Επειδή αναφέρθηκα ως προτεινόμενος για το Δ.Σ. της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, τόσο στο δημοσίευμα των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» (28-4-2015) όσο και σε εκείνο του Μιχάλη Τζεκάκη στην ίδια εφημερίδα (30-4-2015), οφείλω να δηλώσω κατηγορηματικά ότι δεν έχω καμιά επιθυμία, πρόθεση, επιδίωξη ή φιλοδοξία να γίνω χαλίφης στη θέση του χαλίφη, ούτε «συνωστίζομαι για την κορδέλα των εγκαινίων». Άλλωστε οι μειωμένες σωματικές μου δυνάμεις δεν μου επιτρέπουν να αναλάβω τέτοιες ευθύνες. Όμως είναι αυτονόητο ότι οι όποιες γνώσεις μου πάνω σε θέματα βιβλιοθηκών και η 35χρονη εμπειρία μου είναι στην διάθεση του προσωπικού της Βιβλιοθήκης.
Σήμερα η Βιβλιοθήκη βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Έχει ένα καινούριο κτίριο και ουδείς αρνείται τη συμβολή του Μιχάλη Τρούλη στην επίτευξη αυτού του στόχου. Όμως τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Βρισκόμαστε στη μέση μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που πλήττει τους πάντες και τα πάντα. Χρήματα δεν υπάρχουν ούτε για την αντιμετώπιση στοιχειωδών λειτουργικών αναγκών, ούτε καν για τον καθαρισμό του νέου κτιρίου. Για να λειτουργήσει η νέα Βιβλιοθήκη πρέπει να μεταφερθεί εκεί ο τεράστιος όγκος του υλικού, εφόσον βέβαια προηγηθεί η προμήθεια επίπλων και βιβλιοστασίων, η οποία εκκρεμεί. Η μετακόμιση μιας βιβλιοθήκης δεν είναι τόσο απλή όσο μιας οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας. Απαιτεί χρήματα, χρόνο, κόπο και σύστημα. Το ελάχιστο προσωπικό της Βιβλιοθήκης, παρά τη φιλοτιμία του, δε μπορεί να αντεπεξέλθει σε ένα τόσο δύσκολο έργο. (Θεωρώ ότι πολύτιμος αρωγός σε αυτό το θέμα και όχι μόνο, θα μπορούσε να είναι ο Μιχάλης Τζεκάκης, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του την απολύτως επιτυχή μετακόμιση της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης από τα Περιβόλια στου Γάλλου σε ελάχιστο χρόνο και χωρίς να κλείσει ούτε για μια μέρα η Βιβλιοθήκη). Ούτε βεβαίως μπορεί να λειτουργήσει, έστω και στοιχειωδώς, με τόσο λίγο προσωπικό ένα μεγάλο κτίριο πέντε επιπέδων, τόσο όσον αφορά στην εξυπηρέτηση του κοινού, όσο και στον έλεγχο και στην ασφάλεια των εγκαταστάσεων και του υλικού.
Θα μπορούσα να κατηγορηθώ ως «Κασσάνδρα» που φέρνω την καταστροφή. Μακάρι να ήταν έτσι. Τα προβλήματα είναι εδώ και θέλουν αντιμετώπιση.
Η απάντηση και η λύση στα προβλήματα αυτά είναι μία και μονολεκτική: ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ.
Ένα από τα καλά της κρίσης (αν η κρίση έχει και καλά) είναι ότι αναζωπύρωσε το πνεύμα του εθελοντισμού και κινητοποίησε ανθρώπους που έχουν διάθεση να προσφέρουν. Ήδη πολλοί φορείς και πρωτοβουλίες στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην εθελοντική προσφορά. Έχω υπόψη μου πολλές βιβλιοθήκες που αντιμετωπίζουν την έλλειψη προσωπικού με εθελοντές, με πιο κοντινό παράδειγμα τη Βιβλιοθήκη των Χανίων. Βέβαια η εθελοντική προσφορά χρειάζεται ανταπόκριση και από την άλλη πλευρά. Όμως η μέχρι τώρα στάση του Προέδρου ήταν αρνητική για να μην πω εχθρική σε κάθε προσφορά και πρωτοβουλία για βοήθεια προς τη Βιβλιοθήκη. Ούτε πρέπει να είμαστε αρνητικοί και καχύποπτοι σε πρωτοβουλίες ιδιωτικών φορέων, όπως για παράδειγμα το πρόγραμμα «Future Library» του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, από το οποίο επωφελήθηκαν δεκάδες μικρές και μεγάλες βιβλιοθήκες σε όλη την Ελλάδα και η μόνη που έμεινε εκτός νυμφώνος ήταν η Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου, όχι με ευθύνη του Ιδρύματος βεβαίως.
Άλλη μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει η νέα Βιβλιοθήκη είναι η διαχείριση της μεγάλης δωρεάς του Γ. Π. Εκκεκάκη. Δεν ξέρω αν έχει γίνει αντιληπτό το μέγεθος και η σημασία αυτής της δωρεάς. Πρόκειται για δωρεά ανυπολόγιστης αξίας (όχι μόνο οικονομικής), της οποίας η διαχείριση θέλει μεγάλη προσοχή και σκέψη και δεν μπορεί να είναι έργο ενός μόνο ανθρώπου. Έχω ξαναγράψει ότι η δωρεά αυτή αλλάζει την υπόσταση της Βιβλιοθήκης και την ανεβάζει σε άλλο επίπεδο. Με τη δωρεά αυτή η Δημόσια Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου θα μπορούσε να καταστεί ένα Κέντρο Κρητολογικών Ερευνών, το οποίο απουσιάζει από την Κρήτη, και στο οποίο θα μπορούσαν να καταφεύγουν ερευνητές από όλο τον κόσμο. Η Βιβλιοθήκη πρέπει να αποδείξει πως ήταν άξια μιας τέτοιας δωρεάς.
Στο χέρι όλων μας είναι.
* Ο Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου είναι π. διευθυντής της Δ.Κ. Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης