Προ ημερών, ξεκίνησα για ένα απογευματινό περίπατο στην πόλη. Πάρκαρα το αυτοκίνητό μου στη Μαρίνα και ανέβηκα προς την οδό Κουντουριώτη. Tα αυτοκίνητα είχαν διπλοπαρκάρει στη λεωφόρο. Οι οδηγοί της πρώτης σειράς απολάμβαναν τον καφέ τους στις κεντρικές καφετέριες, έκαναν τα ψώνια τους και κουρευόταν στα παρακείμενα κομμωτήρια. Οι οδηγοί της δεύτερης, με τα αλάρμ ανοιχτά, είχαν πάει για ανάληψη στα ΑΤΜ των Τραπεζών που βρίσκονται απέναντι, ή για «να πάρουν κάτι, σταματούν μόνο δύο λεπτά», από ένα παρακείμενο κατάστημα. Η κυκλοφορία στη λεωφόρο είχε περιοριστεί στη μισή λωρίδα, και τα διερχόμενα αυτοκίνητα περνούσαν με δυσκολία. Κατέβηκα από το Καμαράκι και βγήκα στην παραλία. Πέρασα όλη την Ελευθερίου Βενιζέλου, έχοντας στο πλάι μου δεκάδες αυτοκίνητα, που τη χρησιμοποιούσαν σαν χώρο στάθμευσης.
Συνέχισα προς την παλιά πόλη, που ήταν ανοιχτή λόγω χειμώνα, για τα αυτοκίνητα και τα μοτοποδήλατα. Στην στροφή της Αρκαδίου, παρά λίγο να έχω μια «συνάντηση» με ένα αυτοκίνητο, που την κατέβαινε με μεγάλη ταχύτητα, καταπονώντας τις αναρτήσεις του στο λιθόστρωτο οδόστρωμα. Ευτυχώς δεν τραυματίστηκα, ούτε λερώθηκα και αποφάσισα να βαδίσω προς τον Πλάτανο. Τον πέρασα σχετικά γρήγορα και ανώδυνα αλλά, λίγο πιο πάνω, μόλις διέφυγα από ένα «ντιλιβερά» που οδηγούσε ανάποδα, με κατεύθυνση την Κρήνη Ριμόντι.
Κατέληξα στη μισοφωτισμένη Πλατεία Μικρασιατών. Εκεί, είχαν παρκάρει τουλάχιστον πενήντα αυτοκίνητα συμπολιτών μας, που παρακολουθούσαν διάφορες εκδηλώσεις στο Σπίτι του Πολιτισμού και στο Ωδείο και είχαν έρθει εποχούμενοι. Πιθανώς, ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονταν και μερικοί που: «ήταν κάθετα αντίθετοι με τη δημιουργία του υπόγειου γκαράζ στους Τέσσερις Μάρτυρες, για να αποθαρρύνονται όσοι θέλουν να φέρουν τα αυτοκίνητά τους στην πόλη και για να μείνει ελεύθερος χώρος, η πλατεία». Όσο ελεύθερη είναι σήμερα, με τη ντε φάκτο Λαϊκή της Πέμπτης, με την ουρά των αυτοκινήτων στην είσοδό της τις εργάσιμες ημέρες και ώρες και με τα άτακτα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σε όλη της την επιφάνεια.
Για να πω την αλήθεια, με φόβισε λίγο το μισοσκόταδο της Πλατείας Μικρασιατών, με τους «ζωγραφισμένους» τοίχους της και βγήκα ξανά στην Τίτου Πετυχάκη. Αναρωτήθηκα πόσο διαφορετική θα ήταν η εικόνα της, αν είχε πέντε έξι «μαγαζάκια» που θα δημιουργούσαν κίνηση πεζών και ζωή στο χώρο.
Άρχισα να ανεβαίνω την Εθνικής Αντιστάσεως. Στο ύψος της Γοβατζιδάκη, είχε παρκάρει ένα βανάκι πάνω στο πεζοδρόμιο που εμπόδιζε την άνοδο των υπολοίπων αυτοκινήτων. Ένα διερχόμενο όχημα κόρναρε αρκετά λεπτά, βγήκαν όλοι οι περίοικοι στα παράθυρα και κάποια στιγμή ήρθε και ο ιδιοκτήτης του βαν. Χωρίς να κοιτάξει κανένα, μπήκε μέσα και έβαλε μπροστά. Με το γκάζι σανιδωμένο και το βλέμμα στο άπειρο, ανέβηκε το λιθόστρωτο της Εθνικής Αντιστάσεως και χάθηκε στη νύχτα.
Πέρασα την Μεγάλη Πόρτα και έστριψα αριστερά. Δίπλα στους Τέσσερις Μάρτυρες, στη θέση που χρησιμοποιείται για τη στάθμευση μόνο αναπηρικών αυτοκινήτων, βρισκόταν ένα αυτοκίνητο συμπολίτη μας, με τα αλάρμ αναμμένα. Μετά μερικά λεπτά, εμφανίστηκε φορτωμένος με σακούλες από το διπλανό σουπερμάρκετ. Ήταν δυνατός και χωρίς ίχνος αναπηρίας. Άνοιξε το πορτ μπαγκάζ και άρχισε να τις τακτοποιεί. Κάποιος άλλος, είχε παρκάρει πάνω στο πλακόστρωτο της εκκλησίας. Προσπαθώντας να φύγει τον πιτσίλισε με τα νερά που σήκωσε από τις λακκούβες, το αυτοκίνητό του. Αυτός, τέλειωσε το φόρτωμα εκνευρισμένος και πήρε την Γερακάρη. Τον συνάντησα ξανά σταματημένο, λίγο πριν το Δημαρχείο. Εκεί, μερικά αυτοκίνητα του είχαν κλείσει το δρόμο με τα αλάρμ αναμμένα, και τους οδηγούς στο τιμόνι. Περίμεναν τα παιδιά τους, να τελειώσουν το μάθημα στο παρακείμενο φροντιστήριο. Δύο κυρίες μάλιστα, είχαν βγει από αυτά και συζητούσαν καπνίζοντας, με καφέδες σε κύπελλα μιας χρήσεως στο χέρι, για την έλλειψη χρημάτων, τις δύσκολες ημέρες και την Κρίση που περνά η Κοινωνία μας. Τους ζήτησε να βγάλουν τα αυτοκίνητά τους για να περάσει, τον κοίταξαν επιτιμητικά και απαίτησαν, «να περιμένει τρία λεπτά, τελειώνει το μάθημα». Έγινε ένας μικρός καυγάς που κινδύνεψε να πάρει διαστάσεις, αλλά ευτυχώς, οι κανακάρηδές τους ήρθαν έγκαιρα και ο δρόμος άνοιξε.
Κατέβηκα ξανά προς την παραλία και κατευθύνθηκα προς τη Μαρίνα, απογοητευμένος και προβληματισμένος.
Σκέφτομαι, μετά από όλα όσα είδα, να ενώσω τη φωνή μου με αυτούς που ζητούν έμμεσα ή άμεσα από το Δήμαρχο: «Να καταργήσει τις άχρηστες μονοδρομήσεις, να ξηλώσει τους επικινδύνους ποδηλατοδρόμους και την ελεγχόμενη στάθμευση, να βάλει κάποιον να βοηθά τη στάθμευση στην πλατεία Μικρασιατών, την Κουντουριώτη και την παραλία, να χαμηλώσει τα πεζοδρόμια της Εθνικής Αντιστάσεως για να μπορούμε να σταματούμε για λίγη ώρα χωρίς να την κλείνουμε και, Δημοτικές εκλογές έρχονται, να δημιουργήσει μια Υπηρεσία που θα παραλαμβάνει τα παιδιά από τα φροντιστήρια και θα τα παραδίδει στα σπίτια τους, για να μη περιμένουν με τις ώρες οι γονείς τους έξω από αυτά και κλείνουν τους δρόμους».
Σκέφτομαι επίσης ότι πρέπει γενικότερα, να του ζητήσουμε να φροντίσει για την άνετη κυκλοφορία και τη στάθμευση των αυτοκινήτων μας οπουδήποτε στην πόλη, αφού διαφωνούμε με την κατασκευή των γκαράζ, αφού το μονοπώλιο του ΚΤΕΛ δεν θεωρεί συμφέρουσα τη Δημοτική Συγκοινωνία και αφού παίρνουμε το αυτοκίνητό μας, ακόμη και προκειμένου να «πεταχτούμε για τσιγάρα»;
Διότι, για όλα τα παραπάνω δεν έχουμε ευθύνη εμείς οι κάτοικοι της πόλης, αλλά φταίνε όλοι οι άλλοι. Φταίει ο Δήμος που δεν είναι πανταχού παρών, ο δήμαρχος που κάνει έργα, η Κυβέρνηση που εφαρμόζει το Μνημόνιο, τα αεροπλάνα που μας ψεκάζουν, οι διεθνείς δανειστές που μας ξεζουμίζουν και η οικονομική Κρίση που περνούμε.
* Ο Ηλίας Κυριακάκης, ήταν επιχειρηματίας της Πληροφορικής. Σήμερα, ιδιωτεύει, στο Ρέθυμνο