωστόσο θα ήταν ρηχός αφορισμός το να ψέξει κανείς αποκλειστικά τους πολιτικούς που αναζητούν έστω και με αυτόν τον τρόπο τη δημοσιότητα. Άλλωστε η αναγνωρισιμότητά τους από το ψηφοφόρους αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την επιτυχημένη συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία.
Τα τελευταία χρόνια όμως, η διάδοση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης παρέχει στους πολιτικούς μία σειρά νέων εργαλείων για να προσεγγίσουν και να επικοινωνήσουν με τους πολίτες. Η χρήση των εργαλείων αυτών διασφαλίζει αν μη τι άλλο την αδιαμεσολάβητη πρόσβαση στο εκλογικό σώμα πέρα και έξω από τους όρους και περιορισμούς που επιβάλλονται από τους ιδιοκτήτες των καναλιών και μάλιστα κατά τρόπο διαλεκτικό: ενώ η οργισμένη αντίδραση του πολίτη-τηλεθεατή που απαντά στον τηλεοπτικό πολιτικό διά της ανοικτής παλάμης γίνεται αντιληπτή μόνο στο χώρο φυσικής παρουσίας του, τα σχόλια που μπορεί να αναρτήσει ο κάθε ενδιαφερόμενος ως απάντηση σε μία διαδικτυακή δημοσίευση ενός πολιτικού είναι άμεσα διαθέσιμα για να αναγνωσθούν και από τον ίδιο τον πολιτικό και από τους υπόλοιπους πολίτες. Συνεπώς θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι συνολικά η διαδικασία του πολιτικού διαλόγου θα εμφανιζόταν αναβαθμισμένη. Είναι όμως έτσι;
Δυστυχώς στην πράξη οι ελπίδες διαψεύδονται. Τα πλέον αναγνωρίσιμα πολιτικά πρόσωπα, αυτά με τους πολλούς ακολούθους, αναλώνουν κυρίως τη διαδικτυακή τους παρουσία σε άνευ πολιτικής ουσίας ανακοινώσεις, σε ρηχές μεταξύ τους αντεγκλήσεις και απλουστευμένες απλές αναφορές σε σύνθετα πολιτικά ζητήματα. Καθώς οι σύγχρονες κοινωνίες αντιμετωπίζουν ολοένα και πιο περίπλοκα προβλήματα και πολυδιάστατες προκλήσεις, οι πιο σοβαροί πολιτικοί πασχίζουν να επικοινωνήσουν με τους πολίτες γνωστοποιώντας τις πολιτικές απόψεις τους, ευνουχισμένες, στους 140 χαρακτήρες του Twitter. Άλλοι πάλι, απλώς συνθηματολογούν ενίοτε χυδαία, προκειμένου να φανούν αρεστοί σε τμήματα του εκλογικού σώματος, παράγοντας κυνικό λαϊκισμό. Μάλιστα, το πρόβλημα λαϊκισμού των 140 χαρακτήρων δεν περιορίζεται στους εγχώριους πολιτικούς. Στους πρώτους 6 μήνες της αμερικανικής προεδρίας, ο Τραμπ μπορεί να μην κατάφερε να νομοθετήσει καμία από τις βασικές προεκλογικές του δεσμεύσεις, όμως πρόλαβε να αναρτήσει 991 tweets, κάποια από τα οποία έριξαν χρηματιστήρια και άλλα που έκαναν διπλωμάτες ανά τον κόσμο να τρέχουν για «να σώσουν ο,τιδήποτε αν σώζεται».
Εν κατακλείδι, το πρόβλημα της πολιτικής επικοινωνίας δεν είναι το μέσο που μεταδίδει το μήνυμα, αλλά το μήνυμα αυτό καθεαυτό και ο παραγωγός του. Από τη μία πλευρά, συχνότατα αποδεικνύεται ότι το λακωνίζειν των 140 χαρακτήρων δεν ταυτίζεται με τη φιλοσοφία: αντιθέτως, αποτελεί δημόσια προβολή λαϊκισμού, επιπολαιότητας και κενότητας του λόγου των πολιτικών. Από την άλλη πλευρά, ευτυχώς, η κενότητα αυτή αρχειοθετείται πλέον ψηφιακά και είναι εύκολα διαθέσιμη στο διηνεκές, αποτελώντας ένα εμπειρικό μέτρο αξιολόγησης των πολιτικών οι οποίοι την καταχρώνται.
* O Δημήτρης Βυζιργιαννάκης είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης