Της ΜΙΡΑΝΤΑΣ ΠΑΥΛΙΔΟΥ*
Αυτήν τη φορά η εμπειρία από την επίσκεψή μου στο Ρέθυμνο δεν ήταν η πανεμορφιά του τοπίου και η αυθεντικότητα των ανθρώπων. Ούτε η χαρά της συμμετοχής στις αρχαίες παραδόσεις των γάμων και των βαπτίσεων. Ούτε οι αισθησιακοί χοροί πανέμορφων κοριτσιών που μοιάζουν με νεράιδες, σε αντίθεση με τους νευρικούς μαυροφορεμένους αρσενικούς. Η επίσκεψή μου αυτή δεν με ταξίδεψε στο παρελθόν αλλά με προσγείωσε απότομα, χωρίς να είμαι καν προετοιμασμένη, στο παρόν. Σε μια πραγματικότητα ζοφερή για μένα και το παιδί μου, που φοιτήτρια πια κλήθηκε να εγκατασταθεί στη μακρινή φοιτητούπολη του Ρεθύμνου.
Αυτήν τη φορά οι άνθρωποι και η πόλη έδειξαν ένα άλλο πρόσωπο τελείως διαφορετικό από αυτό που ήξερα και απολάμβανα όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η αναζήτηση σπιτιού κατάντησε ένα μαρτύριο. Είδαμε όλα τα παράγωνα, τα βρώμικα, τα σάπια, τα σκοτεινά διαμερίσματα των 17, 20, 25, 27 τ.μ. που μας τα ενοικίαζαν δήθεν επιπλωμένα με ότι παλιοέπιπλο περίσσεψε από το δικό τους σπίτι. Κρεβάτια με στρώματα που πάνω τους κοιμόντουσαν οι προηγούμενοι ένοικοι για πάνω από τέσσερα χρόνια. Ηλεκτρικά φουρνάκια πασαλειμμένα με καμένα λίπη. Ψυγεία με εγκαταλελειμμένα τρόφιμα. Ντουλάπες κομμένες στη μέση για να τρυπώσουν από κάτω τους γραφεία ή την παντελή έλλειψη γραφείου (σε κατ’ εξοχήν φοιτητικό σπίτι). Άβαφα, χωρίς κουρτίνες, χωρίς πλυντήριο, χωρίς συρτάρια, με τυφλό μπάνιο και το κυριότερο χωρίς κεντρική θέρμανση και το ασανσέρ σφραγιστό. Και όλα αυτά (μόνον) για 300 ευρώ το μήνα. Στην καλύτερη περίπτωση 350 ευρώ για ένα δωμάτιο δίκλινο φτηνοξενοδοχείου συμπεριλαμβανομένων των κοινοχρήστων και του wifi (το οποίο βέβαια υποχρεούσαι να εγκαταλείψεις μόλις μπει ο Ιούλιος και αρχίσει ο τουρισμός).
Όταν τελικά αποφασίζεις να κάνεις πέτρα την καρδιά σου και να ενδώσεις, γιατί δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς, (το παιδί σου σε τρεις εβδομάδες αρχίζει μαθήματα), κι έρχεται η συζήτηση στο δια ταύτα, συνειδητοποιείς ότι δεν θα πάρεις απόδειξη παρά για τα μισά χρήματα από αυτά που δίνεις ή/και ότι το ρολόι του ηλεκτρικού ρεύματος δεν μετράει μόνο το δικό σου ρεύμα.
Στο όμορφο Ρέθυμνο, που για να επικοινωνήσεις με τον έξω κόσμο, πρέπει να πάρεις αεροπλάνο ή πλοίο από τα Χανιά ή το Ηράκλειο πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να πας στις πόλεις αυτές με το ΚΤΕΛ και από τον σταθμό των ΚΤΕΛ με άλλο λεωφορείο ή ταξί στο αεροδρόμιο ή στο λιμάνι. Στο Ρέθυμνο, που στο όνομα της κακώς εννοούμενης ανάπτυξης, η ελληνική οικογένεια βαρυγκωμά, εν μέσω κρίσης, για να δώσει στο παιδί της ένα χαρτί που θα το οδηγήσει στην ανεργία ή το διαβατήριο για να φύγει από την Ελλάδα και να ψάξει την τύχη του αλλού, στο εξωτερικό. Στο Ρέθυμνο που οι σχολές του μορφώνουν κάθε χρόνο χιλιάδες ψυχολόγους και κοινωνιολόγους και από αυτούς δεν υπάρχει ούτε ένας στα ελληνικά σχολεία, ούτε για δείγμα, παρ’ όλο που είναι άκρως απαραίτητοι. Χαρούμενοι οι κάτοικοι σου ανακοινώνουν ότι οι τιμές καθορίζονται από την προσφορά και την ζήτηση, αγνοώντας πλήρως ότι πίσω από κάθε συναλλαγή πρέπει να υπάρχει και μια πραγματική αξία.
Το άλλο μου παιδί σπουδάζει στην Αγγλία, θα ήταν περιττό να προβώ σε συγκρίσεις. Με τα ίδια χρήματα το επίπεδο διαβίωσης είναι κλάσεις ανώτερο και αξιοπρεπές. Το κυριότερο όμως είναι ότι αισθάνεσαι ότι σε σέβονται κι αυτό γιατί οι ίδιοι σέβονται τον εαυτό τους…
* Η Μιράντα Παυλίδου είναι εκπαιδευτικός