Ιστορίες συριζαϊκής «τρέλας» με τον δανεισμό του ελληνικού δημοσίου. Ο κ. Τσίπρας έφυγε από το τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο με 24 δισ. λιγότερα από τα συμφωνηθέντα. Τώρα το ελληνικό δημόσιο βγαίνει στις αγορές σε δύσκολες συνθήκες για να δανειστεί πολύ λιγότερα, με μικρότερη περίοδο εξόφλησης και με 3,5 φορές μεγαλύτερο επιτόκιο. Όλα αυτά ενώ το χρέος του ελληνικού δημοσίου έκανε ρεκόρ το 2018, φτάνοντας στο 182% του ΑΕΠ παρά τα λεγόμενα υπερπλεονάσματα.
Δύσκολη έξοδος
Η έξοδος του ελληνικού δημοσίου στις αγορές, από τις οποίες άντλησε γύρω στα 2,5 δισ. ευρώ με πενταετές ομόλογο και επιτόκιο της τάξης του 3,5%, μπορεί να θεωρηθεί θετική εξέλιξη, με την έννοια ότι αποδεικνύεται στην πράξη ότι οι αγορές εμπιστεύονται την ελληνική οικονομία επιβάλλοντας όμως ένα «τσουχτερό» επιτόκιο για τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν.
Η υπόθεση όμως μετατρέπεται σε πολιτικό σίριαλ χαμηλού επιπέδου εάν λάβουμε υπόψη μας ότι ο κ. Τσίπρας έφυγε από το τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο παίρνοντας 24 δισ. ευρώ λιγότερα από αυτά που είχαν συμφωνηθεί για να κερδίσει πόντους στη σχέση του με τους Ευρωπαίους εταίρους-πιστωτές.
Τους βοήθησε να επιχειρηματολογήσουν στις χώρες τους ότι το κόστος του τρίτου ελληνικού προγράμματος ήταν τελικά μικρότερο απ’ ό,τι είχε συμφωνηθεί και γι’ αυτό ο κίνδυνος να πληρώσουν οι φορολογούμενοι πολίτες ενδεχόμενη αποτυχία του ελληνικού προγράμματος δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο τον εμφάνιζαν αντιπολιτευόμενα κόμματα στις χώρες τους.
Αυτή η πολιτική εξυπηρέτηση που έκανε ο κ. Τσίπρας μας στέρησε τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουμε με ένα ποσό της τάξης των 14 δισ. ευρώ την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, το οποίο δέχτηκε φοβερό πλήγμα το 2015, και να διαχειριστούν οι τράπεζες τα κόκκινα δάνεια χωρίς οικονομικά και κοινωνικά δράματα.
Δημιουργήθηκε έτσι μια τεράστια τρύπα στη χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους και της ελληνικής οικονομίας, την οποία τρέχει τώρα να καλύψει σταδιακά η κυβέρνηση. Είναι άλλο όμως να δανείζεσαι 2,5 δισ. με επιτόκιο 3,5% και πενταετή ορίζοντα και άλλο να έχεις εξασφαλίσει μια δύναμη πυρός 24 δισ. ευρώ, με προνομιακό επιτόκιο 1% και τουλάχιστον δεκαετή περίοδο αποπληρωμής.
Αναγκαία σύγκριση
Το επιτόκιο της τάξης του 3,5% για το νέο πενταετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου είναι βραχυπρόθεσμα «τσουχτερό» και μακροπρόθεσμα απαγορευτικό.
Αυτή την περίοδο το επιτόκιο για το πενταετές ομόλογο του πορτογαλικού δημοσίου είναι κάτω από το 0,5%, γεγονός που δείχνει τη διαφορά αξιοπιστίας μεταξύ Πορτογαλίας και Ελλάδας. Τις τελευταίες δεκαετίες είναι δύο χώρες οικονομικά συγκρίσιμες. Η Πορτογαλία βγήκε από την δοκιμασία του μνημονίου το 2014 και η Ελλάδα θα ακολουθούσε το 2015 εάν δεν παρενέβαιναν οι «σωτήρες» του ΣΥΡΙΖΑ.
Το στοίχημα για την Ελλάδα είναι να μειώσει τα επιτόκια δανεισμού για τα δεκαετή ομόλογα στα επίπεδα της Πορτογαλίας (της τάξης του 1,7%) και στη συνέχεια κάτω από το 1% του προνομιακού επιτοκίου των δανειακών προγραμμάτων της Ε.Ε.
Με αυτή την κυβέρνηση και την πολιτική που ακολουθεί δεν μπορούμε να περιμένουμε μεγάλη υποχώρηση των επιτοκίων δανεισμού. Είμαστε υποχρεωμένοι όμως να βρούμε τον τρόπο να πάμε προς τα εκεί, γιατί διαφορετικά θα επιβεβαιωθούν οι αρνητικές προγνώσεις του ΔΝΤ.
Ο διεθνής οργανισμός θεωρεί ότι για λόγους που έχουν σχέση με διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας αλλά και το δημογραφικό η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να έχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για πολλά χρόνια και γι’ αυτό δεν μπορεί να ελπίζει σε μεγάλη μείωση, μεσομακροπρόθεσμα, των επιτοκίων δανεισμού του Δημοσίου.
Έτσι με το πέρασμα του χρόνου θα αυξηθούν οι τόκοι που θα πρέπει να καταβάλει το δημόσιο στους πιστωτές του σε ετήσια βάση, δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί και θα καταλήξουμε σε νέο δανειακό πρόγραμμα, με το σχετικό μνημόνιο.