Λόγω της πανδημίας τα σχολεία έκλεισαν στις 9 Νοεμβρίου για τρεις εβδομάδες και τελικά φτάσαμε αισίως μέχρι τα Χριστούγεννα, χωρίς κανένας να μπορεί να προβλέψει τι θα γίνει στη συνέχεια. Κάθε μέρα διαβάζουμε και ακούμε στα ΜΜΕ ότι οι απόψεις των ειδικών και του υπουργείου διίστανται, για το αν θα πρέπει να ανοίξουν τα σχολεία και πότε.
Διεθνούς κύρους έντυπα, όπως το περιοδικό Economist, αναφέρουν ότι «τα σχολεία είναι οι πιο ισχυρές μηχανές κοινωνικής κινητικότητας σε κάθε κοινωνία», γι’ αυτό θα πρέπει τα παιδιά να γυρίσουν στο σχολείο και να μάθουν. Μετά από εκτενείς μελέτες επισημαίνουν ότι, εξαιτίας της νόσου Covid-19, που προκαλείται από τον κορωνοϊό SARS-CoV-2, τρία στα τέσσερα παιδιά στη Γη ζουν σε χώρες όπου όλες οι σχολικές τάξεις είναι κλειστές, κάτι που, αν δεν τελειώσει γρήγορα, θα έχει άσχημες επιπτώσεις στα μυαλά των παιδιών, γιατί «ούτε οι πανταχού παρόντες γονείς, ούτε οι βιντεοδιασκέψεις μπορούν να αντικαταστήσουν τους πραγματικούς δασκάλους ή τις κοινωνικές δεξιότητες που αποκτώνται στο προαύλιο ενός σχολείου. Ακόμη και στις χώρες με καλύτερη προετοιμασία για τηλεκπαίδευση όπως η Ν. Κορέα, το εικονικό σχολείο είναι λιγότερο καλό από το πραγματικό».
Τον περασμένο Μάρτιο λόγω των ειδικών συνθηκών της πανδημίας μπήκε αναγκαία στη ζωή των μαθητών η τηλεκπαίδευση. Η τηλεκπαίδευση σε όλο τον κόσμο είναι μια λύση ανάγκης, που γίνεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όχι σε μόνιμη βάση, για τον πολύ απλό λόγο, ότι δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τη δια ζώσης διδασκαλία και όσα εκείνη προσφέρει στο μαθητή.
Παρ’ ότι από τον περασμένο Μάρτιο και τις δηλώσεις των υπευθύνων που διαχειρίζονταν την όλη κατάσταση, ότι το 2ο κύμα της πανδημίας θα είναι ισχυρότερο από το 1ο, δεν έγινε σχεδόν καμία παρέμβαση ώστε να είναι προετοιμασμένα τα σχολεία και οι μαθητές, για να ανταπεξέλθουν κάτω από τις δύσκολες συνθήκες της πανδημίας. Τα ηλεκτρονικά συστήματα του ΥΠΑΙΘ δεν αναβαθμίστηκαν, όπως όφειλε να γίνει, ώστε να είναι έτοιμα να δεχτούν τον καταιγισμό συνδέσεων από περίπου ενάμισι εκατομμύριο μαθητές. Το αποτέλεσμα ήταν τα άπειρα προβλήματα, ειδικότερα τις πρώτες δεκαπέντε μέρες έναρξης της τηλεκπαίδευσης, τα οποία στη συνέχεια διορθώθηκαν αρκετά, αλλά δεν εξαλείφτηκαν και συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμη.
Είναι αυτονόητο ότι δεν έχουν όλες οι οικογένειες στην Ελλάδα πρόσβαση σε υπολογιστές, ούτε στο διαδίκτυο, είτε λόγω οικονομικών προβλημάτων, είτε επειδή ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές που δεν καλύπτονται από τα δίκτυα. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν όλοι οι μαθητές τις ίδιες δυνατότητες και ευκαιρίες οι οποίες έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν υπήρχαν για διάφορους λόγους, με τη διαφορά ότι τώρα πλέον αυξάνονται στο μέγιστο.
Η ζεστασιά και η αμεσότητα που υπάρχουν στη δια ζώσης διδασκαλία με τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μαθητών και των εκπαιδευτικών τους, είναι απολύτως ανύπαρκτη στην τηλεκπαίδευση.
Τον περασμένο Μάρτιο τα τμήματα λειτουργούσαν με τους μισούς μαθητές εκ περιτροπής, ουσιαστικά σαν να γίνονταν ιδιαίτερο μάθημα σε μικρές ομάδες και η εκπαίδευση πήγε μια χαρά, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και με την ψυχολογία των μαθητών σε άριστα επίπεδα σε σχέση με τώρα.
Είναι ευκαιρία στους μαθητές τώρα στην πανδημία να μάθουν τη λέξη, την έννοια και την εφαρμογή της πειθαρχίας. Μιας λέξης και έννοιας, που οι περισσότεροι μαθητές αγνοούν για πολλούς λόγους, εφαρμόζοντας κατά λέξη όσα προτείνουν οι ειδικοί, ώστε να προστατεύσουν τους ίδιους, αλλά και τους συνανθρώπους τους, παίρνοντας τα προβλεπόμενα υγειονομικά μέτρα κάθε μέρα στο σχολείο.
Υπάρχουν μαθητές οι οποίοι κάθε μέρα «λιώνουν» στον υπολογιστή για πάνω από 10 και 12 ώρες, ώστε να ανταπεξέλθουν σε μαθήματα του σχολείου και των φροντιστηρίων, με αμφίβολα αποτελέσματα και πολλών ειδών προβλήματα, που είναι πλέον ορατά και στον πιο αδαή. Δεν είναι δυνατόν να κατηγορούμε τους μαθητές για τη χρήση των κινητών τηλεφώνων και των υπολογιστών και στη συνέχεια να απαιτούμε εμείς οι ίδιοι να τα χρησιμοποιούν κατά κόρον!
Ακούμε διαρκώς ότι ο κόσμος εξελίσσεται, πάει μπροστά, οι συνθήκες αλλάζουν, ότι πρέπει να είμαστε δεκτικοί σε κάθε νέο στη δουλειά μας, ότι πρέπει να είμαστε ανοικτοί σε νέες τεχνολογίες κτλ. Κανείς δεν αρνήθηκε τίποτα από τα παραπάνω και φάνηκε άλλωστε από την άμεση προσέγγιση που έγινε στις νέες συνθήκες από τους εκπαιδευτικούς. Αλλά δεν πρέπει να παραβλέπουμε σε καμία περίπτωση, ότι η δουλειά των μαθητών και των εκπαιδευτικών είναι πάντα στο σχολείο, με τις όποιες αλληλεπιδράσεις γίνονται μεταξύ τους, από γεννήσεως της εκπαίδευσης και όχι στην απρόσωπη και παγερή διδασκαλία μέσα από την οθόνη ενός υπολογιστή.
Αρκετές είναι οι φορές που ο εκπαιδευτικός καλείται να μάθει στον μαθητή πράγματα και συμπεριφορές, τις οποίες για διάφορους λόγους δεν τις μαθαίνει στο σπίτι. Ένα βλέμμα, μια έκφραση, μια κατά ιδίαν συζήτηση με ζωντανό τον χείμμαρο των συναισθημάτων και από τις δυο πλευρές, μαθητή και εκπαιδευτικού, δεν μπορεί να γίνει δια μέσου του υπολογιστή.
Λόγω θέσης γνωρίζω ότι αρκετοί γονείς ενημέρωναν συχνά ότι το παιδί τους δεν θα μπει στο διαδίκτυο, για τα προβλεπόμενα μαθήματα. Η εξήγηση ήταν σχεδόν πανομοιότυπη από όλους. Το παιδί μου έχει ψυχολογικό πρόβλημα δεν βλέπει τους φίλους του και τους καθηγητές του και θα το βγάλω έξω μια βόλτα να ηρεμήσει! Η συντριπτική πλειοψηφία των γονέων ρωτούσε συνέχεια πότε θα ανοίξουν τα σχολεία, γιατί υπήρχε πρόβλημα με τη συμπεριφορά των παιδιών στο σπίτι. Είναι άλλωστε γνωστό ότι το σχολείο παίζει για κάποιους γονείς το ρόλο «παρκαρίσματος» των παιδιών τους και τη σιγουριά που προσφέρει το σχολείο, για πολλούς λόγους.
Προφανώς όταν η υπουργός Παιδείας έλεγε ότι «Η τηλεκπαίδευση ήρθε για να μείνει», αγνοούσε ή δεν θυμόταν τα παραπάνω. Ούτε όταν έλεγε ότι «είναι χρυσή ευκαιρία η πανδημία για την εξοικείωση μαθητών και εκπαιδευτικών με την εξ αποστάσεως διδασκαλία!» Όταν λες ότι περιμένεις την αφορμή μιας πανδημίας για να εξοικειωθούν με την τηλεκπαίδευση όσοι ασχολούνται μ’ αυτήν, κάτι δεν πάει καλά με τα σχέδια που διαχειρίζεται η υπουργός στο ΥΠΑΙΘ.
Η εκπαίδευση στη χώρα μας έχει ταλαιπωρηθεί αρκετά τις τελευταίες δεκαετίες και πάντα ελπίζει ότι θα βρει τη γόνιμη μήτρα για να ξαναγεννηθεί… σίγουρα αυτή η μήτρα δεν είναι η τηλεκπαίδευση!
Το σχολείο, οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές, ειδικότερα στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή χρειάζονται εθνική υποστήριξη. Αυτονόητα οι ευπαθείς ομάδες μαθητών πρέπει να συνεχίσουν την εξ αποστάσεως διδασκαλία, ενώ θα πρέπει προληπτικά όλοι, μαθητές και εκπαιδευτικοί, να κάνουν περιοδικά τεστ για τον κορωνοϊό.
Είναι αξιοσημείωτο ότι με βάση κινεζικές μελέτες, τα παιδιά ακόμη και αν κολλήσουν, έχουν 2.000 φορές μικρότερη πιθανότητα να πεθάνουν από ό,τι οι άνω των 60 ετών.
Ακόμη ερευνητές στην Ισλανδία και στην Ολλανδία δεν βρήκαν ούτε μία περίπτωση παιδιού που να έφερε τον κορωνοϊό στην οικογένεια του. Αλλά και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) δήλωσε ότι η μετάδοση του ιού από παιδί σε ενήλικο «φαίνεται να είναι ασυνήθιστη».
Παρ’ όλα αυτά οι εκπαιδευτικοί για μια ακόμη φορά, παρά τις αντιξοότητες των συνθηκών, παρά την αδιοριστία των τελευταίων δέκα ετών, των περικοπών λόγω μνημονίων και την αύξηση του μέσου όρου ηλικίας τους να ξεπερνά τα 52 έτη, χωρίς κανενός είδους σεμινάριο από το υπουργείο, όχι μόνο μπήκαν στα βαθιά, αλλά ξεπέρασαν κάθε προσδοκία ακόμη και αυτών των ιδίων! Ανταποκρίθηκαν στο λειτούργημα που επέλεξαν να υπηρετήσουν, με απόλυτη συναίσθηση της ευθύνης απέναντι στους μαθητές τους, στους γονείς, στα δύσκολα κελεύσματα των καιρών, στην κοινωνία αλλά και στις κάθε λογής Κασσάνδρες και σειρήνες…
Αναλογιζόμενος τα παραπάνω, θυμήθηκα αυτό που είχε πει ο Δρ. Χαϊμ Γκίνο. Ότι οι εκάστοτε κυβερνώντες, ενώ βάζουν και περιμένουν ουσιαστικά ανεπίτευκτους στόχους από τους εκπαιδευτικούς, με εντελώς ανεπαρκή εργαλεία, απορούν πως εκείνοι τελικά μπορούν τις περισσότερες φορές και πραγματοποιούν εκπαιδευτικά θαύματα, πραγματοποιώντας τέτοιου είδους αδύνατα εγχειρήματα!».
Για όλους τους παραπάνω λόγους και για πολλούς ακόμη, είναι επιτακτική ανάγκη και ευχή να ανοίξουν ξανά τα σχολεία με το νέο έτος, έστω και με μαθήματα εκ περιτροπής, με τους μισούς μαθητές κάθε φορά. Για να υπάρξει η σωστή, υγιή, πραγματική εκπαιδευτική διαδικασία και συνέχεια, την οποία μόνο η δια ζώσης διδασκαλία μπορεί να προσφέρει, σε όσους εμπλέκονται σ’ αυτήν.