Μέρος Ζ’
Αναρίθμητοι αυτοσχέδιοι μαντιναδολόγοι αναφαίνονται διαρκώς και εμπλουτίζουν το λογοτεχνικό αυτό είδος με τις εμπνεύσεις τους. Μερικά παραδείγματα:
Ο γέρο Ριτσάτος από τον Τσεσμέ. Μια φορά πήγαινε με το λεωφορείο στον Πλατανιά, όταν το εισιτήριο ήταν 90 λεπτά. Οι δεκάρες του εισπράκτορα κάποια στιγμή ετελείωσαν και είπε στον τελευταίο επιβάτη ο οποίος του έδωσε μια δραχμή;
– Εσύ έρχεσαι κάθε μέρα. Αύριο θα σου εξοφλήσω τη δεκάρα.
Ο επιβάτης, που ήταν γνωστός τσιγκούνης, του έκαμε μεγάλο καυγά, οπότε ακούστηκε ο γέρο Ριτσάτος:
Ούλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού τάλιρα να γενούνε,
ούλα να στα χαρίσουνε, λίγα θα σου φανούνε.
Ένας σύγχρονος λυράρης κλήθηκε από Κρητικούς να πάει με τον πασαδόρο του στο Κίεβο να διασκεδάσουν για τρεις μέρες. Όμως τα γλέντια παρατάθηκαν για τέσσερις ακόμη βραδιές και η γυναίκα του ανησυχούσε και ρωτούσε στο τηλέφωνο τι κάνει. Αυτός απάντησε:
Ανέ ρωτάς πώς τα περνώ στο Κίεβο κερά μου,
ο Δνείπερος απού γροικάς είναι τα δάκρυά μου.
Ο σατανάς την κορόιδευε ότι έκλαιγε τόσο πολύ που ήταν μακριά της, ώστε τα δάκρυά του σχημάτιζαν τον ποταμό Δνείπερο, στην όχθη του οποίου ήταν το ξενοδοχείο του!
Κάποτε, τέλος της δεκαετίας του ’60, ερχόμουν από τα Ανώγεια με το αυτοκίνητό μου. Στην Αξό ήταν στημένος ένας χορός στο δρόμο και σταμάτησα μέχρι να τελειώσει. Ήταν η έναρξη του Τουρισμού και οι πρωτοπόροι Δαφέρμοι είχαν δεχτεί ένα πούλμαν Σκανδιναβούς, τους περιποιήθηκαν και μετά τους μάθαιναν πεντοζάλη, ένας ξένος, ένας Αξικός. Στη μέση του κύκλου όρθιος έπαιζε τη λύρα του ο μακαρίτης ο Δημαρχογιάννης, που δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, και όταν περνούσε από μπροστά του μια πανύψηλη Σκανδιναβή, της τραγούδησε:
Τουρίστριά μου κοπελιά, σκύψε για δε σε φτάνω,
να σε φιλήσω μια φορά κι απόκειας ας ποθάνω!
Στην Ορνέ στην εορτή του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, του «Αστράτηγου» στις 6 Σεπτεμβρίου, ερχόταν προσκυνητές («αγιομυσάροι») από όλα τα γύρω χωριά και γινόταν μεγάλο γλέντι. Σε μια περίπτωση, χόρευαν κύκλο και ο μακαρίτης ο Αποστόλης, ένας ψηλός, ωραίος άντρας με μια μικρή κύφωση, τραγουδούσε παθητικές ερωτικές μαντινάδες, οπότε ένας Κρυοβρυσανός, που είχε κι αυτός μια μικρή καμπούρα, τον έσκωψε:
Ετσά το ίδιο σου κι εγώ, καημένε Αποστόλη.
Να πάρομενε τα τυριά να πάμενε στην πόλη.
«Τυρί» λεγόταν παλιότερα η καμπούρα. Σαν να του έλεγε: «Δεν κοιτάζεις την καμπούρα σου, που είναι σαν τη δική μου, μόνο θες και έρωτες».
Στη Μεσαρά ανθεί επίσης το είδος. Μια φορά ένας πήγαινε τα κηπευτικά του στη Λαϊκή Αγορά και πέρασε απ’ έξω από το χωράφι ενός γείτονά του, που του φώναξε:
– Μπρε σύ Γιώργη, βάστηξε μου μπρε κι εμένα κιανένα αγγούρι να κάμω το μεσημέρι μια σαλάτα.
Αυτός, έχοντας πικρή πείρα από απλήρωτες παραγγελίες του γείτονά του, απάντησε:
Εγώ τ’ αγγούρια τα πουλώ κι ο κόσμος τα πλερώνει,
μα το δικό σου το βαστώ μέσα στο παντελόνι!
Ζητώ συγνώμη για τις αθυροστομίες, αλλά είναι και αυτές σημαντικό μέρος της Κρητικής σκωπτικής παράδοσης. Ιδού ένα παράδειγμα.
Σ’ ένα χωριό της Μεσαράς μετατέθηκε ένας δάσκαλος μεσοκαιρίτης και του άρεσε μια κοπελιά με τα μισά του χρόνια. Τη ζήτησε και ο γάμος έγινε. Στο γλέντι, ξημερώματα, ένας μισομεθυσμένος γαμηλιώτης τραγούδησε:
Άχι καημένε δάσκαλε κι ίντα σε περιμένει
οξεία θέλει η δουλειά κι όχι περισπωμένη.
Εκείνοι που είναι ασυναγώνιστοι σε σκωπτική διάθεση, πεζή ή έμμετρη, είναι οι Ανωγειανοί. Ένας τόμος δεν θα έφτανε για να περιγραφούν Ανωγειανά πειράγματα και ιστορίες. Θα αναφέρω ένα μόνο δείγμα. Μια φορά ανάδωσε το μπαρούτι ενός και δεν εκέντανε. Το έβαλε λοιπόν στο τηγάνι στη φωτιά να το στεγνώσει, αλλά κάποια στιγμή, ενώ το ανακάτευε με το κουτάλι, πήρε φωτιά και η φλόγα του καψάλισε τα γένια, το μουστάκι και τα φρύδια του. Η λαϊκή Μούσα απαθανάτισε το γεγονός:
Του Σπυριδομανώλη ο γιος, ο καπετάν Σπυρίδος
εκέντησε τον τσεπανέ και κάηκεν ο ίδιος.
«Τσεπανές» είναι τούρκικη λέξη και σημαίνει πυριτιδαποθήκη. Εδώ υπολανθάνει σκωπτική ανάδειξη του παθόντος σε «καπετάνιο» και παραβολή με την ανατίναξη του Αρκαδίου.
Θα κλείσω το Σημείωμα αυτό με μια ανάμνηση από τον πρόσφατα και πρόωρα φευγάτο, τον καλό Ρεθεμνιώτη και φίλο Στέλιο Κιαγιαδάκη. Πριν από πολλά χρόνια είχα συνοδέψει τον Όμιλο Βρακοφόρων στη Σίφνο, όπου μας φιλοξένησε ο μακαρίτης ο Δημήτρης Κάρταλης στο ξενοδοχείο του. Μας σέρβιρε μια πανέμορφη κοπέλα, κλασικός τύπος νησιώτικης ομορφιάς με μια μακριά κοτσίδα, «ἂλγος ὀφθαλμῶν», που λέει ο Ηρόδοτος. Πριν πλησιάσει καλά καλά, ο Στέλιος της είπε:
Μελαχρινή μου κοπελιά, απού ‘σαι απού τη Σίφνο
ας ήθελα σε παντρευτώ κι ας τρώγω μόνο στύφνο!
Ας είναι ελαφρό το χώμα της Αργυρούπολης που τον σκεπάζει.
Δεν ανέφερα επώνυμα σύγχρονους στιχουργούς, που είναι πάρα πολλοί και επιτυχημένοι, γιατί σίγουρα θα ξεχνούσα τους μισούς.