Από τις μεγάλες μορφές της εποποιίας του 1940 ο Αριστείδης Παναγιωτάκης που έχοντας «ψηθεί» στη λάβα των προηγούμενων πολέμων ήταν ο ιδανικός διοικητής του 44ου Σ.Π.
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ανέλαβε τη διοίκηση του Ι τάγματος και οδηγήθηκε στον κεντρικό τομέα του Αλβανικού Μετώπου.
Λάτρευε τους στρατιώτες του και σαν πατέρας φρόντιζε κυρίως για την ασφάλειά τους. Πολλές φορές αδιαφορώντας για τις καιρικές συνθήκες, έσωζε τους άνδρες του χωρίς να υπολογίζει τη δική του ζωή. Ριχνόταν στη μάχη χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο και παρέσυρε έτσι στη δόξα τους στρατιώτες του, που έπαιρναν θάρρος από την τόλμη του ανωτέρου τους.
Η εμπειρία του επίσης του έδινε μεγάλη αυτοπεποίθηση όταν επρόκειτο να αιτιολογήσει μια απόφασή του στους ανωτέρους.
Είναι γνωστό ότι στις επιχειρήσεις της Τρεμπεσίνας αρνήθηκε να δεχθεί την επίθεση από το ύψωμα 1923 ως ακατάλληλο και μπροστά στις προτροπές του συνταγματάρχη Κραουνάκη έσχισε τα γαλόνια του. Τέλος επικράτησε η γνώμη του, καταλήφθηκε ο αυχένας και συνελήφθησαν 225 αιχμάλωτοι Ιταλοί με τον μονόχειρα διοικητή τους!
Κι ήρθε η κατάρρευση του μετώπου.
Στις 13 Απριλίου γύρω στις 11 η ώρα, στάλθηκε στο τάγμα του Παναγιωτάκη επείγουσα απόρρητη διαταγή, με την οποία διατασσόταν να συμπτυχθούν, άμα πέσει το σκοτάδι, χωρίς θόρυβο, με απόλυτη συνοχή και πειθαρχία. Με αυτήν διατασσόταν: Να γίνει κατάλληλη θεωρία στους οπλίτες ότι θα αντικατασταθεί ολόκληρη η μεραρχία με άλλη και θα παραμείνει σε εφεδρεία. Να διαψευστεί με κάθε τρόπο αν πληροφορήθηκαν την κάθοδο των Γερμανών στα Βαλκάνια. Να διατηρηθεί η φυσιογνωμία του Μετώπου με τμήματα από κάθε λόχο α’ κλιμακίου. Να εφοδιαστούν οι άνδρες με όσα φυσίγγια μπορούν περισσότερα. Για τη Διαταγή να λάβουν γνώση μόνο οι Διοικητές των λόχων.
Στα τμήματα οπισθοφυλακής να δοθούν συγκεκριμένες διαταγές ως και την ώρα σύμπτυξής τους. Η διαταγή εκτελέστηκε πλήρως. Μόλις έπεσε το σκοτάδι, άρχισε η σύμπτυξη, με αφάνταστη τάξη και πειθαρχία χωρίς ο εχθρός να αντιληφθεί τις κινήσεις μας μέχρι το μεσημέρι της επόμενης, οπότε τα τμήματα του συντάγματος, μέσα στη νύχτα, είχαν διαβεί την κορυφή της Τρεπεσίνας νοτίως του 1308 και το πρωί της 14ης Απριλίου βρισκόταν στην περιοχή Ψάρι-Ποτκοράνι, αλλά άυπνα και ταλαιπωρημένα από την ολονύκτια πορεία, από δύσβατο και χιονοσκεπές δρομολόγιο, μοναδικό από Σιντέλι- Τρεπεσίνα.
Επειδή κάποιοι οπλίτες του 14ου Συντάγματος που βρισκόταν στην Τρεπεσίνα και στους οποίους έγινε η σχετική θεωρία ότι παραμένουν εκεί για να καλύψουν την σύμπτυξη των άλλων τμημάτων της Μεραρχίας, μέχρις ότου να συμπτυχθεί και το Σύνταγμα τους, προσκολλήθηκαν στα διερχόμενα όπισθεν των τμήματα των 43 και 44 Συνταγμάτων. Παρ’ όλο που ήταν ελάχιστοι, οι καλοθελητές για να δυσφημίσουν την μεραρχία Κρήτης, διέδωσαν ότι διαλύθηκε.
Στις 17 Απριλίου 1941, ο Αριστείδης Παναγιωτάκης βρισκόταν σε καταυλισμό με τους στρατιώτες του στη Μονή Βελλά. Εκεί τους κοινοποιήθηκε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς και οι στρατιώτες φοβούμενοι την αιχμαλωσία συγκεντρώθηκαν να φύγουν. Τους πρόλαβε 500 μέτρα έξω από τον καταυλισμό. Ανέβηκε σ’ ένα βράχο και τους φώναξε:
«Αυτή τη σημαία του Συντάγματος που μας παρέδωσαν οι νέες της Ρεθύμνης με την εντολή να τη διαφυλάξετε, πού την αφήνετε;».
Και μόνο στο άκουσμα της λέξης ΣΗΜΑΙΑ όλοι γύρισαν πίσω σιωπηλοί. Από τη Μονή Βελλά έφθασαν στα Γιάννενα αλλά κάποια στιγμή ο Παναγιωτάκης αντιλαμβάνεται Γερμανούς να ποδοπατούν σημαία άλλου συντάγματος. Αμέσως τρέχει και βγάζει τη σημαία από το κοντό και διατάζει δύο στρατιώτες να την κρύψουν στα θυλάκιά τους. Ό,τι είχε συνεννοηθεί μαζί τους έγινε με απόλυτη συνέπεια. Φθάνοντας στο Ναύπλιο την παρέλαβε και την φύλαγε ως κόρην οφθαλμού μέχρι το τέλος πολέμου του. Στις 25 Μαρτίου 1945, την παρέδωσε στο Σύνταγμα στη διάρκεια επίσημης τελετής.
Κι ένας όσιος ανάμεσα στους στρατιώτες
Ένας από τους χιλιάδες νέους που βρέθηκαν στα κακοτράχαλα βουνά για να πολεμήσουν τον εχθρό και ο Θεμιστοκλής Δαμβακεράκης από τ’ Ακούμια Αγίου Βασιλείου.
Υπηρέτησε στο πυροβολικό και σύντομα όλοι μιλούσαν για έναν νεαρό Ρεθεμνιώτη, με μεγάλη πίστη στο Θεό και αφάνταστη μυϊκή δύναμη, αφού μπορούσε να σηκώσει και 200 κιλά βάρους με μεγάλη ευκολία.
Είδε πολλές φορές το χάρο με τα μάτια του αλλά πάντα κατάφερνε να σωθεί.
Τη μια φορά βρισκόταν μέσα σε οχυρό με πέντε ακόμα συναδέλφους του. Ξαφνικά έπεσε μια οβίδα που έσπειρε το θάνατο. Σώθηκε μόνο ο Θεμιστοκλής χωρίς να πάθει ούτε γρατσουνιά.
Η σωτηρία του αυτή τον έφερε ακόμα πιο κοντά στο Θεό και αποφάσισε να του αφιερωθεί. Ήταν και το τάμα που έκανε την ώρα τη δύσκολη στην Παναγία που τιμούσε ιδιαίτερα.
Ήρθε η κατάρρευση του μετώπου και ο Θεμιστοκλής πήρε το δρόμο με τους εναπομείναντες συναδέλφους του για το νησί μας.
Στην Καλαμάτα κατέφυγε στη μονή Παναγουλάκη. Ήθελε να εκπληρώσει το τάμα του στην Παναγία. Εκεί εκάρη μοναχός κι έμεινε κάπου επτά χρόνια. Ήταν πλέον ο Θεοδόσιος. Στο διάστημα αυτό ο ηγούμενος τον ξεχώρισε και τον πήρε κοντά του υποτακτικό.
Η μητέρα του στο μεταξύ αν και από νωρίς τον είχε γαλουχήσει με τα νάματα της πίστης μας δεν είδε με καλό μάτι την απόφαση του γιου της να μονάσει. Έστειλε λοιπόν το μικρό της γιο, όταν ο Θεοδόσιος ήταν δόκιμος ακόμα, για να τον μεταπείσει. Μάταια. Έτσι αναγκάστηκε κι αυτή να αποδεχτεί την απόφαση του γιου της, που είχε αρκετές φορές την ευκαιρία να δοκιμαστεί έχοντας κι αυτός αρκετές αδυναμίες.
Ήταν παραμονή του Αγίου Σπυρίδωνος, όταν ο Ηγούμενος τον έστειλε με μερικούς ακόμα μοναχούς να λειτουργήσουν το εξωκκλήσι του Αγίου παίρνοντας μουλάρια που ήξεραν το δρόμο. Στο δρόμο τους συνάντησαν ένα ποτάμι με ορμητικά νερά. Ξαφνικά το μουλάρι που επέβαινε ο Θεοδόσιος παρασύρθηκε από το νερό και ο θάνατος πρόβαλε ξανά στο δρόμο του μοναχού. Τότε είδε έκπληκτος τον Άγιο Σπυρίδωνα να πιάνει το ζώο και να το τραβά με το μισολιπόθυμο αναβάτη του. Έτσι σώθηκε για μια ακόμα φορά.
Κάποτε αποφασίζει να επισκεφθεί τους δικούς του στο χωριό κι αφού βρέθηκε στα πατρογονικά του είπε να επισκεφθεί και το εκκλησάκι του Αγίου Αντωνίου που είχε δει και στον ύπνο του.
Εκεί συνάντησε έναν ασκητή που τον παρακάλεσε να βοηθήσει να αγοράσουν ένα εικονοστάσι για να βάλουν την εικόνα του Αγίου που την είχαν να ακουμπά στο πάτωμα.
Ο Θεοδόσιος ανταποκρίθηκε με προθυμία και μετά από έρανο κατάφεραν να πάρουν το εικονοστάσι. Βρέθηκε όμως στο εδώλιο του κατηγορουμένου γιατί η διαδικασία κρίθηκε παράνομη και κάποιος «καλοθελητής» του έκανε μήνυση. Αθωώθηκε πάντως με τη μεσολάβηση δικηγόρου που δεν γνώριζε, αλλά τον βοήθησε με συγκινητικό ενδιαφέρον για την περίπτωσή του.
Η νοσταλγία για τον τόπο του αλλά και το τάμα στον προστάτη του Άγιο Αντώνιο δεν του επιτρέπουν να μείνει περισσότερο στο μοναστήρι στην Καλαμάτα.
Έρχεται το 1947 στα Ακούμια με απόφαση να ασκητέψει εκεί στον Άγιο Αντώνιο. Ήταν 30 χρόνων.
Η εξαιρετική του μυϊκή δύναμη τον βοήθησε να εκπληρώσει το τάμα του και να ξανακτίσει τη μισογκρεμισμένη εκκλησία. Θαύμαζε όποιος τον έβλεπε να σκίζει την πέτρα και να κουβαλά ογκόλιθους αυτός μόνος για τον ιερό σκοπό του.
Στην αρχή μιλούσε πότε πότε στους επισκέπτες του και για το παλαιό ημερολόγιο. Δεν άργησαν να τον καταγγείλουν στον τότε Επίσκοπο που τον κάλεσε κοντά του και του μίλησε με τόση αγάπη που τον έπεισε να σεβαστεί τη θέλησή του. Κι όταν αργότερα κάποιοι τον ρωτούσαν γιατί δεν μιλά πια για το παλαιό ημερολόγιο εκείνος απάντησε με βεβαιότητα:
«Δεν μας σώζει παιδιά μου ούτε το νέο ούτε και το παλαιό ημερολόγιο, αλλά τα έργα μας».
Αυτός ήταν τελικά ο Θεοδόσιος που ευωδίαζε η σκήτη του άρωμα ερήμου.
Για όλους ο Γέροντας Θεοδόσιος είχε αυτό που αγιοποίησε πρόσφατα μεγάλες μορφές της σύγχρονης Ορθοδοξίας τους οποίους τιμά κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος.
Πέρασαν χρόνια κι όμως ακόμα φωτίζει τη σκέψη η πάνσεπτη μορφή του Γέροντα που είχε δώσει στην Πίσω Γυαλιά με το ασκητήριό του μια άλλη διάσταση, δημιουργώντας την αίσθηση σε κάθε επισκέπτη του ότι βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης.
Ένας τολμηρός άνδρας
Ο Δημήτρης Λαδιάς είχε πάρει κι αυτός το δρόμο της επιστροφής, όπως κι οι άλλοι όσοι διασώθηκαν από το μέτωπο. Με χίλια βάσανα και άπειρους κινδύνους έφθασε στην Αθήνα.
Δεν μπορούσε όμως να ησυχάσει ξέροντας πως στο Ρέθυμνο τον περίμενε η γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. Ο Γιώργος και η Αθηνά. Ο Παντελής του γεννήθηκε αργότερα.
Τι να έκαναν άραγε; Ποιος τους προστάτευε; Εκεί που σκεπτόταν λύσεις βρέθηκε ένα καράβι που θα έφευγε για Κρήτη. Μεγάλη ευκαιρία αλλά και τεράστιο ρίσκο. Ο Δημήτρης δεν δίστασε, καθώς ήταν τύπος αποφασιστικός και αφάνταστα γενναίος.
Μπήκε στο πλοίο αλλά εκεί που πίστευε ότι θα τα καταφέρει αρχίζουν βομβαρδισμοί και ξεσπά στο πλοίο μεγάλη πυρκαγιά. Κυκλωμένος από φλόγες ο Δημήτρης δεν έχει άλλη λύση. Ρίχνει μια ματιά και βλέπει πως το ύψος του πλοίου ήταν μεγάλο για να τολμήσει να πέσει στη θάλασσα. Είχε όμως δικαίωμα επιλογής;
Κλείνει τα μάτια και βρέθηκε στο υγρό στοιχείο με τα αυτιά του να βουίζουν. Το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει. Πήρε βαθιές ανάσες και άρχισε να κολυμπά εκεί που έβλεπε στεριά. Μετά από μεγάλες περιπέτειες βρέθηκε στον τόπο του, αλλά η τύχη δεν τον εγκατέλειψε ούτε η τόλμη και η ευστροφία του, όταν αργότερα βρέθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Και σώθηκε μαζί με άλλους τέσσερις.
Οι περιπέτειες του καπετάν Αλέκου
Ο Αλέκος Μαθιουδάκης μόλις τέλειωνε τη Σχολή λοχιών, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος. Το Σύνταγμά του πήρε μέρος μετά από 22 μέρες στην πρώτη γραμμή του μετώπου
Η φρίκη που τον πλημμύρισε τον έκανε να παρακαλεί για πιο ακραία καιρικά φαινόμενα αρκεί να πάψει να τον παγώνει το συνεχές σφύριγμα του θανάτου. Μέχρι που συνήθισε γιατί είχε έρθει στο μεταξύ και το γράμμα των φυλακισμένων κομμουνιστών του Ζαχαριάδη και των πολιτικών εξόριστων της Ακροναυπλίας να πολεμήσουν τον φασισμό.
Ήρθε η 6η Απριλίου του 1941 και οι Γερμανοί χτυπάνε πισώπλατα το στρατό μας στο Ρούπελ. Από δω και πέρα θα ξεκινήσει ένας ακόμα αγώνας ακόμα πιο σκληρός.
Ο Αλέκος Μαθιουδάκης ακολουθώντας τη μοίρα όλων των στρατιωτών φθάνει κάποτε στην Αθήνα. Ιδεολόγος από τους πιο «σκληροπυρηνικούς» οργανώνεται στο ΚΚΕ, μπαίνει στο Νοσοκομείο και βοηθάει με κάθε τρόπο, αφού εκεί επικρατούσε «χαμός» από τους τραυματίες και τους αναπήρους.
Σε κάποιο λαϊκό συσσίτιο πέφτει σε μπλόκο των Γερμανών αλλά αποφασιστικός καθώς ήταν δεν το βάζει κάτω. Αντιστέκεται σθεναρά και καταφέρνει να γλιτώσει αφήνοντας το σακάκι του στα χέρια του Γερμανού που τον έπιασε. Έτσι σώθηκε από το στρατόπεδο της Λάρισας.
Η πείνα στο μεταξύ θέριζε, στα πεζοδρόμια πέθαιναν μικροί και μεγάλοι. Ήταν τυχεροί όσοι κατόρθωναν να εξασφαλίσουν μερικές λαχανίδες έστω και χωρίς λάδι. Έβαζαν κάτι στο στόμα τους για να ξεγελάσουν την πείνα τους.
Ο Αλέκος έμενε στο Νέο Κόσμο αλλά από τότε που το σακάκι του με την ταυτότητά του έμειναν στα χέρια του Γερμανού έμεινε άστεγος, αφού το σπίτι του είχε επισημανθεί.
Όπως γύριζε μια μέρα στην πλατεία Κουμουνδούρου φρενάρει απότομα κοντά του ένα γερμανικό καμιόνι φορτωμένο στρατιώτες για να αποφύγει μια ηλικιωμένη γυναίκα που βρέθηκε στους τροχούς. Πλησιάζει αφηρημένος να δει καθώς επικρατούσε αναστάτωση μέχρι να βγάλουν τη γυναίκα από τους τροχούς κι όπως ακουμπά πάνω στο φτερό βλέπει ένα μεγάλο τυρί που θα είχε ξεχάσει κάποιος Γερμανός ή το είχε ακουμπήσει για να βοηθήσει στον απεγκλωβισμό της ηλικιωμένης.
Ο Αλέκος δεν κάνει δεύτερη σκέψη. Παίρνει με μύριες προφυλάξεις το τυρί και με μικρά βήματα προσπαθεί να ξεφύγει αθέατος. Ένας Έλληνας αστυνομικός τον αντιλήφθηκε αλλά δεν δείχνει τίποτα. Αφήνει τον Μαθιουδάκη να απομακρυνθεί καμιά 200ριά μέτρα και τότε μόνο αποφασίζει να του φωνάξει να σταματήσει. Όπως φάνηκε μόνο το τυρί τον ενδιέφερε, αλλά ο Αλέκος δεν είχε καμιά διάθεση να του χαρίσει ένα τέτοιο θησαυρό. Έσφιξε περισσότερο το τυρί κάτω από το σακάκι του και εξαφανίστηκε πίσω από το Δημαρχείο. Φθάνει στο σπίτι συμπεθέρων του που του εξασφάλιζαν πότε πότε λίγο από το φαγητό τους. Κάνει χώρο στο τραπέζι με τα πιάτα που άχνιζαν λαχανίδες χωρίς λάδι και ψωμί και βάζει στη μέση το τυρί.
Όλοι πλησίασαν πιο κοντά για να βεβαιωθούν ότι ήταν αληθινό. Και κείνη η μέρα που έφαγαν τυρί έμεινε σε όλους αξέχαστη. Εκείνοι που έζησαν την πείνα στην Αθήνα που οι γάτες και οι σκύλοι είχαν εξαφανιστεί αυτοί μονάχα μπορούν να καταλάβουν.
ΠΗΓΕΣ
Ιδιόγραφο ημερολόγιο Αριστείδη Παναγιωτάκη
Πολιτιστικό Ρέθυμνο: 28η Οκτωβρίου
Παναγιώτη Μαρεντάκη – Θεολόγου τ. Γυμνασιάρχη «Ο Γέροντας Θεοδόσιος» (Χανιά 2002)
Καπετάν Αλέκου Μαθιουδάκη: Αντιστασιακές αναμνήσεις (Αθήνα 1982)