Β’
Σύμφωνα με το Δημοτικό Πρόγραμμα που κατάρτισα και στόχευε στην οικονομική, πολιτισμική και κοινωνική ανάπτυξη της πόλης, είχα πάντοτε στο μυαλό μου τη συστηματοποίηση και παγίωση ως θεσμών των αντίστοιχων εκδηλώσεων και περίμενα τις κατάλληλες ευκαιρίες για να τις προωθήσει ο Δήμος. Η πρώτη σημαντική ευκαιρία δόθηκε όταν το 1990 ανέλαβα πάλι Δήμαρχος και ήρθε η Περιηγητική και κάποιοι που δεν θυμούμαι και, κινούμενοι από το ενδιαφέρον που είχα δείξει τα προηγούμενα χρόνια, μου πρότειναν ν’ αναλάβει ο Δήμος το Καρναβάλι, το οποίο είχε από κάποια χρόνια σταματήσει. Το ήθελα και αποδέχθηκα ευχαρίστως, αλλά δεν το ενέταξα στα δημοτικά έργα, γιατί δεν ήθελα να εμπλακεί στη σχετική γραφειοκρατία που θα στραγγάλιζε τη διάθεση και το μεράκι των ενδιαφερομένων. Το έθεσα υπό την αιγίδα του Δήμου, εγκρίναμε στο Δημοτικό Συμβούλιο μια καλή οικονομική ενίσχυση για την κατασκευή αρμάτων και το βοηθήσαμε με κάθε τρόπο και οι ενδιαφερόμενοι ήξεραν ότι είχαν τη στήριξη του Δήμου. Έτσι ξεκίνησε πάλι σε πάγιες βάσεις, με ελεύθερη συμμετοχή των ιδιωτών, που ενεργοποιήθηκαν σε μεγάλη έκταση, ακόμη και πολλά χωριά κατέβασαν άρματα και ομάδες χορευτών.
Με το Καρναβάλι έγινε το πρώτο βήμα για την υλοποίηση του δημοτικού σκεπτικού. Ήθελα να παγιωθούν δύο πολιτισμικοί θεσμοί και δύο ψυχαγωγικοί – τουριστικοί για να καλύπτεται ολόκληρο το δωδεκάμηνο και να δημιουργηθεί και να εκφραστεί προς τα μέσα και προς τα έξω μια ζωντάνια κι ένας δυναμισμός στο φτωχό τότε Ρεθυμνάκι των 14.500 κατοίκων. Το Καρναβάλι κι η Γιορτή του Κρασιού ήταν οι ψυχαγωγικοί – τουριστικοί και το Αναγεννησιακό Φεστιβάλ, που το αναλάβαμε στο Δήμο όταν το άφησε η Νομαρχία, και το Κυνήγι του Θησαυρού, που μου εισηγήθηκε η Ελένη Τζέτζου, Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, και της το ανέθεσα και το διοργάνωσε με μεγάλη επιτυχία, οι πολιτισμικοί. Η Γιορτή του Κρασιού έμεινε στην Περιηγητική με τη στήριξη του Δήμου.
Η στήριξη του Δήμου προς το Καρναβάλι ήταν διακριτική, θα έλεγα οικονομική και συμβουλευτική, και ενθάρρυνε τους συμπολίτες να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους και να αναπτύξουν τα ταλέντα τους. Θέλοντας να οργανωθεί καλύτερα το Καρναβάλι, κατασκευάσαμε στο οικόπεδο των Δημοτικών Σφαγείων, για τα οποία είχαμε αγοράσει 17,5 στρέμματα, ένα πολύ μεγάλο κλειστό Εργαστήριο, ώστε αφενός να εργάζονται με άνεση και ζεστασιά οι κατασκευαστές των αρμάτων και αφετέρου να φυλάσσονται εκεί τα χρησιμοποιημένα άρματα, ως υλικά πλέον, και να μην καταστρέφονται έκθετα στα χωράφια, όπως γινόταν μέχρι τότε. Έτσι μέσα σε λίγα χρόνια το Καρναβάλι όπως και το Κυνήγι του Θησαυρού, πήραν τεράστιες διαστάσεις, ανέπτυξαν τη δική τους αυτόνομη δυναμική και έφτασαν να κινητοποιούν πάρα πολύ κόσμο, αλλά και να προσελκύουν χιλιάδες επισκέπτες από άλλες πόλεις, ακόμη και από την Αθήνα. Αυτονόητη είναι και η τουριστική – οικονομική σημασία, ιδίως του Καρναβαλιού, καθώς και των παράπλευρων εμπορικών και κατασκευαστικών δραστηριοτήτων. Το σκεπτικό του Δήμου ευοδώθηκε με το μέγιστο όφελος για την πόλη.
Ωστόσο δεν έγιναν όλα στο Καρναβάλι όπως θα ήθελα. Η αντίληψη που είχα και έχω γι’ αυτό συνοψίζεται σε δύο λέξεις – άξονες: Θέαμα και Σάτιρα καλής ποιότητας, αλλά ίσχυσε εν μέρει μόνο.
Στα χρόνια της Δημαρχίας μου και έκτοτε έχουν παρελάσει εκπληκτικά άρματα, πραγματικά έργα τέχνης και έμπνευσης. Θα αναφέρω δύο: Ένα κουρσάρικο καράβι, προσεγμένο σε κάθε λεπτομέρεια, όπως και οι στολές των κουρσάρων. Αν η μνήμη μου δεν με γελά, δικά τους ήταν τα «ξίφη» που είχαν κατασκευαστεί από δύο συνεστραμμένα και αποξηραμένα… πέη ταύρου, που προμηθεύτηκαν από τα Σφαγεία. Οι κουρσάροι με άρπαξαν μπροστά από το Δημαρχείο, απ’ όπου παρακολουθούσαμε την παρέλαση, με πέταξαν κυριολεκτικά πάνω στο καράβι και κάμαμε το υπόλοιπο της διαδρομής μαζί διασκεδάζοντας. Στο τέλος μου χάρισαν ένα «ξίφος» που φαίνεται στη φωτογραφία. Ήταν το 1994.
Ένα άλλο άρμα παρουσίαζε ένα τεράστιο δεινόσαυρο με εκπληκτική τελειότητα, που είχε μέσα του πλήρωμα, όπως ο Δούρειος Ίππος. Το αστείο ήταν ότι είχαν κατασκευάσει με πλαστικά μπουκάλια νερού παραγεμισμένα με κομφετί, αποκριάτικες «βόμβες» και τις πυροδοτούσαν από τον… πισινό του δεινόσαυρου με κάποιο βαρελότο. Έτσι, ο δεινόσαυρος καθώς παρήλαυνε… ξανέμιζε ηχηρά βομβαρδίζοντας τους παραταγμένους θεατές με ένα σύννεφο από κομφετί.
Ανέφερα κατ’ εξαίρεση τα άρματα αυτά, γιατί το ευρηματικό χιούμορ τους παραπέμπει μακρινά στις πολύ πιο ρεαλιστικές εκδηλώσεις των αρχαίων Διονυσίων και τις απροκάλυπτες αστειότητες του Αριστοφάνη. Υπήρξαν κι άλλα πολλά ευρηματικά και θεαματικά άρματα, που εξέφραζαν γνήσιο καρναβαλικό πνεύμα.
Επίσης άξιες λόγου, συχνά και θαυμασμού, είναι οι στολές των καρναβαλιστών και συνέστησα να κρατούν όλες οι ομάδες κάποια αντιπροσωπευτικά δείγματα με απώτερο σκοπό να δημιουργήσει ο Δήμος κάποτε ένα μουσείο του Καρναβαλιού, που θα ήταν Μουσείο εμπνεύσεων, μαζί με φωτογραφικό υλικό και σχετικά αντικείμενα. Θα μπορούσε αργότερα να εκδοθεί και ένα αντίστοιχο Λεύκωμα. Το Μουσείο αυτό μαζί με το Εργαστήριο στα Σφαγεία, ήθελα να δώσει υπόσταση και σταθερότητα στο θεσμό, να αυξήσει τη δυναμική του και να τον παγιώσει στην αντίληψη των Ρεθεμνιωτών αλλά και ευρύτερα. Ελπίζω να γίνει κάποτε το Μουσείο Καρναβαλιού.
Υπήρξαν όμως παράλληλα και εμφανίσεις «αρμάτων» που δεν είχαν πολλή σχέση με το Καλό Γούστο. Ήσαν κατασκευές πρόχειρες.
Παρά την αναμφισβήτητη ωρίμανση του θεσμού, πρόβλημα Ποιότητας και Καλού Γούστου εξακολουθεί να υπάρχει. Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει πλήρης ομοιογένεια στην καλαισθησία των αρμάτων, συχνά παρατηρείται κλιμάκωση, από πολύ υψηλού επιπέδου μέχρι κάπως χαμηλού. Ίσως είναι καιρός να συγκροτήσουν οι ίδιοι οι καρναβαλιστές μια «Επιτροπή Ποιότητας», η οποία με σταθερά κριτήρια, ίσως με τη βοήθεια κάποιου ειδικού, να ανεβάσει το αισθητικό επίπεδο του Καρναβαλιού στο σύνολό του, ώστε να μην παρουσιάζει καμιά ανομοιογένεια ούτε αισθητικές αποκλίσεις.
Για την ιστορία θα προσθέσω ότι δυο φορές παραβίασα την αρχή μου της ελεύθερης έκφρασης των καρναβαλιστών ειδοποιημένος από καρναβαλιστές: Τη μια φορά κατασκευαζόταν ένα άρμα που παρωδούσε ένα εκκλησιαστικό μυστήριο και την άλλη ένα άλλο με μια χυδαιότητα. Εζήτησα αποφασιστικά να αλλάξουν και τα δύο περιεχόμενο και οι ομάδες το δέχτηκαν.
Ανέφερα προηγουμένως τους βασικούς λόγους, για τους οποίους κατά τη γνώμη μου το Καρναβάλι παγιώθηκε και αναπτύχθηκε στην πόλη μας: Η αξιολόγησή του από το Δήμο ήταν σοβαρός λόγος αλλά το μεράκι, το κέφι και η έμπνευση των καρναβαλιστών ήταν ο σπουδαιότερος.
Εύχομαι οι ιστορικές εξελίξεις που διαγράφονται να ευνοήσουν τελικά τον τόπο μας και να ομαλοποιηθεί η κατάσταση και η ζωή των ανθρώπων, ώστε και το Καρναβάλι να συνεχίσει ν’ αποτελεί μια θετική έκφραση της ρεθεμνιώτικης πραγματικότητας.