Δεσπόζουσα μορφή της επανάστασης του 1821 ο Θ. Κολοκοτρώνης. Ηγέτης, ο οποίος αυτό που ήξερε να κάνει από παιδί, ήταν να πολεμά και να σκοτώνει Τούρκους. Και το άθλημα φαίνεται το γνώριζε πολύ καλά. Το επώνυμο του ήταν παρατσούκλι του προπάππου του και σημαίνει αυτόν που έχει δυνατά, σκληρά σαν κοτρώνα (πέτρα) οπίσθια, επειδή τον πυροβόλησαν τουρκαλβανοί στα οπίσθια και δεν έπαθε τίποτα. Το πρώτο επώνυμό τους ήταν Τζεργίνης. Οι Κολοκοτρωναίοι είχαν 150 ετοιμοπόλεμους άνδρες στην έναρξη της επανάστασης. Από έμβρυο ήταν κυνηγημένος από τους Τούρκους. Γεννιέται κάτω από ένα δένδρο από τη μάνα του Ζαμπία Κωτσάκη, κρητικής καταγωγής μεταναστών από Κρήτη, κατά κάποιους ερευνητές. Ο πατέρας του σκοτώθηκε σε μάχη με Τούρκους. Είχε 12 αδέλφια. Δύο αδελφοί του αιχμαλωτίσθηκαν. «Αδελφή του είχε απαχθεί σε παιδική ηλικία από Τούρκους στην Αλβανία, εξισλαμίσθηκε και παντρεύτηκε Ιμάμη (σ.σ. ιερέα Μωαμεθανών)».
Η γυναίκα του Αικατερίνη Καρούτσου πέθανε το 1820, αφήνοντας ορφανά τα 4 παιδιά του: (Ιωάννης–Γενναίος: Οπλαρχηγός, Αξιωματικός-Πρωθυπουργός, γαμβρός Τζαβέλα. Πάνος: Οπλαρχηγός, διανοούμενος, μαθηματικός, γαμβρός Μπουμπουλίνας. Κωνσταντίνος: Οπλαρχηγός, νομικός, Υπουργός και η κόρη του Ελένη). Ο γιός του Πάνος σκοτώθηκε στον εμφύλιο. Η δεύτερη γυναίκα του Μαργαρίτα, ήταν δόκιμη Μοναχή, που γνώρισε όταν στον εμφύλιο ήταν φυλακισμένος στο μοναστήρι της Ύδρας. Έκανε ένα γιο αργότερα μαζί της, τον οποίο αναγνώρισε με διαθήκη του και του έδωσε το όνομα του σκοτωμένου γιού του Πάνου και έγινε Αξιωματικός και διοικητής της σχολής Ευελπίδων.
Υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τον Κολοκοτρώνη από τον φιλέλληνα ιατρό-συνταγματάρχη Elster J.D., που πολέμησε στην Επανάσταση το 1822. Συνάντησε τον στρατηγό και τον περιγράφει ως εξής: «Ήταν απέναντι στον στρατό του φοβερά αυστηρός και γι’ αυτό δεν τον αγαπούσαν ή τον εκτιμούσαν αλλά τον φοβόντουσαν. Ήδη η σχεδόν πάντοτε σκοτεινή του όψη, η βάρβαρη και αδίστακτη συμπεριφορά στον καθένα που έπεφτε στη δυσμένειά του, έκανε όλους να υπακούν στις διαταγές του και κανένας δεν τολμούσε παρουσία του, έστω με μια λέξη ή μορφασμό να εναντιωθεί στη θέλησή του. Τον είδα πολλές φορές.
Το χρώμα του προσώπου του ήταν βρόμικο, κίτρινο-καφέ. Από το κάτω σαγόνι πρόβαλλε ένα μεγάλο δόντι, που του έδινε μια πεισματάρικη όψη. Σε αυτό ταίριαζαν και τα δυο μικρά μαύρα μάτια .…και του έδιναν ένα ασίγαστο πείσμα.… Συνήθως φορούσε ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο που οι γραμμές του ήταν από ασήμι και χρυσάφι …. το είχε πάρει από έναν Τούρκο πασά που είχε σκοτώσει ο ίδιος ….δεν μπορούσες, δικαίως, να πεις πολλά κολακευτικά, εντούτοις πρέπει να ονομαστεί ήρωας. Πολεμούσε πάντοτε όταν οδηγούσε τον στρατό του στην πρώτη γραμμή και έδινε με το παράδειγμά του το κουράγιο και τη γενναιότητα σε όλους. Έτσι έγινε γρήγορα το όνομά του ο τρόμος των Τούρκων, όπως ήταν και των Ελλήνων .… Το μίσος του και την εκδίκησή του τη φοβόντουσαν όλοι, γιατί όταν τους τσάκωνε, δεν υπήρχε σωτηρία. Πλάι στην τσιγκουνιά και στη φιλαργυρία κυριαρχούσε στη σκοτεινή ψυχή του πάντοτε και η αυταρχικότητα.
Μισούσε την Κυβέρνηση και τους ξένους… Είχε αρκετό μυαλό για να αναγνωρίζει την υπεροχή των δοκιμασμένων, σε τόσες μάχες και πολέμους, ευρωπαίων αξιωματικών.… σπανίως δεχόταν ξένους στον στρατό του. Και όταν αυτό γινόταν, έπρεπε αυτοί να ντυθούν αμέσως ελληνικά…». Βλ. Το τάγμα των Φιλελλήνων, Ιστορική Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδας, σσ. 68-70, Αθήνα 2010).
Τον χαρακτήριζε μια απλή αλλά βαθιά χριστιανική πίστη, όπως και τους περισσότερους Ήρωες του 1821, η οποία ήταν έντονα ευδιάκριτη στα λόγια και στα έργα του, η οποία τον βοηθούσε να τολμά, να επιχειρεί, να παίρνει ακραίες και ριψοκίνδυνες αποφάσεις πέρα από τα όρια της λογικής. Στο κτήμα το οποίο του παραχωρήθηκε στο Ναύπλιο και ήταν το σπίτι του, είχε δική του Εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα.
Ο Κολοκοτρώνης στην ομιλία του στην Πνύκνα αναφέρει: «Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ….αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακριά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!…Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος».
Όταν στα Δερβενάκια πολλοί από φόβο δεν ερχόταν να πολεμήσουν. Ο Κολοκοτρώνης στέλνει τελάλη στο Άργος και προειδοποιούσε ότι όποιοι μπορούν να φέρουν όπλα και δεν συμμετέχουν, θα γυρίσει στο Άργος και θα τους κρεμάσει στα δένδρα της πόλης. Μετά απ’ αυτό οι ίδιες οι γυναίκες προέτρεπαν τους άνδρες τους να φύγουν για τα Δερβενάκια γιατί ήξεραν ότι θα το έκανε.
Όταν μπήκαν στην Τριπολιτσά, μετά την κατάληψή της, με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, έφιπποι, αναφέρει ότι τα άλογά τους δεν πάτησαν στο έδαφος από τα πτώματα των 30.000 νεκρών Τούρκων στους δρόμους.
Για τον πανικό από την έλευση του Ιμπραήμ αναφέρει: «Τίποτα δεν εφοβήθηκα – ούτε εις τας αρχάς ούτε εις τον καιρό του Δράμαλη, όπου ήρθε με 30 χιλιάδες στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ, μόνον εις το προσκύνημα εφοβήθηκα». «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», ήταν το σύνθημα του για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ και των προσκυνημένων Ελλήνων.
Την καταδίκη του προδότη οπλαρχηγού Νενέκου, υπέγραψε μέσα σε εκκλησία, αφού πρώτα ζήτησε συγχώρηση από την Παναγία, όπως αναφέρει. Τον εκτέλεσε ξάδελφος του Νενέκου, για να αποσείσει την ντροπή από την οικογένεια, η οποία άλλαξε όνομα και δεν υπάρχει σήμερα.
Τόνιζε, ότι είναι ευκολότερο να διοικείς 40.000 τακτικό στρατό από 500 ατάκτους, γιατί σ’ αυτούς πρέπει να μεταχειρίζεσαι πολλές μεθόδους, άλλοτε την απειλή και άλλοτε τον έπαινο ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του καθενός και να φροντίζεις για όλα.
Όταν μετά την απελευθέρωση τον ρώτησαν με ποιους είναι, με τους Άγγλους, τους Γάλλους ή τους Ρώσους απάντησε: «Ούτε Αγγλόφιλος, ούτε Γαλλόφιλος, ούτε Ρωσόφιλος, αλλά Θεόφιλος, γιατί σαν τον Θεό κανείς δεν αγαπά την Ελλάδα!».
Επί αντιβασιλείας Όθωνα με ραδιουργίες των Μαυροκορδάτου και Κωλέττη σύρεται σε δίκη για προδοσία. Στο δικαστήριο αναφέρει: «Κρατάω 49 χρόνους στο χέρι το σουλντάδο (ντουφέκι) και πολεµώ για την πατρίδα… πολεµούσα νύχτα-µέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιµήθηκα µια ζωή. Είδα τους συγγενείς µου να πεθαίνουν, τ’ αδέρφια µου να τυραννιούνται και τα παιδιά µου να ξεψυχάνε προστά µου. Μα δεν δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά µας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω».
Καταδικάζεται σε θάνατο. Στο άκουσµα της ποινής ο λαός αγανακτεί, ενώ ο Κολοκοτρώνης κάνει τον σταυρό του λέγοντας: «Κύριε ελέησον. Μνήσθητί µου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Κάποιος από το ακροατήριο του φωνάζει «άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ. «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που µε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια» θα απαντήσει. ∆ίπλα του ο Πλαπούτας είναι πολύ ταραγµένος και δάκρυα κυλούν από τα µάτια του. Ο Κολοκοτρώνης τον κοιτά µε συµπόνια: «∆εν λυπάµαι για τον εαυτό µου, αλλά γι’ αυτόν εδώ που έχει επτά κόρες», (σ.σ. είχε και έναν γιο). Ο Όθωνας ευτυχώς, τρεις µέρες µετά τη δίκη, δίνει εντολή να µετατραπεί η ποινή των στρατηγών σε 20ετή φυλάκιση. Όταν τον Μάιο του 1835 ο Όθων ενηλικιώθηκε, η πρώτη πράξη που υπέγραψε ήταν η αποφυλάκιση του «Γέρου του Μοριά» και των άλλων αγωνιστών. Ακολούθως θα τον διορίσει σύµβουλο της Επικρατείας. «Ο λαός ακόµη και τώρα έχει την ανάγκη σου» θα του πει ο µονάρχης.
Ο Παναγιώτης Σούτσος στον επικήδειο λόγο του, στο θάνατο του Κολοκοτρώνη το 1843 προφητικά αναφέρει : «το χέρι του άσημου εκείνου παιδιού, μετά από λίγο χτύπησε την οθωμανική αυτοκρατορία η οποία δύσκολα θα σηκωθεί από το χτύπημά του…».
Τιμή, δόξα και ευγνωμοσύνη στον πρωτομάστορα αυτόν της λευτεριάς, τον πραγματικό πατριώτη και πρότυπο Έλληνα.
* Ο Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης είναι διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών (Αναδημοσίευση κειμένου από εφ. Πατρίς Ηρακλείου)