Για τις επετειακές μέρες του Οχτώβρη μια αναγνωστική πρόταση είναι «Το πλατύ ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη. Ένα έργο στο οποίο ο πόλεμος του ̕40 στα αλβανικά βουνά περιγράφεται μέσα από την προσωπική περιπέτεια του συγγραφέα, ο οποίος συμμετείχε ως εθελοντής με έναν ιδιαίτερο ρόλο.
Ο Μπεράτης εμφορούμενος από συνειδητό ηρωισμό, όχι αυτόν του ανεξέλεγκτου πάθους, της φωνασκίας ή της επιδεικτικής υπερβολής, αλλά -όπως έχει γραφτεί – «αυτόν της προσταγής του καθήκοντος επάνω στη σάρκα… της θυσίας του ατόμου για την ομάδα, της ύλης για την ιδέα» (Κ. Θ. Δημαράς), αναφέρεται στο έργο αυτό στην «πορεία» και στις περιπέτειές του στο μέτωπο, με μιαν αφήγηση χαμηλότονη, χωρίς εξεζητημένες εξάρσεις πατριωτικής ρητορείας. Στην αφήγησή του προέχει ο αγώνας του ανθρώπου, του πολεμιστή, με τις αδυναμίες και τις ανάγκες του, που ο πόλεμος και οι κακουχίες τον δοκιμάζουν ως τα έσχατα όρια πολλές φορές.
Πρόκειται για αφήγηση απόλυτα ειλικρινή, αυθεντική στην εξιστόρηση των γεγονότων που διαδραματίζονται στο μέτωπο, των οποίων η σημασία ούτε μεγαλοποιείται ούτε υποβαθμίζεται, καθώς κύριος στόχος της είναι να αποδώσει τον ψυχικό αντίκτυπο που έχουν στους ανθρώπους τα εκεί μικρά ή μεγάλα συμβάντα. Και είναι ιδιαίτερη η οπτική με την οποία αποδίδονται οι αντιδράσεις τους. Αντιδράσεις που ο αφηγητής – συμπολεμιστής σχολιάζει με λεπταίσθητο τρόπο, με τη δεξιοτεχνία κάποτε της «ανιδιοτελούς», ανεπαίσθητης, αλλά καίριας ειρωνείας, που καυτηριάζει αλλά ταυτόχρονα και κατανοεί.
Ο Μπεράτης με το έργο αυτό μας «ξεναγεί» σε ένα πεδίο όπου η πολεμική δράση, η κακουχία και ο κίνδυνος του πολέμου συναποδίδονται παράλληλα με την απλή καθημερινότητα του πολεμιστή, του ανθρώπου που οι σκοπιμότητες του πολέμου είναι ανεξάρτητες από τις δικές του προθέσεις. Γι’ αυτό και δίδει περισσότερη έμφαση στον ανθρώπινο παρά στον ηρωικό «μανδύα». Ακόμη κι όταν «κατοπτεύει» το εχθρικό στρατόπεδο, δεν δαιμονοποιεί τον αντίπαλο, ούτε υποβαθμίζει την ανθρώπινη οντότητά του.
Η αφήγησή του εστιάζει συχνά στη λεπτομέρεια, στην πιστή απόδοση των βιοτικών δεδομένων της πραγματικότητας του πολεμικού μετώπου.
Δεν θα το ‘λεγε κανείς ρεαλισμό ή αυστηρή αντικειμενικότητα, αλλά μια αναφορά στην οποία η προσωπική συμμετοχή, το αυτοβιογραφικό στοιχείο, δίδει τη δυνατότητα στον αφηγητή να εκφράσει με γνησιότητα και «τιμιότητα» όσα βίωσε, δημιουργώντας με ιδιοφυή μέσα μιαν ατμόσφαιρα αφηγηματική, όπου η ένταση της πρώτης γραμμής, το κλίμα στα μετόπισθεν και ο απόηχός τους στις ψυχές των ανθρώπων αποδίδονται σε όλες τους τις διαβαθμίσεις.
Γράφει ακόμη για «Το πλατύ ποτάμι» και τον συγγραφέα του ο Κ. Θ. Δημαράς:
«Σε πολύ λίγους συγγραφείς βρίσκει κανείς τόσο ανεπτυγμένη, όσο στον Γ. Μπεράτη, τη διπλή ικανότητα να βλέπουν και μαζί να μας μεταβιβάζουν άμεσα την αίσθησή τους. Λίγες αράδες, λίγες λέξεις του αρκούν για να περιγράψει ένα πρόσωπο· κι ύστερα το πρόσωπο αυτό μας γίνεται οικείο… Ο εξωτερικός κόσμος όμως, στην υλική του υπόσταση, δεν έχει αυτοτέλεια για τον Μπεράτη: υπάρχει μόνο στο ποσοστό όπου αγγίζει τον άνθρωπο, την ψυχή του ανθρώπου. Για τον Μπεράτη, η μεγάλη υπόθεση είναι η ψυχή του ανθρώπου… Τα μυστικά της τέχνης του είναι πολλά, κι ούτε πάντα εύκολο να τα αποκαλύψει κανείς …θα τόνιζα ιδιαίτερα την απλότητα του ύφους του, απλότητα σοφή, που από ξεκαθάρισμα σε ξεκαθάρισμα καταλήγει να δίνει μόνο την απαραίτητη ουσία· απλότητα δηλαδή, καμωμένη από πλούτο και από θυσία …Ο αναγνώστης δεν κοπιάζει στο διάβασμα, γιατί όλο τον κόπο τον κράτησε ο συγγραφέας για τον εαυτό του… θα ήθελα να μνημονεύσω τον ιδιαίτερο τρόπο της αφήγησής του. Δεν εννοώ (μόνο) την εξωτερική ζωντάνια και τη γοργότητα του λόγου και της περιγραφής του, αλλά κάτι άλλο: είτε στο διάλογο είτε στην αυτοπεριγραφή, δίνει συχνά μια μορφή πλάγια. Στην πρώτη περίπτωση, εξωτερικεύει το άκουσμα του διαλόγου από το συνομιλητή του, περνώντας έτσι πάλι την αντικειμενική πραγματικότητα μες από το διυλιστήριο της ανθρώπινης ψυχής. Στη δεύτερη περίπτωση, στην αυτοπεριγραφή, της δίνει συχνά τον τύπο του διαλόγου, σπάζοντας κάθε μονοτονία και ανανεώνοντας αδιάκοπα το ενδιαφέρον του αναγνώστη».
Ο Γιάννης Μπεράτης στο έργο του αποφεύγει τη ρητορική πατριωτική μεγαλοστομία και τις εθνικιστικές εξάρσεις. Ο πατριωτισμός του αναδείχτηκε έμπρακτος, όταν τον Φεβρουάριο του 1941, σε ηλικία 36 ετών κατατάχτηκε ως εθελοντής και πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο. Αποστολή του ήταν να μεταδίδει, σε ιταλική γλώσσα, προπαγανδιστικά μηνύματα προς τους Ιταλούς στρατιώτες, από μεγάφωνα τοποθετημένα στην πρώτη γραμμή. Αλλά και μετά την πτώση του μετώπου, στη διάρκεια της Κατοχής εντάχτηκε σε αντιστασιακή νομάδα και το 1943, μετά από πολλές περιπέτειες ανέβηκε πάλι στα βουνά της Ηπείρου για να πολεμήσει ως αντάρτης. Η εμπειρία του αυτή μεταφέρθηκε συγγραφικά στο έργο του «Οδοιπορικό του 1943»
* Ο Γιώργης Εμμ. Μαυροτσουπάκης είναι φιλόλογος