Α΄ Ενότητα: Ο τραγικός ρόλος του παλατιού
Η ακραία πολιτική κίνηση
Η αποστασία του ’65 ήταν μια πολύ ακραία πολιτική κίνηση για τη χώρα μας ολόκληρη, μα πιο πολύ για τη δημοκρατική παράταξη που πληγώθηκε βαθιά και που τα τραύματά της αυτά, ποτέ πια δεν μπόρεσαν να γιατρευτούν ολοκληρωτικά. Την αποκλειστική ευθύνη για τα τραγικά αυτά συμβάντα την έφερε το παλάτι με τις μηχανορραφίες του. Ήταν τόσο άστοχη κίνηση που οι μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις αποτέλεσαν και το κύκνειο άσμα και γι’ αυτό το ίδιο. Η δημοκρατία πληγώθηκε τόσο βαθιά, που οι πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές που επακολούθησαν, χωρίς τα δημοκρατικά κόμματα να καταφέρνουν να καθοδηγούν τις εξελίξεις με θεσμική ασφάλεια, οδήγησαν στην έκπτωση των θεσμών και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Οι δικτάτορες πολύ γρήγορα κήρυξαν έκπτωτο τον βασιλιά με δημοψήφισμα που διεξήγαγαν. Με την επάνοδο όμως της Δημοκρατίας το ΄74 ο λαός με νέο δημοψήφισμα έθεσε οριστικά τέρμα σε αυτό τον αντιδημοφιλή θεσμό. Όμως πράγματι 10 χρόνια νωρίτερα στις εκλογές του Ιανουαρίου του΄64 η Ένωση Κέντρου με αρχηγό της τον Γεώργιο Παπανδρέου είχε επιτύχει ποσοστό 52,7%, το μεγαλύτερο που έχει συγκεντρώσει ποτέ ελληνικό κόμμα στη μεταπολεμική Ελλάδα και είχε σχηματίσει μια πολύ ισχυρή κυβέρνηση.
Γιατί τρομοκρατήθηκε το παλάτι
Όμως το παλάτι είχε τρομοκρατηθεί από αυτή τη λαϊκή αποδοχή του Γεώργιου Παπανδρέου και τις κινήσεις του για το στέριωμα της δημοκρατίας. Έτσι κι αλλιώς το παλάτι δεχόταν τη δημοκρατία μόνο κατ’ επίφαση. Πράγματι υπό το καθεστώς έντονης ανησυχίας αποφάσισε να δράσει με απόλυτα αντιδημοκρατικό τρόπο, εκβιάζοντας την κυβέρνηση και αρνούμενο να δεχτεί τον ορισμό κάποιων υπουργών. Η αυταρχική και αντιδημοκρατική του συμπεριφορά έφτασε και στο πιο ακραίο σημείο με το να μην επιτρέψει στον ίδιο τον πρωθυπουργό να αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Στο τέλος μάλιστα εφαρμόζοντας μια σειρά από μηχανορραφίες έπεισε ένα μικρό μέρος, 25 τον αριθμό αρχικά, από τους βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου που στο σύνολό τους αριθμούσαν 171, να καταψηφίσουν τη κυβέρνησή τους. Έτσι η κυβέρνηση κατέρρευσε και ο βασιλιάς έδωσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε ένα από τους δοτούς του, τον Αθανάσιο Νόβα. Ο Νόβας δεν κατάφερε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης στη βουλή και στη συνέχεια η εντολή δόθηκε στον ομοϊδεάτη του Στέφανο Στεφανόπουλο που όμως και αυτός δεν τα κατάφερε. Η νέα εντολή για τρίτη φορά δόθηκε στον Ηλία Τσιριμώκο, που όμως και αυτός είχε την ίδια τύχη. Στο τέλος και μετά από ταλαιπωρίες δύο μηνών για τέταρτη φορά η εντολή δόθηκε ξανά στον Στεφανόπουλο, που τέλη του Σεπτέμβρη του ‘65 κατάφερε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης 152 εδρών στη βουλή.
Η θριαμβευτική παρουσία της Ε.Κ. στην Κρήτη
Η χώρα όμως είχε ήδη μπει σε μια φάση μεγάλης πολιτικής αστάθειας. Αυτή τη μεγάλη πολιτική αναστάτωση εκμεταλλεύτηκε η σπείρα των ακροδεξιών συνταγματαρχών και κήρυξε τη δικτατορία 1,5 χρόνο μετά, τον Απρίλιο του 1967. Η Κρήτη ήταν η περιφέρεια που πιο πολύ από όλες τις άλλες της χώρας, πλήρωσε με μεγάλο κόστος στην υπόθεση της αποστασίας. Η Ένωση Κέντρου στο νησί, είχε επιτύχει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, το οποίο επακριβώς αδυνατούμε να τεκμηριώσουμε, αλλά εκτιμώντας από το πλήθος των βουλευτών που είχε εκλέξει, πιστεύομε πως ήταν άνω του 75%. Από το σύνολο των 19 βουλευτών της Κρήτης, η Ε.Κ. είχε εκλέξει τους 18 και μόνο ο Εμμανουήλ Κεφαλογιάννης της Ε.Ρ.Ε. είχε καταφέρει να εκλεγεί στο Ηράκλειο. Στο νησί με τη βαθιά παράδοση στον κεντρώο χώρο, λόγω και του Ελευθέριου Βενιζέλου του ιδρυτή του κόμματος των Φιλελευθέρων, η Ε.Κ. είχε μεγάλη απήχηση.
Η κοινοβουλευτική αιμορραγία της Ενώσεως Κέντρου στο νησί μας
Όμως η συμμετοχή των Κρητών βουλευτών στην αποστασία ήταν πολύ μεγάλη, αφού συμμετείχαν οι 7 από τους 18 βουλευτές. Στο σύνολο λοιπόν των 25 βουλευτών που αποστάτησαν σ’ όλη τη χώρα, οι 7 ήταν από την Κρήτη. Αυτό ήταν ένα δυσβάσταχτο πλήγμα για τον δημοκρατικό χώρο του νησιού που εμπιστεύτηκε την Ε.Κ. με το καταλυτικό αυτό ποσοστό. Οι βουλευτές που συμμετείχαν στην αποστασία ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης από τα Χανιά, ο Κωνσταντίνος Στεφανάκης και ο Ιωάννης Τσουδερός από το Ρέθυμνο, ο Κωνσταντίνος Μαρής , ο Γεώργιος Ηγουμενάκης και ο Εμμανουήλ Λουλακάκης από το Ηράκλειο και ο Εμμανουήλ Κοθρής από το Λασίθι. Στην αντίπερα όχθη αυτοί που άντεξαν στις πιέσεις και σίγουρα τους άξιζαν πολλά συγχαρητήρια ήταν ο Πολυχρόνης Πολυχρονίδης, ο Εμμανουήλ Μπακλατζής, ο Γεώργιος Μιχελογιάννης και ο Ιωάννης Βαλυράκης από τα Χανιά, ο Παύλος Βαρδινογιάννης από το Ρέθυμνο, ο Κωνσταντίνος Κωνιωτάκης, ο Μενέλαος Ξυλούρης, ο Τηλέμαχος Πλεύρης και ο Εμμανουήλ Ματζαπετάκης από το Ηράκλειο και τέλος ο Ιωάννης Σεργάκης και ο Μιχαήλ Χλουβεράκης από το Λασίθι. Το κόμμα της Ενώσεως Κέντρου δηλαδή υπέστη μια βαθιά διάσπαση, σε σημείο που καταρρακώθηκε το κύρος του και χάθηκε η εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων του απέναντι του. Αυτό στην Κρήτη ήταν ακόμη πιο δυσβάσταχτο που οι πολίτες της διατηρούν ένα υψηλό επίπεδο αμοιβαίας εμπιστοσύνης και τήρησης του υπεσχημένου λόγου τους.
Η εξαπάτηση των βουλευτών από το παλάτι
Σίγουρα οι Κρήτες βουλευτές που υπέκυψαν στις πιέσεις μαζί και με τους υπόλοιπους από όλη την Ελλάδα, φέρνουν βαρύτατη ευθύνη για το πολιτικό τους αυτό ατόπημα. Όμως οφείλουμε να παραδεχτούμε πως την κεντρική ευθύνη την έφερε το παλάτι που τους εξώθησε σε αυτή τους την ενέργεια. Ωστόσο χάριν της πολιτικής ομαλοποίησης οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως οι βουλευτές αυτοί δεν συμπεριφέρθηκαν με αυτό τον τρόπο αποσκοπώντας στη βλάβη του ελληνικού λαού, αλλά παρασύρθηκαν και εξαπατήθηκαν, νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα ωφελούσαν τη χώρα μας και τους πολίτες της. Εν πάση περιπτώσει το σφάλμα στο οποίο υπέπεσαν ήταν μέγιστο και γι’ αυτόν τον λόγο, για την ενέργειά τους αυτή, όλοι τους τέθηκαν στη κρίση του κρητικού λαού, που και βέβαια ήταν πολύ αυστηρή απέναντί τους.
Η αντίδραση των οπαδών της Ε.Κ. στην Κρήτη
Ουδείς από αυτούς δεν ξανάγινε δεκτός στους κόλπους της παράταξής που τους είχε τιμήσει και τους είχε αναδείξει βουλευτές , όπως και κανείς τους δεν τόλμησε να ξαναπολιτευθεί στην Κρήτη. Ο μόνος που το επιχείρησε ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που πολιτεύθηκε στις εκλογές του 1977 με νέο πολιτικό σχηματισμό που είχε ιδρύσει ο ίδιος, στα Χανιά όπου και κατάφερε να εκλεγεί. Όλοι τους τιμωρήθηκαν παραδειγματικά στη συνείδηση των ομοϊδεατών τους, μα και ολόκληρου του κρητικού λαού. Αυτά συνέβαιναν σε σχέση με την προσωπική τους πορεία. Εκεί όμως που τα συμβάντα αυτά δημιούργησαν μεγάλη σύγχυση και έλλειψη εμπιστοσύνης ήταν στους οπαδούς της Ενώσεως Κέντρου. Η μεγάλη πλειοψηφία από αυτούς διακατέχονταν από μεγάλο θυμό απέναντί τους αλλά συγχρόνως και από μεγάλη απογοήτευση για την πολιτική και τους πολιτικούς. Έτσι λοιπόν οι περισσότεροι αποστασιοποιήθηκαν από την πολιτική τους ενασχόληση με τον χώρο του κόμματός τους. Οι λέσχες στελεχών της Ενώσεως Κέντρου που υπήρχαν στις πρωτεύουσες των νομών της Κρήτης έκλεισαν και οι δραστηριοποιημένοι οπαδοί τους στα τοπικά πολιτικά δρώμενα αποστασιοποιήθηκαν εντελώς. Οι λέσχες αυτές μάλιστα αποτελούσαν και τους πολιτικούς πυρήνες που από τα χρόνια του Ελευθέριου Βενιζέλου και του κόμματος των Φιλελευθέρων, τα δραστηριοποιημένα μέλη τους υπήρξαν οι εγγυητές της εδραίωσης της Δημοκρατίας στη χώρα μας. Οι πολιτικοί αυτοί πυρήνες, παρ’ όλα τα παλαικομματικά χαρακτηριστικά που τους διέκριναν, είχαν σημαντική προσφορά στην ελληνική κοινωνία. Αυτή η υποτυπώδης πολιτική οργάνωση του λαού διασφάλιζε και την όποια δυναμική κινητοποίησης σε περιπτώσεις που απειλούνταν οι δημοκρατικοί θεσμοί.
Ακολουθεί στο επόμενο φύλλο η β’ ενότητα με τίτλο: «Η πρόταση για μια πολιτική υπέρβαση»