Με τα πολλά, ενέδωσε ο Ασκληπιός
στα επιχειρήματα του Ξένιου Διός,
της Αθηνάς Εργάνης, της Αφροδίτης
και του Κερδώου Ερμή προπάντων
για την αδήριτη ανάγκη να αρθούν
οι λόγω πανδημίας περιορισμοί
στην επικοινωνία των λαών.
Γιατί, κι αν ήταν της Υγείας ο θεός,
«ανάγκα και Θεοί πείθονται», που λένε.
«Ας όψεται η Δήμητρα, η Θεά της γεωργίας,
και όσοι Θεοί δεν στήριξαν τα επαγγέλματα
που ’χαν υπό την υψηλή τους προστασία!»,
μουρμούριζε αναψοκόκκινος, «εμπύρετος».
Μόνο ο υποχθόνιος θεός, ο Πλούτωνας,
κράτησε στάση ουδέτερη, μια και είχε
ούτως ή άλλως σίγουρες «αφίξεις».
* * *
Και άρχισαν να εμφανίζονται
σιγά σιγά οι ξένοι επισκέπτες
και κάπως να μικραίνουν τα κενά
σε πανδοχεία, δρόμους και πλατείες
μουσεία, θέατρα ή χώρους λουομένων
και να μειώνεται το «μείον» στα ταμεία…
Όμως οι ντόπιοι τους αντίκριζαν αμήχανα,
με το χαμόγελο μισό και την ψυχή στο στόμα.
(Άλλο εάν τα έκρυβαν πίσω από προσωπίδες).
Κι έθυαν στο Θεό της Μαντικής Απόλλωνα.
μα αυτός με τα «λοξά» ήξεις – αφήξεις του
τους θάμπωνε το μέλλον περισσότερο!