Η αστάθεια του φορολογικού συστήματος, σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση και την φοροδιαφυγή (λόγω του αθέμιτου ανταγωνισμού που παράγει), αποθαρρύνει τις μεγάλες και σοβαρές επιχειρήσεις να επενδύσουν στη χώρα μας, ενώ πολλές από τις υφιστάμενες επιλέγουν να μεταφέρουν στο εξωτερικό την έδρα τους, αναζητώντας ένα πιο σταθερό και λιγότερο αιφνιδιαστικό περιβάλλον.
Η πολυνομία, η πολυπλοκότητα και η ευμεταβλητότητα, που διέπουν τη φορολογική νομοθεσία συνιστούν αντικίνητρο για τη φορολογική συμμόρφωση, παράλληλα δε, συμβάλλουν στην ενίσχυση της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της διαφθοράς και δυσχεραίνουν σημαντικά το έργο της δίκαιης απονομής της Δικαιοσύνης.
Πώς είναι δυνατόν να πεισθεί ένας επιχειρηματίας ή επενδυτής να αναλάβει πρωτοβουλίες στην Ελλάδα -έστω και με επιδότηση- όταν καλείται να πληρώσει 29% φόρο επιχειρήσεων, 15% φόρο μερισμάτων, 5-10% εισφορά αλληλεγγύης, ΕΝΦΙΑ επιχειρήσεων, υψηλούς φόρους στην ενέργεια και στην τηλεφωνία. Για ποιο λόγο θα αποφασίσει κανείς σήμερα να επενδύσει στην Ελλάδα και όχι σε μια γειτονική χώρα, όπου η συνολική επιβάρυνση δεν ξεπερνά το 27%.
Τα τελευταία χρόνια, οι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι του εξωτερικού δείχνουν την τάση να «ξεχάσουν» την Ελλάδα και να ασχοληθούν ξανά μαζί της μόνο στην περίπτωση που υπάρξουν σοβαρές ενδείξεις ανάκαμψης, καθώς η καθυστέρηση των αναγκαίων οικονομικών μεταρρυθμίσεων, η αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και ένα εχθρικό ρυθμιστικό και φορολογικό περιβάλλον κρατούν καθηλωμένη την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Το πολύπλοκο και γραφειοκρατικό σύστημα της χώρας μας, τις περισσότερες φορές ευθύνεται για το μπλοκάρισμα ελληνικών και ξένων επενδύσεων με αποτέλεσμα την δυσαρέσκεια των επενδυτών από τις πολυετείς και χρονοβόρες διαδικασίες και τον σκεπτικισμό που βλέπουν πλέον οι επενδυτές την χώρα μας.
Είναι δεκάδες τα παραδείγματα επενδυτών που ενώ έδειξαν ενδιαφέρον για πραγματοποίηση στρατηγικής σημασίας επενδύσεων, η κατάσταση που αντιμετώπισαν τους ανάγκασε να αποχωρήσουν, στερώντας τη χώρα από δεκάδες δισ. ευρώ επενδύσεων και ακόμα περισσότερα κεφάλαια από χαμένους φόρους, εισφορές και θέσεις εργασίας. Μάλιστα, υπολογίζεται ότι πάνω από 15 περιπτώσεις αιτήσεων για επενδύσεις «κόλλησαν» στα γρανάζια της γραφειοκρατίας.
Η νοσηρότητα του καθεστώτος αδειοδότησης των επενδύσεων στην Ελλάδα αποδεικνύεται με πληθώρα περιπτώσεων άκαρπων επενδυτικών προσπαθειών.
Ας μην ξεχνάμε, ότι η διαδικασία αδειοδότησης που περιλαμβάνει τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων και πολεοδομικού σχεδιασμού (ΕΣΧΑΣΕ και ΕΣΧΑΔΑ), προϋποθέτει από 50 έως 100 εγκρίσεις, ενώ απαραίτητη είναι και η χορήγηση γνωμοδοτήσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο ή το ΣτΕ. Αν υπολογίσουμε τη διαδικασία αυτή σε χρόνια αναμονής, καταλαβαίνουμε αμέσως γιατί πολλοί πρόθυμοι επενδυτές επιλέγουν να επενδύσουν ακόμη και σε χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού.
Η κουλτούρα διαφθοράς, διαπλοκής και γραφειοκρατίας 40 ετών απωθεί τα ξένα κεφάλαια, καθώς κανείς δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει ότι η επένδυσή τους στη χώρα μας θα είναι περισσότερο καίρια και επικερδής απ’ ότι σε μία γειτονική χώρα.
Την ίδια ώρα οι γειτονικές χώρες κάνουν άλματα. Και όσο εμείς θα συζητάμε για τα αυτονόητα, όσο θα στέλνουμε αντιφατικά μηνύματα ότι «θέλουμε τις επενδύσεις αλλά όχι τους επενδυτές» κάποιοι άλλοι θα αρπάζουν τις ευκαιρίες και θα γεύονται τους καρπούς της ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα, στην πλειονότητα των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ το επενδυτικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από χαμηλή φορολογία, μικρό απαιτούμενο κεφάλαιο επένδυσης, σταθερό τραπεζικό σύστημα, χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές.
Τέλος η δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση, είναι ίσως ο σοβαρότερος, αλλά όχι ο μόνος λόγος για τη χαμηλή επενδυτική δραστηριότητα στην Ελλάδα – και στην Ευρώπη. Για να κινητοποιηθούν ιδιωτικά κεφάλαια και επενδύσεις χρειάζονται και χρηματοδοτικά κίνητρα.
Είναι λοιπόν, προφανέστατοι οι λόγοι για τους οποίους ο επενδυτής προτιμά να στραφεί σε οικονομίες χωρών, οι οποίες ενδεχομένως να μην διαθέτουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας.
Είναι πλέον άμεση η ανάγκη συνειδητοποίησης του ότι χωρίς επενδύσεις η επιστροφή σε πορεία ανάπτυξης αποτελεί μακρινό όνειρο, χωρίς εισροή κεφαλαίων η αύξηση των εισοδημάτων και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου αποτελούν αυταπάτες.
Χρειάζεται ένας συνδυασμός τεχνοκρατικών και πολιτικών ικανοτήτων. Χρειάζονται αποτελεσματικοί μηχανισμοί παρακολούθησης και αξιολόγησης. Χρειάζεται ξεκάθαρη στρατηγική και απόλυτη διαφάνεια. Κυρίως, όμως, χρειάζεται μια συνεκτική οικονομική και δημοσιονομική πολιτική. Μια πολιτική που δεν θα ακυρώνει τις χρηματοδοτικές ευκαιρίες, αλλά αντίθετα θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την καλύτερη δυνατή αξιοποίησή τους.
Συνεπώς, η προσέλκυση επενδύσεων και η επαναφορά στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κανονικότητα προϋποθέτει την εφαρμογή ενός νέου υποδείγματος εξωστρεφούς και διατηρήσιμης ανάπτυξης, που θα βασίζεται στους τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας οφείλουν να βρίσκονται στην αρχή της ατζέντας των κυβερνητικών στελεχών.
* Ο Σταύρος Βουρβαχάκης είναι οικονομολόγος-δημοτικός σύμβουλος