Ο τίτλος του παρόντος άρθρου αποτελεί παράφραση της ρήσης του James Carville, «It’s the economy, stupid» (είναι η οικονομία, ανόητε).
Ο τίτλος θέλει να σηματοδοτήσει, εξ αρχής, ότι οι αντιφατικές και παράλογες απαιτήσεις των εταίρων και δανειστών μας – κατά την κρίση των εκάστοτε κυβερνόντων αντιφατικές και παράλογες – οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην απώλεια κάθε αξιοπιστίας των ελληνικών κυβερνήσεων. Και αυτό όχι μόνο στην παρούσα περίοδο κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά πολύ ενωρίτερα, όπως προκύπτει από τα ίδια τα δεδομένα, τα οποία γνωρίζει κάθε στοιχειωδώς ενημερωμένος Έλληνας πολίτης και φυσικά και οι εταίροι – δανειστές μας.
Ας ανακαλέσουμε, όμως, στη μνήμη μας τα πιο σημαντικά από αυτά. Ο Γιώργος Παπανδρέου υποστήριζε, ότι «λεφτά υπάρχουν» μέχρι τον Οκτώβρη του 2009, για να μας γνωστοποιήσει τον Απρίλιο του 2010, από το ακριτικό Καστελόριζο, πως μόνο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μπορεί να μας σώσει από τη χρεοκοπία. Υπέγραψε το πρώτο μνημόνιο και τα συμφώνησε με τους Ευρωπαίους εταίρους. Και ενώ όλα έδειχναν, ότι τα πράγματα αρχίζουν μπαίνουν σε μια τάξη, θυμήθηκε το δημοκρατικό δικαίωμα του λαού να αποφασίζει για την τύχη του και ανακοίνωσε την πρόθεσή του να πάει για δημοψήφισμα.
Ακολούθησαν, ο αιφνιδιασμός των ευρωπαίων εταίρων και η οργισμένη αντίδρασή τους, η ταπεινωτική, για την ελληνική πλευρά, συνάντηση στις Κάνες και η κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου.
Την ίδια περίοδο ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε υψώσει το αντιμνημονιακό λάβαρο και μέσα από τα Προγράμματα του Ζαππείου υπόσχονταν έξοδο από το μνημόνιο, έξοδο από την κρίση και οικοδόμηση μιας νέας Ελλάδας. Για να ακολουθήσουν αντ’ αυτών: η συναίνεση σε μια μνημονιακή κυβέρνηση (Παπαδήμου), η ψήφιση του δεύτερου μνημονίου και η υποχρέωση του Α. Σαμαρά ως πρωθυπουργού πλέον, μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012, να το εφαρμόσει.
Ο αντιμνημονιακός Σαμαράς έγινε μνημονιακός, αλλά ασυνεπής, γιατί ξέχασε να κάνει τις δομικές μεταρρυθμίσεις που είχε υποσχεθεί στους Ευρωπαίους εταίρους. Και το χειρότερο, μετά τις ευρωεκλογές, τον Μαΐου του 2014, οι δικές του παλινωδίες αυξήθηκαν, το πρόγραμμα αντί να εφαρμόζεται άρχισε να ξεχειλώνει και το τέλος και της δικής του κυβέρνησης δεν άργησε να έλθει.
Σ’ αυτό συνέβαλε αποφασιστικά ο νέος πολλά υποσχόμενος και διψασμένος για εξουσία πρόεδρος της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του, ο ΣΥΡΙΖΑ, θα έσκιζαν τα μνημόνια και θα εφάρμοζαν το περίφημο Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης, μόλις θα έρχονταν στη κυβέρνηση.
Ξέχασε όμως και αυτός το αντιμνημονιακό του παρελθόν και κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ συνέβησαν και συμβαίνουν τα πλέον αντιφατικά πράγματα, από την έναρξη της κρίσης, τα οποία δύσκολα μπορούν να παρακολουθήσουν, να κατανοήσουν και να ανεχθούν οι ευρωπαίοι εταίροι μας καθώς και το ΔΝΤ.
Ας σταχυολογήσουμε μερικά από αυτά:
Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν κατανοούν, πώς είναι δυνατό να συγκυβερνούν ένα «ριζοσπαστικά αριστερό» και ένα «ριζοσπαστικά δεξιό» κόμμα. Και δεν το κατανοούν, γιατί οι Βορειο- και Κεντροευρωπαίοι συγκυβερνούν στη βάση μιας προγραμματικής συμφωνίας και όχι στη βάση νομής της εξουσίας.
Δεν κατανοούν, πώς μια κυβέρνηση απορρίπτει μια – κατά την άποψή τους συμφέρουσα συμφωνία -, καταφεύγει σε δημοψήφισμα προτείνοντας μάλιστα στο λαό να πει ΟΧΙ στη συμφωνία, στη συνέχεια μετατρέπει το ΟΧΙ σε ΝΑΙ και καταλήγει να υπογράψει ένα τρίτο μνημόνιο επαχθέστερο από τα δυο προηγούμενα, δεδομένου ότι είχε ήδη επιβαρύνει οικονομικά τη χώρα.
Δεν κατανοούν, πώς είναι δυνατό να υπογράφει κάποιος μια συμφωνία και αμέσως μετά να λέει, ότι δεν πιστεύει σε αυτή, αλλά μη έχοντας άλλη λύση την υπέγραψε. Και φυσικά δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εταίρο τους, ότι θα εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα, αφού δεν τα πιστεύει.
Για όλους του παραπάνω λόγους, αλλά και για άλλους που δεν μπορούν να αναλυθούν στο πλαίσιο ενός άρθρου, οι ευρωπαίοι εταίροι – δανειστές και το ΔΝΤ δεν κλείνουν τη δεύτερη αξιολόγηση και απαιτούν τη θέσπιση μέτρων που θα υπερβαίνουν το χρονικό όριο του τρίτου μνημονίου.
Η απαίτηση τους αυτή, αποτελεί λογική συνέπεια των μέχρι τώρα εξελίξεων και η κυβέρνηση δεν έχει άλλη επιλογή παρά να την αποδεχτεί. Εκτός και αν καταφύγει σε εκλογές, για να «λυτρωθεί» και αυτή και να υλοποιηθεί η προφητεία, ότι κάθε μνημόνιο τρώει και μια κυβέρνηση – και όλες μαζί κατατρώγουν την ελληνική κοινωνία.
Και αν γίνουν εκλογές, τι θα αλλάξει; Θα ακολουθήσει κάποιος πιο αξιόπιστος πρωθυπουργός και κάποια κυβέρνηση με κύρος ; Τα πράγματα και τα πρόσωπα δεν επιτρέπουν μια τέτοια αισιόδοξη εξέλιξη.
Εκτός και αν συμβεί το αναπάντεχο. Δηλαδή, εν όψει μιας ενδεχόμενης, αν όχι επερχόμενης καταστροφής -όχι μόνο οικονομικής, αυτή είναι δεδομένη, αλλά και εθνικής λόγω των εξελίξεων στην ανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα στη γείτονα χώρα- υπάρξει πολιτική συνεννόηση και συγκυβέρνηση των κομμάτων του λεγόμενου δημοκρατικού και φιλοευρωπαϊκού τόξου.
Μια τέτοια μεταβατική πολιτική εξέλιξη και η συνακόλουθη συγκυβέρνηση θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τη χαμένη αξιοπιστία της χώρας, να περιορίσουν τον κοινωνικό και πολιτικό κατακερματισμό και να αναχαιτίσουν τις αναδυόμενες φασιστοειδείς δυνάμεις.
Μια τέτοια μεταβατική εξέλιξη θα μπορούσε να μας βγάλει από την οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση, να προλάβει τα χειρότερα και να ωθήσει τους ευρωπαίους εταίρους και δανειστές μας να μας πάρουν στα σοβαρά.
* Ο Μιχάλης Δαμανάκης είναι Ομότιμος καθηγητής και πρώην αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης