Οι Ρεθεμνιώτες ανήσυχοι ακούνε τα νέα και …σταυροκοπιούνται.
-Τι θα γίνει; Αντί για καλύτερα πάμε χειρότερα. Ανεργία, μαζικές απολύσεις, φτώχεια στην υγεία, στην παιδεία, στην αξιοπρέπεια, παντού. Θάμπωσε ο ορίζοντας σ’ αυτή τη γη που γέννησε το φως το φυσικό και το πνευματικό, τη γνώση, τη χαρά της ζωής, τη δημοκρατία.
Το μέλλον διαγράφεται επιεικώς «μελαγχολικό».
Στο δρόμο οι φίλοι με χαιρετούν:
-Πως τα βλέπεις; Ρωτώ.
-Δόξα τω θεώ μου απαντούν οι περισσότεροι. Την υγειά μας να χουμε, τα άλλα θα φτιάξουνε σιγά – σιγά.
-Μακάρι, αλλά … βλέπεις εσύ τίποτα να φτιάχνει; Ρώτησες να μάθεις τι έχουν ήδη υπογράψει για το μέλλον;
-Ίσως το …πλεόνασμα, ψελλίζει ό άλλος αλλά η φωνή του φανερώνει τους φόβους του.
Φυσούσε εκείνη τη μέρα στο Ρέθυμνο. Το πέλαγος ήτανε βαθύ, σκούρο, αγριεμένο και άφιλο, λες και δεν άκουγε τα εκατομμύρια μαντινάδες που απαγγέλλουν για χάρη του οι συμπατριώτες μας. Μαντινάδες ατελείωτες, με ομοιοκαταληξίες, παρομοιώσεις, συνηχήσεις και σκωπτική, παιχνιδιάρικη διάθεση καμιά φορά. Μαραίνονται τα δελφίνια μας στη Μεσόγειο, καθώς διαισθάνονται πως χημικά απόβλητα ετοιμάζονται να τους ρίξουν.
-Έλα καημένε, με τα δελφίνια θ’ ασχολούμαστε τώρα; Το θέμα είναι να σωθούν οι τράπεζες, να πετύχει η ανακεφαλαιοποίηση!
Όμως ο απλός άνθρωπος δεν ξέρει από «ανακαιφαλαιοποίηση» και τέτοια (ώ! Θεέ μου, ΑΝ ήξερε!).
Τα όνειρα μαραίνονται όταν η ψυχή είναι διψασμένη. Σταγόνα – σταγόνα μας επιτρέπουν τη ζωή, μας έχουν καταδικάσει σε μόνιμη δίψα.
«Ψυχραιμία», είναι η λέξη που μας έρχεται στα χείλη. Διατηρείστε την ψυχραιμία σας. Η ζωή μοιάζει να δυσκολεύει ολοένα. Όλοι γνωρίζουν για το «δίκαιο του ισχυροτέρου», αλλά επιτέλους πρέπει να αντιληφθούμε πως υπάρχει και «το δίκαιο του αδυνάτου», υπάρχει και η νίκη του Δαυίδ επί του Γολιάθ. Τα πιο μεγάλα όνειρα, τα κάνεις όταν όλα έχουν δυσκολέψει πολύ και το πράγμα έχει στενέψει τόσο που δεν πάει άλλο. Τότε τα όνειρα τα στέλνουμε να ταξιδέψουν με άσπρα καράβια τρικάταρτα, με όλα τα πανιά ανοιγμένα.
-Όρτσα τα πανιά!
-Λέγκω, Λέγκω, μου σπαράζεις τη καρδιά.
-Λέγκω, Λέγκω, μου πληγώνεις τη χαρά.
Ο μεσόκοπος άντρας με το κασκόλ διέσχισε την απόσταση από το παλιό λιμάνι μέχρι την Εμμανουήλ Βερνάρδου. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον περήφανο -μα λαβωμένο από το χρόνο- μιναρέ της Νερατζέ.
-«Χαρούμενα καμπαναριά, θλιμμένοι μιναρέδες», θυμήθηκε και μουρμούρισε το στίχο του Καλομενόπουλου.
-Μην επιμένεις, μη με πιέζεις, μονολόγησε (μιλούσε στον εαυτό του). Δεν θέλω να σκέφτομαι. Δεν νομίζω πως αξίζει τον κόπο. Γιατί να υποβάλω τον εαυτό μου σε τέτοια δοκιμασία; Πρώτα – πρώτα, αν αρχίσω να σκέφτομαι θα πρέπει να είμαι ειλικρινής, και αυτό περιέχει από μόνο του μια σημαντική δυσκολία. Πώς να είσαι σήμερα «ειλικρινής» με τον εαυτό σου αφού για να επιβιώσεις, συνεχώς καταφεύγεις στην αυταπάτη; Ασφαλώς και δεν πρόκειται να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου όταν το μόνο που διαθέτω είναι «ελπίδες χωρίς αντίκρισμα»! Αντί να σκέφτομαι προτιμώ να ονειρεύομαι. Από λόγια έχω χορτάσει, είναι αλήθεια. Πρωτογενές πλεόνασμα, σου λέει ο άλλος! Πλεόνασμα δυστυχίας, έτσι θα το ‘λεγα εγώ.
-Προσπάθησα να ξεπεράσω την πραγματικότητα, δεν είναι πάντα εύκολο όμως. Δεν είναι δυνατό, δεν είναι απλό. Έκανα όνειρα. Όνειρα ωραία, σαν άσπρα καράβια που διασχίζουν τις θάλασσες.
Ο άντρας διέσχισε μερικά ακόμη σοκάκια κι έφτασε στο Μακρύ Στενό.
-Μας χρειάζονται φρέσκα μυαλά, φρέσκιες ιδέες μουρμούρισε, ίσα που ακουγόταν, ενώ ο παγωμένος άνεμος του μαστίγωνε το πρόσωπο.
– «Άσπρα καράβια τα όνειρά μας»… Το παλιό τραγουδάκι του ερχόταν στο νου χωρίς να ξέρει γιατί. Αυτή είναι η Ελληνική μελαγχολία, και είναι προάγγελος για κάτι μεγάλο που -κάτι μου λέει – πως ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ!
*Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός